Every work of art is an uncommitted crime


-Theodor Adorno-

daDa ποiησΗ dAda λογοtεΧνiα dadA pUnk dADa

Τελάλης:

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 15, 2010

Η χρονιά του ποντικού (απόσπασμα από το μυθιστόρημα που ξεκίνησα να γράφω το καλοκαίρι του 2009)


(σημείωση)

Από το τρίτο κεφάλαιο: “Μετά την καταστροφή”. Μπορεί να είναι 2020, μπορεί 2030 ή 2040. Δεν έχει κάποια σημασία προς το παρόν, μέχρι εδώ που έχω γράψει. Αισθάνομαι πως ίσως είναι αναγκαία μια τέτοια ασάφεια εδώ, σ’ αυτό το κεφάλαιο. Τόπος είναι ένα μικρό νησί κάτω από τις ινδίες. Ο κόσμος όπως τον ξέρουμε δεν υπάρχει. Το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου διαδραματίζεται στο μέλλον, μετά την καταστροφή που παρουσιάζεται σαν ιστορία κι όχι σαν μυθοπλασία. Ο στόχος της αφήγησης είναι να διαβάζεται με όλο το βάρος και τον εγκλεισμό που η ιστορία ως γεγονότα αμετάκλητα προσφέρει, σαν όλο αυτό που συμβαίνει στο μέλλον να έχει συμβεί, να είναι κάτι που το ξέρουμε, θα μας στοιχειώνει. Το απόσπασμα εδώ είναι από τις τελευταίες σημειώσεις ενός συγγραφέα απομονωμένου σε μια γωνιά της γης, σ’ αυτό το νησάκι, μες στη μοναξιά μιας τρέλας αληθινής που δεν έχει για αιτία της καμία ψυχολογική διάσταση. Η υλικότητα του πόνου σε έναν τέτοιο κόσμο είναι τόσο αναγνωρίσιμη όσο και τα ρημαγμένα τοπία του κόσμου αυτού. Το απόσπασμα δεν είναι ενδεικτικό του βιβλίου, της υπόθεσής του η οποία επικεντρώνεται στο μετά, στο μέλλον -είναι μόνο μέρος της προιστορίας της, του παρελθόντος της.



(το απόσπασμα)

Υπήρξα συγγραφέας. Οτιδήποτε άλλο από τη ζωή μου δεν έχει καμία αξία. Η ανάγκη μου να γεννάω ακατάσχετα έσπασε δυο πόδια και τώρα ανάπηρη σέρνεται στις θύμησες, κηλίδες ανθρώπων που τρίφτηκαν στο πάτωμά μου. Τα έργα που έγραφα λιγοστεύοντας σε πνεύμα και κερδίζοντας σε σάρκα, σε έκταση, σε ύλη, χάθηκαν μαζί με τη γυναίκα που αγαπώ ακόμη. Δεν υπάρχει κάποιος που μπορεί να κατηγορηθεί, υπάρχει κάτι άλλο πιο βαθύ, που ήταν άπιαστο από την σκέψη και τώρα τόσο προφανές, τίποτα πέρα από την ίδια την κατασκευασμένη δομή του κόσμου, τίποτα πέρα από ένα παιχνίδι στημένο. Να τι φταίει.

Δεν μου 'χει απομείνει τίποτα πέρα από αυτό το κουφάρι που ωστόσο δε θα πεθάνει ποτέ πια.

Θυμάμαι.

Τότε που είχα όνομα. Τότε που ο κόσμος υπήρχε.

