Every work of art is an uncommitted crime


-Theodor Adorno-

daDa ποiησΗ dAda λογοtεΧνiα dadA pUnk dADa

Τελάλης:

Κυριακή, Δεκεμβρίου 26, 2010

...και γε τούτο ματαιότης και προαίρεσις πνεύματος



Δεν υπάρχουν προφητικά κείμενα. Υπάρχουν οι ίδιες σκέψεις, συνεπώς και οι ίδιες πράξεις, που επαναλαμβάνονται. Ούτε ιερά κείμενα υπάρχουν. Η παλαιά διαθήκη είναι γεμάτη από έναν σιχαμένο ρεαλισμό και μάλιστα ωμό -αυτό που μπερδεύει είναι η γλώσσα, που ακριβώς επειδή έχει δύναμη και ποιητικότητα ξεγελάει με πνεύμα. Η ιεροποίηση αυτής της σιχαμένης -κατασκευασμένη από τις κοινωνίες- πραγματικότητας φέρει το βάρος αμέτρητων πτωμάτων, ανείπωτης δυστυχίας. Τελευταία καταλαβαίνω όλο και πιο ξεκάθαρα ότι το πρόβλημα δεν είναι μια απεχθής πραγματικότητα, αλλά εκείνη η τάση μας να ιεροποιούμε το οτιδήποτε, αυτή δημιουργεί το πρόβλημα, το ιεροποιημένο έξω ή το ιεροποιημένο μέσα που είναι το ίδιο, οι ιδέες, οι αξίες, το άλλο, το πέρα -πρόβλημα η φυγή από τη ζωή, από αυτό που είναι ήδη δοσμένο, η ανικανοποίηση για αυτό που υπάρχει εδώ και τώρα, ζωντανό, παλλόμενο, μια ανικανοποίηση που δημιουργεί την κάθε απεχθή κατασκευασμένη πραγματικότητα. Λύση δεν είναι να αλλάξουμε την πραγματικότητα αυτή (αφού θα την αντικαταστήσουμε με κάποια άλλη) αλλά να πάψουμε να μας ενδιαφέρει μια οποιαδήποτε κατασκευασμένη πραγματικότητα, όχι με το μυαλό μας αλλά με το σώμα μας. Δεν ενδιαφέρομαι σημαίνει για τον νου: ενδιαφέρομαι για κάτι άλλο (μια άλλη πραγματικότητα -κατασκευασμένη κι αυτή). Δεν ενδιαφέρομαι σημαίνει για το σώμα: παύω να διαιωνίζω.



