Every work of art is an uncommitted crime


-Theodor Adorno-

daDa ποiησΗ dAda λογοtεΧνiα dadA pUnk dADa

Τελάλης:

Κυριακή, Αυγούστου 30, 2009

"Για Έναν Δεύτερο Ήλιο" (από την πρώτη μου ποιητική συλλογή, 3 ποιήματα)

Ζωή πονεμένη γεμάτη θλίψη

Συ που γεννάς τα βρέφη

Πρώιμη πείρα ενός γολγοθά

Μη μου μιλάς για σταύρωση

Κει που το Μπλε ξεθωριάζει

Κει που η ανάσα κομπιάζει

Ο Ορφέας παίζει τη λύρα του.


**


Δάκρυα κλαίνε φωναχτά

Μωρά πεθαίνουν μη μεγαλώσουν

Αλλοιωμένα είδωλα γελούν

Ματωμένα χέρια σκάβουν στη γης να μπουν να κρυφτούν

Όμως η αράχνη υφαίνει τον ιστό της

Κι η Πηνελόπη περιμένει τον ερχομό του Οδυσσέα με σιγουριά

Ποιός το 'πε πως Αυτός αποφασίζει;


**


Φτειάχνοντας με τη σμίλη τον θεό του

Στης ακροθαλασσιάς τον γαλανό αγέρα

Στηρίζοντας ελπίδες όνειρα και στόχους

Στο ακούνητο δημιούργημά του

Πέρασαν έτσι χιλιετίες

Ώσπου ένας περαστικός είδε και είπε ειρωνικά

Γιατί δε δοκιμάζεις να σμιλεύσεις τη θάλασσα;


(Αύγουστος 1998, Σέρρες)


γ. γεωργίου

Πέμπτη, Αυγούστου 27, 2009

Σταγόνες Από Το Εργοστάσιο (2007)


⦁Το φορτισμένο από άρωμα σώμα προσδιορίζει την κοινωνική θέση ή τη ματαιοδοξία να νιώθει κανείς ανώτερος. Ο εργάτης θα το θεωρούσε -πέραν του ότι είναι γι' αυτόν έξοδο αδιανόητο ή έστω περιττό- αστείο, ακόμα κι αν του δίνονταν δωρεάν. Η όσφρηση καλλιεργεί την γλώσσα της καθημερινής συνδιαλλαγής [πληθυντικός προς τους ανθρώπους των γραφείων οι οποίοι πάντα σου απευθύνονται στον ενικό, όταν δεν σε θεωρούν απλώς ασήμαντο -μια περιφρόνηση, θαρρείς κι η έλλειψη αρώματος σε καθιστά βρώμικο και ψυχικά] όπως επίσης φανερώνει τη διαφοροποίηση στο μισθό. Ωστόσο για να αγοράσει κανείς ένα καλό άρωμα απαιτείται ένα υπολογίσιμο από τον αγοραστή χρηματικό ποσό, όπως απαιτείται και ένα καλό ντύσιμο, μανικιούρ και κόμμωση, σύμφωνα όλα με τη μόδα. Στο τέλος ο υπεύθυνος προσωπικού και ο εργάτης είναι το ίδιο φτωχοί. Μόνο που ο πρώτος είναι κατά πολύ περισσότερο σκλάβος του πραγματικού.


⦁Στο εργοστάσιο είχαμε πολλές μύγες. Σε περιορισμένο χώρο ήμουν ο φονιάς τους. Σκότωνα τόσες ώστε να νιώθω αηδία, να μην μπορώ καν να ευχαριστηθώ το μεσημεριανό φαγητό. Συνέχιζα όμως το κυνήγι με τη μυγοσκοτώστρα -μισό λεπτό ήταν αρκετό για ένα μακελειό. Με ενοχλούσαν. Ωστόσο ποτέ δε θα αισθανθώ τον πόνο που νιώθει μια μύγα εκείνη τη στιγμή που την καταπλακώνει η βία μου. Είμαι αναίσθητος σε μεγάλο βαθμό στη σχέση μου με αυτές.