Η οικονομική κρίση προς το τέλος της πρώτης δεκαετίας του εικοστού πρώτου αιώνα ήταν ο βήχας ενός άρρωστου πνεύματος, που αιώνες πήρε να φτειαχτεί και πέθανε μέσα σε λίγα χρόνια. Η ανορθολογικότητα του καπιταλιστικού συστήματος παραμόρφωνε γενιές αμέτρητες την ανθρωπότητα μέσω της κατασκευασμένης και ελεγχόμενης από την επιστήμη ψυχής. Μέχρι που η ψυχή αυτή έγινε πνοή και χάθηκε μαζί με τις εναπομείναντες χρόνιες ψευδαισθήσεις. Το πνεύμα κλονίστηκε και μαζί με αυτό τα συμφέροντα μιας μικρής τάξης τυράννων που ζούσε σαν ξενιστής σε βάρος του ανθρωπίνου οργανισμού. Αυτοί ανόητοι και τυφλοί όπως όλοι οι τύραννοι αφού το πνεύμα απέτυχε, οι αξίες, οι μεγάλοι λόγοι, η αλήθεια, όλα έγιναν στάχτη κι απέμειναν ξεβράκωτοι με δόντια λυσσασμένα. Τα παράξενά τους ένστικτα, αλλοιωμένα από κάθε αίσθηση φύσης, παράπεσαν στο παρελθόν, σήμαναν την οπισθοχώριση των ιστορικών προταγμάτων και επιτεύξεων. Έτσι, όπως οι χριστιανοί κάποτε, αναμόχλευσαν την καμένη γη στα σπλάχνα των ανθρώπων και δώσαν και πάλι ζωή στον φόβο. Με τον φόβο επέβαλαν έναν φασισμό που μόνο ο μεσαίωνας γνώρισε, ωστόσο ήταν πολύ χειρότερα μιας και δεν υπήρχε ούτε η παραμικρή υποψία αναγέννησης. Κανείς δεν κάηκε στην πυρά για τις εικόνες του μέλλοντος που θα κέρδιζε ό,τι μέχρι τότε είχε υπάρξει. Όσοι θανατώθηκαν από τα συστήματα δεν πιστεύαν σε τίποτα παρά ήταν η φωνή που ούρλιαζε μέσα τους και ζητούσε οτιδήποτε άλλο εκτός από το υπάρχον, εκτός εν τέλει από εκείνους τους αχρείους που βάλθηκαν να εξουσιάζουν, κάποτε στο όνομα του θεού και πλέον στο όνομα της δημοκρατίας. Και όπως ο θεός είχε πεθάνει έτσι και ο δήμος πέθανε στερώντας του οι δολοφόνοι με τα πανάκριβα κουστούμια και τις πανέμορφες πουτάνες κάθε έννοια της ελευθερίας. Η σπουδαία σύλληψη μιας παγκόσμιας κοινότητας οδήγησε στην παγκόσμια κυριαρχία εκείνων που πρώτοι σβήσαν σε μια νύχτα από τα εξαγριωμένα, δίχως καμία αντοχή για περισσότερη καταστολή, πλήθη. Είναι τρομερό να σκεφτεί κανείς πως ποτέ πιο πριν ο άνθρωπος δεν κατάλαβε τη δύναμή του, δύναμη που πηγάζει από μια κοινή τύχη, από μια σκλαβιά, που πάντοτέ του ξεχνούσε μπροστά στα μπιχλιμπίδια που του προσφέραν ως αντάλλαγμα. Και είναι τρομερό να σκεφτείς πώς ο φόβος που κατέστειλε πάντα τη δύναμη εκείνη δεν ήταν παρά ο φόβος του ζώου που του ανοίγουν την πόρτα της φυλακής και αυτό δεν μπορεί παρά να κάθεται στη γωνία του κελιού του με μάτια γεμάτα πόνο, δίχως άλλη αντίδραση. Τα μάτια του ζώου που τη στιγμή αυτή κοιτούν με τόση ανθρωπιά τον αφέντη, τόση απώλεια αυτού που ήταν κάποτε και δε θα ξαναεπιστρέψει. Πιο τρομερό είναι να ζήσει κανείς αυτή τη δύναμη που ανεξέλεγκτη θα καταστρέψει. Και δε θα ενδιαφερθεί ποτέ για κάτι πέρα από τη χειρονομία κατάλυσης που διαγράφει. Σαν να λέμε πως αφού αποτύχαμε ως ανθρωπότητα, αφού ποτέ δεν μπορέσαμε ο άνθρωπος να κάνει υγιή χρήση της εξουσίας, είτε γιατί όσοι την είχαν ήταν αρκετά καθοίκια είτε γιατί ο λαός ήταν αρκετά σκουπίδι ώστε να μην μπορεί να συμβιώσει δίχως αυτή, ή πιο απλά επειδή η εξουσία θα είναι για πάντα η αρρώστια, αφού όλα τα δοκιμάσαμε και φτάσαμε να σιχαθούμε τις λέξεις, ε τότε να πάμε να γαμηθούμε, να πάει να γαμηθεί ο κόσμος όλος. Ξεχύθηκαν στους δρόμους και οι μπάτσοι αντέδρασαν βίαια όπως πάντα, μόνο που τότε ξεκίνησε πόλεμος. Εκείνοι που είχαν τα όπλα άρχισαν να σκοτώνουν όπως πάντα, μόνο που το πλήθος δεν τελείωνε. Τους πάτησε, εκατομμύρια σε κάθε χώρα που γίναν πλήθος -στοιχείο της φύσης, κύμα ορμητικό και θυμωμένο αιλουροειδές, τους έφαγε ή εξαφάνισε. Μπήκε στα κοινοβούλια, μπήκε στα δικαστήρια, μπήκε στις επαύλεις των αρχόντων και στις επαύλεις των μασκαράδων της κοινωνίας του θεάματος, μπήκε στα γραφεία των επιτροπών της υποκρισίας, μπήκε στα σπίτια των φασιστών της δημοκρατίας, μπήκε στα μέγαρα των δημοσιογραφικών κολοσσών, μπήκε στις σκιές που τρεμάμενοι οι εκπαιδευτικοί παρακαλούσαν να μην βγει ποτέ ήλιος. Τα χρώματα έχασαν την οσμή τους, συννέφιασαν οι χρονικότητες και γίναν μπρούτζος, έπηξαν μέσα σε ένα παρόν βίαιο, τρομαχτικά απάνθρωπο, εντελώς φυσικό σαν μια συνέπεια ενός σαθρού ανθρωπισμού, μια έξαρση ειλικρίνειας του οργανισμού, η φύση του οποίου πίεζε σαν δυναμίτης να βρει μια διαφυγή έξω από τη φυλακή του νου του.