Έχω διαβάσει κάποια από τα βιβλία της βίβλου, και έχω μελετήσει λιγότερα, όπως του ιώβ, του εκκλησιαστή, της γενέσεως. Η λογοτεχνική αξία κάποιων είναι σπουδαία, και ως τέτοια μπορώ να την απολαύσω. Εάν τίθεται θέμα πίστης σε αυτά θα γελάσω. Πολλοί χλευάζουν αυτά τα κείμενα και συνήθως είναι εκείνοι που χλευάζουν κάθε τι που δεν είναι στη μόδα της αντίληψης, και μου κάνει εντύπωση η αντικατάσταση της ιδέας, μιας ιδέας μπανάλ, με μια άλλη ιδέα, πιο τρέντι, που ωστόσο υποδύεται την απουσία ιδέας -η κενότητα που τελικά δεν οφείλεται ποτέ στην απουσία ιδέας, πνεύματος, αλλά στην παρουσία πάντοτε μιας ιδέας εν αγνοία. Εν αγνοία, διαφορετικά θα ήταν σώμα. Παρόλη μου την αηδία στο χριστιανικό κοσμοείδωλο ποτέ δεν μπόρεσα να κοροϊδέψω τα κείμενα αυτά. Το κυρίαρχο επιχείρημα του μοδάτου κοροϊδεύοντος λόγου είναι η αντίθεση της αγάπης την οποία παπαγαλίζει ο χριστιανός στο μίσος και την κακία του θεού των κειμένων αυτών. Όσοι αντιτίθονται στη -ή χλευάζουν τη- βίβλο (που κακώς γίνεται πάντα γενικά και αόριστα -δείχνει μόνο την έλλειψη σοβαρότητας και βάθους) θα ήθελα να ξέρω αν πιστεύουν σε έναν θεό αγάπης, δικαιοσύνης κτλ. ώστε να κοροϊδεύουν την “πραγματικότητά” του όπως παρουσιάζεται στα κείμενα αυτά, λες και δεν συνάδει αυτή με τη φύση του, την ίδια στιγμή που αυτοί οι ίδιοι συνεχίζουν να χτίζουν πάνω στα θεμέλια της παραφροσύνης. Θα ‘θελα νά ‘ξερα (ρητορική η ερώτηση) αν πιστεύουν στη δυνατότητα μιας τέτοιας αγάπης, δικαιοσύνης, ειρήνης. Θα ήταν το ίδιο ανόητο με κάθε ερμηνεία των κειμένων αυτών ως ιερών. Φυσικά και δεν είναι ιερά κείμενα. Είναι κείμενα γραμμένα από ανθρώπους, όπως όλα τα κείμενα. Αν κάποτε ένα κείμενό μου θεωρούνταν ιερό θα μείωνε ή θα φούσκωνε την όποια αξία του ως κειμένου για χάρη των ηλίθιων πιστών του; αστεία κριτήρια. Είμαστε ρηχοί και πρόχειροι στις προσεγγίσεις μας, ή λατρεύουμε ή χλευάζουμε -ίδιον του όχλου δηλαδή. Και αυτό δε μας πειράζει καθόλου, αφού το να ανήκουμε κάπου θα μας δώσει και το πνεύμα μας, θα μας κάνει αναγνωρίσιμους στους άλλους. Ο θεός δείχνει πάντα τον άνθρωπο, είναι πάντα δημιουργημένος όχι σύμφωνα με τα μέτρα και τις δυνατότητες του ανθρώπου που τον δημιουργεί αλλά σύμφωνα με τους περιορισμούς αυτού. Κάποτε παρουσιαζόταν ως δίκαιος ενώ ήταν άδικος, θεός αγάπης ενώ ήταν θεός μίσους, φιλεύσπλαχνος όταν ήταν άσπλαχνος και μνησίκακος. Είναι πάντα εκεί για να γεμίζει το κενό του πραγματικού. Κάθε φορά ο άνθρωπος ανακάλυπτε τον περιορισμό του και την υπαρκτική αντίθεση σ’ αυτόν την απέδιδε σε κάτι που αποκαλεί θεό, σε κάτι απειρο και παντοδύναμο, για να εναποθέσει κει τη μοίρα του και ν’ αποφύγει την αδυσώπητη πραγματικότητα που καθρεφτίζει τα μούτρα του. Και δεν μιλάω για τα οργανωμένα μαγαζιά-θρησκείες εκμετάλλευσης της ανθρώπινης δυστυχίας. Δεν αξίζουν ιδιαίτερης ανάλυσης. Μιλώ για όλους εκείνους, εμάς, που γαντζωμένοι από το αντίθετο του περιορισμού μας ως δυνατότητα της κατ’ εικόνα ύπαρξής μας δικαιολογούμε την εγκληματική μας παρουσία στο σύντομο πέρασμά μας πάνω σ’ αυτόν τον πλανήτη. Ο άνθρωπος όπως και ο θεός του, η πραγματικότητα όπως και ο “αληθινός κόσμος” -η αντίθεση δηλαδή στην πραγματικότητα- δεν διαφέρει από τη δυναμική του διχασμένου τώρα. Μόνο που τώρα έχουν αλλάξει λίγο οι λέξεις, έχουν εκμοντερνιστεί: ο θεός πρέπει να είναι δημοκράτης, ανθρωπιστής, οικολόγος, ειρηνιστής. Αυτοί είναι και οι περιορισμοί του ανθρώπου, το αδύνατο που ποτέ δε θα γίνει. Ποτέ δε θα αλλάξει ο άνθρωπος οντολογικά και ποτέ δε θα αλλάξει και ο θεός του. Ποτέ δε θα αποβάλει ο άνθρωπος την ανθρωπιά του. Αν είναι να σπαταλάμε ενέργεια στο θέμα αυτό ας το κάνουμε με μεγαλύτερη ένταση στην παρατήρηση για να σιωπήσουμε κάποτε μήπως και ακούσουμε τη φωνή που ουρλιάζει μέσα μας, που όλες οι ιδέες την έχουν καταστήσει αγνώριστη. Δεν έχει κανένα νόημα ούτε η πίστη αλλά ούτε και η εξυπνακίστικη αντιμετώπιση -που είναι η αλλη πίστη, εκείνη στο εγώ. Τα λόγια είναι πάντα λόγια και ποτέ πραγματικότητα.