Αναρωτιέμαι τι είναι ο βασανιστής, ο δήμιος. Αναίσθητος στη σχέση του με τους ανθρώπους. Κι ούτε καν τον ενοχλούν [δεν έχει άποψη που να φτάνει εκεί], είναι η δουλειά του. Και έως ότου τους αφαιρέσει τη ζωή δείχνει φοβερή επιμονή και συνέπεια, πιθανότατα και ηδονή. Δεν θέλω να καταλάβω έναν βασανιστή, ένα δήμιο. Όταν κατάφερνα χτύπημα σε μία μύγα ήλπιζα σε έναν ξαφνικό θάνατο. Και πάλι αυτό δε με κάνει να αισθανθώ καλύτερα για τον εαυτό μου. Τα φασιστικά καθεστώτα υπακούν στην ίδια λογική που ο καθένας μας συμμερίζεται: ενοχλείς άρα εξαλείφεσαι, άρα πεθαίνεις -μάλιστα δεν απέχει πολύ από την καρτεσιανή αντιστροφή του τύπου: σκέφτομαι άρα πεθαίνω [εξαλείφομαι].

Το γενικό [κράτος, παγκόσμια κοινότητα] αλλά και το μερικό [εγώ, υποκείμενο] είναι εξίσου συνένοχα στην πραγματικότητα του φασισμού, στην αναλήθεια του κόσμου.



γ. γεωργίου

Τετάρτη, Αυγούστου 26, 2009

Αποσπάσματα από το ποιητικό μου έργο "Έσχατος Αδάμ"


Εφτά μέρες δεν κράτησε η δημιουργία του Κόσμου από το Δημιουργό, μα η δημιουργία του Δημιουργού από τον Άνθρωπο.
Οι Γραφές ομιλούν τη γλώσσα τους, μα τα σύμβολα συντίθενται στη Νύχτα του Πυρός.
Τούτο άγει την έννοια [και κάθε έννοια] πλησιέστερα στην αλήθεια όσο πλησιέστερα 'γγίζουνε τα σωθικά μας θάνατο.

*************

Εν αρχή ην ο άνθρωπος, κι έπειτα η Νύχτα
Κι η Νύχτα σαν την είδε ο νους τ' ανθρώπου κόπηκε σε δύο μέρη αντίθετα και το 'να το κυριαρχούσε το αίμα ενώ το δεύτερο υποταχτικό στον αέρα να συγκρούεται στο θόλο τ' ουρανού, με το σπαθί, και να χαράσσει το δίχτυ της Μοίρας. Κι η ψυχή μύρισε τα σημάδια τα καθορισμένα απ' την Αρχαία Νύχτα. Κι έτσι χρωματίστηκε το αίμα κι ανάλογα μ' αυτό η ψυχή ονόμασε τα όντα.

*************

Και το φως πάλεψε με το σκοτάδι κι ο θάνατος αναδύθηκε απ' το μαύρο κύμα κι άλλοι φτιάξανε θεούς λατρεύοντας και σχεδίες τρομάζοντας και στο χρόνο ξέχασαν τη Νύχτα, γιατί η Νύχτα είναι βάναυση και είναι Τύχη για κείνον που ποτέ κάτω απ' τη Σελήνη το Θάνατο δε στοχάστηκε με όρους πράσινου κι ονείρου διάφανου.
Μπαίνουμε στον ποταμό γυμνοί και άγριοι, εξόριστοι βαδίζοντας στην κρύα πέτρα, φυλλωσιές που τις γέρνει ο αέρας και μια αχτίδα στον αστράγαλο.
Κρύο
Είμαστε λίγοι
Τα σύννεφα σχίζονται κι ακούγεται η Φωνή που λέει:
"Μοιράστε τη γη σας"
Κι η γη μοιράστηκε σύμφωνα με τον τόνο της Φωνής.
Και είπε:
"Είστε οι επιλεγμένοι για το Μύθο".