Σκοτάδι. Υγρασία. Μπορεί να είμαι μέσα σε μία πυραμίδα, ποιος ξέρει, όλα είναι πιθανά, και περισσότερο από κάθε τι αυτή η πυραμίδα, ο βασιλικός τάφος που ορθώνεται κάπου μέσα μου, κάπου βαθιά, κάπου με φοβέρα. Ο αέρας φύσηξε και σήκωσε το πετσί μου, ξεκόλλησαν οι γνώριμές μου αισθήσεις για μια βοή που σέρνεται μέσα στο κρέας κόβοντάς του τους τένοντες. Έρχεται σαν όνειρο και ύστερα σφυρίζει, γίνεται θόρυβος, πέφτει σαν πέτρα μέσα στο όνειρο και μου τραβάει την πραγματικότητα κάτω από τα πόδια μου. Μαζεύω δυο τρεις ροχάλες και τις βασανίζω σαν κύματα που αναδεύονται στις μπετονιέρες των βράχων των σπηλαίων, χαλίκια και άμμος, στις εσοχές, τις γούβες, τα μάγουλα -έπειτα βλαστημάω. Ρωτάω γιατί. Ξέρω ότι κανείς δε θα μου απαντήσει. Τέτοιες ώρες όμως δεν μπορώ να σκεφτώ τη θάλασσα.


γ. γεωργίου


3 σχόλια:

  1. Γιώργο εξαιρετικό !
    Μου θυμίζει κάποια όνειρα που βλέπεις μαλλον εφιάλτες θα τα χαρακτηρίζα ...και το πρωί σου είναι αδύνατο να τα θυμηθείς , ασχέτως που τη νύχτα πάλευες μαζί τους με όλη σου τη δύναμη. Damn Ανατρίχιασα…. απ΄τις λίγες σειρές που διάβασα έχω διακτυνιστεί στο νησάκι και περιμένω να βγει στα ράφια σαν νηστικό σκυλί έξω απ την προθήκη κρεοπωλείου γαυγίζοντας ασθενικά το φεγγάρι του Δεκέμβρη .
    Παρατηρησης: διακρίνω ενά έντονο κοινωνικοπολιτικό χαρακτήρα στο βιβλίο και με χαροποιεί πολύ το γεγονός ότι δεν χανέις με τίποτα την μυθοπλαστική ποιητική μεθυστική και εθιστική πένα σου .

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Περιμένουμε την έκδοση...Στα χνάρια του Βallard...Πολύ καλό...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Γειά σου intel με τις παρομοιώσεις σου. Το συγκεκριμένο έτσι φαίνεται, να έχει έντονο το "πολιτικό-απέχθεια-για-αυτό" στοιχείο. Ωστόσο είναι ένα λογοτεχνικό σώμα που αποκτά τη δική του σύσταση και τον δικό του χαρακτήρα, ώστε κι αν θέλω να φυτεύσω αρχικά μία ιδέα αυτό έπειτα την αποβάλει, και ό,τι μένει είναι μέρος της ύλης του, ίσως να σπάει πλάκα, ίσως να σκοτεινιάζει, ίσως ν’ απλώνει και να λάμπει, ίσως να έχει τις στιγμές του αυτισμού του -ίσως όλα μαζί. Όπως αντιλαμβάνομαι το λογοτεχνικό έργο, ό,τι και να επιθυμώ το μόνο για το οποίο ενδιαφέρεται στην πραγματικότητα είναι το παιχνίδι της ροής του. Στο τέλος μπορώ διαβάζοντάς το να δω πως δεν υπήρξα εκεί μέσα ως είναι, δεν μπορώ να με αναγνωρίσω, έχω γίνει, έχω λειώσει, με έχει πεθάνει. Αυτό τότε είναι έτοιμο να ζήσει τη δική του ζωή, έξω από εμένα. Ο μόνος λόγος που θα ήθελα να το τυπώσω/εκδώσω το συγκεκριμένο είναι ότι θεωρώ πως αξίζει -τι φίλε μήτσο (γειά σου κι από δω): η κίνηση, αυτή αξίζει, που γίνεται όπως ο δούρειος ίππος του duchamp, ο ουρητήρας μέσα στο μουσείο -για κανέναν άλλο λόγο. Είναι για να κάθεσαι και να περιμένεις πότε θα έρθει η ώρα να γελάσεις. Να τυπωθεί κάτι τόσο αντίθετο με τον κόσμο τους, τα όνειρά τους, το νταλαβέρι τους. Έξω απ’ αυτή την “ντανταϊστική πράξη” δεν νομίζω να έχει και καμία δυναμική η όλη υπόθεση των εκδοτικών οίκων -τώρα που ο καθένας μπορεί να είναι εκδότης της δουλειάς του και μάλιστα χωρίς κανένα κόστος (αρκεί να είναι συνδεδεμένος με το ίντερνετ). Είναι τόσο γελοίος ο χώρος, όπως και στα εικαστικά, όπως κάθε τι άλλωστε που θέλει να κοιτιέται μέσα από το πρίσμα του υψηλού.
    Χαίρομαι που άρεσε και στους δυο σας.

    ΑπάντησηΔιαγραφή