*************

Στον τόπο αυτόν κυριαρχεί η Νύχτα.
Πάντα έτσι. Περιγραφές, αισθήσεις κι άλλες νότες απολεσθείσες της συνειδήσεως, όλες ενσωματωμένες σ' αυτό το δέρμα. Το δέρμα που μόλις κατηγοριοποιήθηκε στη γνώση μας ως πάθημα της ψυχής μας, ευθύς ονομάστηκε με τ' όνομα της Νύχτας.
Τούτο και το δηλητήριό μας βουτηγμένο στου Νέσσου το αίμα.
Νύχτα. Είν' η μοίρα μας κι η βούλησή μας συμβαδίζει.
Νύχτα. Τ' όραμα των αριθμών, la vision des nombres [nous allons a l' Esprit], σε πρωτόγονες κοινωνίες ενεργειών να κατοικεί το σώμα, μέσα στο βυθό των εννοιών εμμένοντας με όνειρο και πόνο, αντιστέκοντας στην άνωση του φυσικού της υποστάσεως.
Είναι που να κατοικούμε θέλουμε όπου η ύλη υποφέρει, μ' έναν πόνο αναλυμένο στο χτύπο του κροτάφου, έτσι. Κονταροχτυπημένοι και με χαμόγελο στη λύτρωση να οδηγούμε, χαράσσοντας τα αναπόφευκτα σημάδια της παλάμης μας, που τόσο ονειρευτήκαμε στους αιώνες του πυρετού.
Είναι η Νύχτα.
Αρχαία Νύχτα π' ανάμειξα το αίμα μου, απ' όταν γεννήθηκα, με δίχως άθλους, αφού 'δω πρόσβαση θεοί δεν έχουν. Κι αν ήθελα θεούς θα ονόμαζα τη Νύχτα. Όμως δεν επέλεξα την πίστη κι η Νύχτα μου βγήκε κλαυθμυρή, το θεό μου αβίαστα δε δέχτηκα κι η απόδειξη οδύνη [ω Ενλίλ των βουνών, πατέρα των θεών! Εγώ ο Γκιλγκαμές δεν είμαι].
Οι έριδες, οι τρέλες και τα φονικά είναι γεννήματα δικά μου και κει που άλλοτε στων ηρώων τις βιογραφίες συγγένευαν με το μέγεθος του τίτλου αυτού οι άθλοι τους, 'δω πέρα στης Νύχτας την άγρια σιωπή αυτό που διέπει την ύπαρξη είναι μία μόνο λέξη περιέχουσα την αλήθεια των όσων συντελούνται στο ανάστημά της, κατά τα άλλα απλή στον ήχο, σεμνή μέσα στην ουσία της, βουβή στου διαρρήκτη την επιμονή.
Η λέξη είν' ο Πόνος.
Ω, ναι, υπάρχει πόνος κι εγώ ανήκω στη Νύχτα. Ήρωας δεν είμαι, θεοί πουθενά.
Μόνος.

*************

Ω Ποίηση δώσε μου για τώρα ό,τι μου στερεί το σώμα

Μέσα στην εικόνα βουτηγμένες τούτες
Αισθήσεις του αέρος πύρινες
Στης πόλης γλείφοντας την επιφάνεια
Κι ο λόγος ο δαιμονικός που μας ανήκει
Στα στήθια της αβύσσου να ηχεί
Τινάζοντας νερά από τα μαύρα χέρια
Κι υγρός ο Ποιητής
Υγρός ν' αναδύεται με φλόγες και μορφές
Απ' της Σελήνης τα γκρεμισμένα αίματα
Στην κόψη των ματιών λαβωμένος
Ρημαγμένος στην κόκκινη ωδή των άστρων
Εγκαταλειμμένος στον Ατλάντιο της Γνώσης
Τόπο πως!
Πως απόψε ν' αποσυρθώ;
Πως να λησμονήσω;
Είναι η δική μου μάχη στη δική μου Νύχτα
Γιατί η Ευκαιρία είναι
Κι ό,τι ήταν έρχεται με πόνο
Ω, τι ο δικός μας πόνος;
Ποια η έκφραση στο αμυδρό ημίφως;
Και ποιος απ' τους καθρέφτες;
...

*************

Και πήρα στα ματωμένα χέρια κάτω
Απ' τον Ήλιο το πυρωμένο σίδερο
Και τρύπησα τη Γη και βόγκηξε
Μέσ' απ' τη φλέβα λαλιά ανθρώπου
Νύχτες δώδεκα
Κι' αλλες δώδεκα
Σφυρίζοντας στ' αφτιά μου μέρες
Βαθιά
Τρικλίζοντας η ψυχή μου στ' Άδη την ηχώ
Και βόγκηξε και μορφή δαιμόνου πήρε
"Υπάρχεις περισσότερο" είπε
"Δια της Οδού σου που πρέπει να γνωρίσεις"
Είπε με μάτια κούφια ξερνώντας
Γλώσσες πύρινες απάνω στο κρανίο μου
Δικό μου διάκενο αποβαίνειν

Ω Φωνή Δαιμόνου
Εσύ Φωνή δική μου
Γνώση που συμπάσχω
Μέρες πολλές στη Νύχτα
και το πλείον αυτών κόπος και πόνος
...έως πότε;

Και είπε ο δαίμονας:
"Ώσπου η όψη μου να κοιταχτεί
Το σώμα μου στα σπλάχνα σου
Μέταλλο καυτό που πρέπει
Να αποδεχτείς
Κόσμος πλασμένος μ' έννοιες
Ήχοι που μέσα τους θ' αναπαυτείς
Εσύ ο επιλεγμένος για το Μύθο
Μόνος εφτά χρόνια στην έρημο
Γιατί χρόνος δεν υπάρχει
Κι ό,τι γνωρίζεις το περπάτησες
Ας είναι να το αγαπήσεις
Εσύ ένα πρέπει να γίνεις
Κι εγώ ο Δαίμονας εσύ
Που σχίζει την καρδιά σου
Στον πυρετό της Νύχτας
Ηχεί
Ώστε η Μουσική
Μιλά
Κι Εγώ ο Έρωτας Εσυ"

"Υπάρχω περισσότερο" είν' ό,τι έπεται του πόνου
Ω γαλήνιο Φως
Νύκτιο δέρας μανιασμένο κάτω
Σε κοχύλια της οράσεως πλατιά
Όπου η μνήμη σπάζει τις χορδές της
Βίαια
Λυσσομανάει σε σπηλιές κρημνίζοντας
Φωνές ηρώων π' απωλέσθηκαν
Πέρα στ' άγριο το δείλι
Χρόνων πρώτων αμνημόνευτων
Το πρώτο αίμα [δόθηκε! Δόθηκε!]
Και φέρνει μες στα στήθια μας το κύμα πως
Να μην πονούμε και πως
Ω δάκρυα της ερήμου πόδια του χιονιού
Πως στου αύριο την ύφανση να μη ζούμε
Άλλης πολιτείας φλογισμένης
Κόλαση
Πραγματική στο μάτι
Τι ζωή!
La vrai vie est absente
Nous ne sommes pas au monde
Φλογισμένη διάφανη σιγή
Στη γαλάζια χάντρα των ονείρων
Κεραυνοί
Όρη που έζησα κι αγάπησα
Αστερισμοί και άλλοι κοντινοί μου φίλοι
Να γιατί
Καταρκυθμεύω [στην κοινή μας γλώσσα ποιητή]
Πηγαίνοντας στον Αιώνιο Θάνατο

Υπάρχω περισσότερο
Κι Εσείς

Στοχαστής δεν είμαι ούτε ποιητής.
Να μιλώ δεν ξέρω.
Αγράμματος σ' έναν κόσμο επιδειξιομανών του φαίνεσθαι, λογοπλόκων μιας σκέψης άνυδρης, στραβών στα σημαινόμενα των γλωσσικών προτάσεων, σα να μην υπήρχε ο Ήχος, σα να μην ήταν αυτός που ως στροβίλισμα της ψυχής συνέχει τις έννοιες στο λόγο του Πραγματικού, του Κόσμου που επέρχεται της κτίσης όλης.
Ένας Κόσμος ειπωμένος, κατανοητός στην Αίσθηση η οποία μεταποιεί τον Ήχο και το Χρώμα σε μορφή -γνωστή στο επιθυμητικό της Φύσεως.

Τίποτα.
Μες στη Νύχτα αυοεξόριστος, δίχως καμία αρετή, βαδίζοντας μ' ένα χιτώνα και ξυπόλητος μέσα από βάλτους διασχίζοντας, πίσω από ρεματιές, βαθιά στ' αγκάθια παλεύοντας με τα θηρία, δεν έκλαψα.
Άγριος.
Με δίχως γλώσσα, αφημένος κάτω απ' τα ρεύματα του Νύκτιου Φωτός, σ' ένα ντελίριο αριθμών, σκάβοντας κι οργώνοντας τη Γη, σαν έκοψε το νου μου το αίμα και στέναξε, ψηλά κραδαίνοντας τα ηνία, η πρώτη μου ψυχή:
ανάβλεψον δη εις τον ουρανόν και αρίθμησον τους αστέρας, ει δυνήση εξαριθμήσαι αυτούς. Και είπεν- ούτως έσται το σπέρμα σου.

Τότε
Και γίνηκα Μουσικός.

*************

Απ' τις παραδοχές του κόσμου καμιά δε με συγκίνησε.
Γεννημένος σ' έναν πολιτισμό σαθρό π' αργοπεθαίνει, αποκρουστικό, στείρο στους κανόνες του, ανόητο στις αξίες του, υποκριτή στις διακηρύξεις των δικαιωμάτων του, ψεύτη στις εξαγγελίες του, στην ουσία να ζω πέρα από τη Δύση μέσα σε χιόνια και βουνά μοναχικά -αιτήματα της ψυχής αυτής που παραμένει καθαρή και αυστηρή συνάμα στα θελήματά της, στους πόθους και στις αντανακλάσεις των ενεργημάτων της.

*************

Αναλογίζεσαι τις μέρες που σηκώνουν
Αέρηδες τα στίγματα του ουρανού
Χαράσσοντας σε πλάκες αόρατες μορφές
Υδάτινες τα όνειρα του Κόσμου

Έρωτες, Έρωτες

Βυθίζεσαι αργά προτάσσοντας το χρώμα
Στα ύψη των αστερισμών καθρεφτίζοντας
Δέντρα βουνά πόλεις της Νύχτας Εσείς
Μύθοι π' αλέθονται μες στην ψυχή μας

Έρωτες, Έρωτες

Πέλματα φευγαλέα και σκιές του Κάτω Κόσμου
Π' ανασύρονται στο φως της Νύχτας βρίζοντας
Τη μνήμη που 'σβησε μες στις φωτιές και γύρισε
Ανάποδα ο τόνος του χρησμού κι ο τρόπος της θυσίας

*************

Κλείνει η πύλη και πίσω τα όνειρα. Αναπηδήσεις πουλιών στο σχισμένο γαλάζιο τ' ουρανού κι άλλος κανείς. Μήτε ήχος γνώριμος και για χρώμα ένα μοναχικό στο φόντο που κουρδίζει αβίαστα τη λύρα του. Το αέρι φυσάει το μαλλί σου μόλις, και δε θυμάσαι τίποτα.
Το Τέρας που 'σουνα, οι ακροβασίες, τα παιχνιδίσματα, οι φθόγγοι και τα γαλάζια δάκρυα στο κατώφλι του Ηλίου, καθρεφτίσματα παράλογα και κόκκινος πυρετός, οι λέξεις της ψυχής -τα Πάθη της αυγής, οι πληγές και τα ουρλιάσματα, Έρωτες και Φύλλα και το Σπίτι ασβεστωμένο το πρωί σε μια φωτοχυσία παράφορη που καίει τα μάτια, σου καίει τα μάτια.
Ω! Μα που ειν' η μπάντα μου;
Που είν' οι στίχοι και η μουσική μου;
Που η όψη μου;
Που ο καθρέφτης του οίκου μου;

[25/12/2000 - 22/03/2001]

γ. γεωργίου

Δευτέρα, Αυγούστου 24, 2009

Tetsuo: The Iron Man (1989), σκηνοθεσία Shinya Tsukamoto

Ένα έργο το οποίο πραγματικά με εντυπωσίασε. Το κείμενο που ακολουθεί το είχα αρχικά ποστάρει στο blue-whitegt εδώ και καιρό -μάλλον πάνω από χρόνο, ως σχόλιο στην ταινία. Οι αλλαγές που έχω κάνει στο κείμενο είναι πολύ λίγες.


Πολύ διαβασμένος ο Tsukamoto. Επιρροές συνειδητές είτε ακόμα ασυνείδητες από Eisenstein, Kubrick [καθώς και από σκηνοθετικές δημιουργίες που σημάδεψαν την σκέψη και την αισθητική μας πχ. αυτοκρατορία των αισθήσεων], Video Art, θέατρο Kabuki και Bunraku, Marquis de Sade.

Ακόμα, ο τρόπος θέασης της πραγματικότητας του σύγχρονου κόσμου μέσα από την “πρόοδο” και την [αυτο]καταστροφή, μου θυμίζει, στον πυρήνα του, το Koyaanisqatsi του Godfrey Reggio ο οποίος μιλώντας για το έργο του παίρνει τη θέση: "It's not that we use technology, we live technology. Technology has become as ubiquitous as the air we breathe, so we are no longer conscious of its presence”, μόνο που στον manga χαρακτήρα “ironman” το “we live technology” γίνεται σωματικότητά του, η συνείδηση που μετ-ουσιώνεται και παρα-μορφώνεται αντιδρώντας βάναυσα στην πραγματικότητα που τον καθιστά “αθάνατο” -μιας πραγματικότητας που [του] επιβάλλεται, η οποία πραγματικότητα ως αδυσώπητη και αμετάκλητη εξουσία λαμβάνει το χαρακτήρα του “Αιώνιου”, της “αιωνιότητας”. Μπροστά σ' αυτό ο Shinya Tsukamoto είναι “ρομαντικός” σε αντίθεση με τον Reggio που παραμένει “ρεαλιστής”. Δεν βλέπει την καταστροφή από απόσταση [που είναι και ένας βαθμός παραδοχής της], γίνεται ένα μ' αυτήν -ή θα εκμηδενιστεί ολοκληρωτικά ή θα γεννηθεί ως κάτι άλλο, ως κάτι διαφορετικό απ' ό,τι του επιβάλλεται [κάτι που φυσικά δεν μπορεί να προβλέψει μέχρι το τέλος της πάλης αυτής, μέχρι το τέλος της ταινίας]. Η “ρομαντική” ματιά του Tsukamoto έγκειται σ' αυτήν την άρνηση απέναντι στην πραγματικότητα [μπορεί να βυθίζει ο ίδιος το σίδερο στον μηρό του ωστόσο είναι ένα μπόλι που οφείλει την ύπαρξή του στην “αρχική χειρονομία” του μίσους του και της επιθυμίας για εκδίκηση, μια μεταφορά της μεταμόρφωσης που γεννιέται σε συγκεκριμένο χώρο και χρόνο -την σύγχρονη “παρηκμασμένη” Ιαπωνία των Σαμουράι], και στην ανέλπιδη και οδυνηρή αφομοίωση από αυτήν η οποία τελικά αντί να τον καταστρέφει τον μεταστοιχειώνει σε κάτι για το οποίο δεν μπορούμε ακόμα να αποφανθούμε, σε κάτι που στέκει ως Τρομερό.

Ήδη η τεχνική stop motion [ενημερωτικά βλέπε: http://en.wikipedia.org/wiki/Stop_motion και http://en.wikipedia.org/wiki/List_of_stop-motion_films], η οποία επίσης χρησιμοποιείται για το Koyaanisqatsi, εδώ στο Tetsuo εξυπηρετεί άψογα αυτόν τον συγκαλυμμένο από τη βία “ρομαντισμό” που αγγίζει τα όρια του μηδενισμού. Φυσικά ο Tsukamoto δεν κάνει φιλοσοφία, αλλά τέχνη. Ο παρ' ολίγον μηδενισμός ξεπερνιέται από την ίδια την κίνηση του καλλιτεχνικού έργου η οποία εξωθεί προς τα μπρος την σκέψη. Όπως κάθε μοντέρνο έργο έτσι και το Tetsuo δεν προσπαθεί να περιγράψει τη “φύση” αλλά να τη διαλύσει, να την αποσυνθέσει και να της δώσει το νόημα που επιθυμεί και κατανοεί, χρησιμοποιώντας την [εκμεταλλεύοντάς την]. Το frame by frame είναι μια τεχνική που ως τέτοια αντιτίθεται στη φύση -στον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε τον κόσμο και συνεπώς τον αντιλαμβανόμαστε. Και όπως η ροή-κίνηση βγαίνει μέσα από την πληθώρα ακίνητων εικόνων έτσι και ο στοχασμός -και κυρίως ο αισθητικός στοχασμός- πηγάζει από τη b' κουλτούρα την οποία ο δημιουργός εντυπωσιακά κατέχει. Αξιοπρόσεχτες οι σκηνές κυνηγητού-μάχης των δύο “τεράτων” [εκτελεσμένες με stop motion] που θα μπορούσαν να είναι βγαλμένες από το Japanese tokusatsu Super Sentai Series [βλέπε: http://en.wikipedia.org/wiki/Tokusatsu και http://en.wikipedia.org/wiki/Super_Sentai] το οποίο [1975] οχτώ περίπου χρόνια αργότερα θα οικειοποιηθεί η Αμερική στο προσαρμοσμένο "Western" "Power Rangers". Tokusatsu σημαίνει special effects και για τους Ιάπωνες είναι μια "αυθεντική εξέλιξη" της σκέψης τους στον μεταπολεμικό κόσμο, όπου ηττημένοι και ταπεινωμένοι βρέθηκαν ενώπιον ενός νέου αυτοπροσδιορισμού. Κάτι που ποτέ τους δεν κατανόησαν -κι ούτε πρόκειται- οι Αμερικανοί. Το Tetsuo πέρα από cult movie είναι και μια δραματική εξιστόρηση του Ιαπωνικού λαού, αυτού που πλέον δεν μπορεί να νοσταλγεί την ξεχωριστή του ταυτότητα δίχως να ματώνει, δίχως τον διχασμό και την παραφροσύνη ενός μηχανοποιημένου κόσμου [όπως θα 'λεγε ο Adorno].


Πραγματικό αριστούργημα.


γ. γεωργίου