Στο βιβλίο του ιώβ μπορούμε να δούμε τον μύθο του πρώτου εξεγερμένου απέναντι στον έναν θεό και την εξουσία του, τον μύθο του πρώτου βλάσφημου. Παρατηρώ πως στο τέλος όταν ο θεός τού επιτίθεται με την ηλίθια δικαιολογία: που ήσουν εσύ όταν εγώ έκανα τα ποτάμια και τις θάλασσες; που ήσουν όταν έκανα αυτό και εκείνο; προσπαθώντας να τον ταπεινώσει, να τον κάνει να νιωσει μηδαμινός για την ύπαρξή του και έτσι να μετανιώσει για τη συνειδητοποίησή του ότι αυτός ο θεός είναι ένας καργιόλης θεός, ένας θεός που απλώς κάνει το κέφι του, ένας εξουσιαστής που θέλει να συνεχίσεις -μιας και χάρη σ’ αυτόν υπάρχεις- να δουλεύεις γι’ αυτόν ώστε να παραμένει θεός, εκεί παρουσιάζουν τον ιώβ να σπάει, να ζητάει συγγνώμη αντί να γυρίσει και να του πει: βρε δεν πας να γαμηθείς κι εσύ κι ο γρύλλος σου (=η ίδια του η εμμονή να πιστεύει σ’ αυτόν τον θεό, σε κάθε θεό, η εμμονή σε μια πίστη και αναζήτηση που δεν οδηγεί πουθενά, η παραμονή του σ’ αυτόν τον νου που δρα κατ’ αυτόν τον τρόπο, αυτό είναι ο “γρύλλος του”, βαθιά μέσα του: μήπως αυτό; και αν είναι εκείνο; μα μπορεί και να…). Ο ιώβ φοβήθηκε. Και φοβήθηκε προς διασφάλιση μιας ζωούλας κατεστραμμένης, μίζερης, ποταπής. Γι’ αυτό ακριβώς αποτέλεσε ένα από τα ιερά κείμενα της βίβλου -αν δεν τροποποιήθηκε πρώτα το τέλος σ’ αυτη τη μορφή που μας έχει παραδοθεί. Γιατί αυτό που σου λέει ο μύθος είναι: βούλωσέ το και υπάκουε. Μήπως υπάρχει κανείς που δεν βλέπει πόσο ταιριαστό είναι με τον σύγχρονο θεό μας; με τη δημοκρατία; με τον ανθρωπισμό μας; Ζούμε σε μια εποχή απανθρωπιάς, τρόμου και φασισμού, που πάντα έχει τη βάση του στην ηλιθιότητα του ανθρώπου, στην πίστη του ότι είναι μηδαμινός, ότι ζει επειδή κάποιος του δίνει δουλειά, ότι δεν έχει καν το δικαίωμα να αμφισβητήσει τον κόσμο όλο. Του λένε: βούλωσέ το, και αυτός λέει συγγνώμη. Το πολύ πολύ να κάνει ένα μικρό διάλειμμα για να χλευάσει, να εκτονωθεί λίγο σαν να βαρούσε μαλακία, λίγο πριν τη φωνή μέσα ή έξω από το μυαλό του που του φωνάζει: πως τολμάς μαλάκα; ζαρώνοντας συνερχόμενος από τον παρασυρμό του στα δήθεν πάθη του για να συνεχίσει την εγκληματική του πορεία στον κόσμο, να συνεχίσει να παράγει μέσα στην κοινωνία, να διαιωνίζει την κοινωνία, ως κοινωνία ο ίδιος. Η επίκτητη αδυναμία μας για ζωή έχει μετασχηματίσει την ύπαρξή μας σε κάτι άλλο. Είμαστε κλεισμένοι μέσα στον μύθο, μέσα στο γυαλί σαν τους κακούς στο σούπερμαν. Παρ’ όλες τις διακηρύξεις για πρόοδο, για ιστορικότητα, μόλις τα φώτα πέφτουν και η αυλαία της κοινωνικής ζωής μιας πανίσχυρης μάσκας που μας ορίζει ως κάτι ξένο από τη ζώσα ζωή -αυτή την πληρότητα δίχως νόημα- κλείνει, ετοιμάζουμε τον βωμό που θα θυσιάσουμε την ιφιγένεια για να πάνε όλα καλά.



Aυτό που μας κάνει να πιστεύουμε στη βίβλο είναι το ίδιο σε βαρύτητα με εκείνο που μας κάνει να πιστεύουμε στις υψηλές αξίες του πολιτισμού μας. Λατρεύουμε ή χλευάζουμε αλλάζοντας τα ονόματα, σταθεροί στο ίδιο κέντρο ανοησίας. Ακόμα κι όταν εναντιωνόμαστε στην πίστη δηλώνουμε πίστη στο εγώ μας, που είναι θαρρείς τόσο ισχυρό και πέρα και πάνω απ’ όλα αυτά. Το εγώ, που η πίστη είναι γέννημα δικό του. Το εγώ, που δεν μπορεί να πει “άντε και γαμήσου” ταυτοχρόνως στον θεό του, τον κόσμο, τον εαυτό του. Πάντα, κάπου, υποχωρεί. Η πίστη όσο ελάχιστη κι αν φαίνεται στην αντίληψή μας, όσο αδιόρατα πιασμένη από τη συνείδησή μας είναι μια πίστη με φρακταλική δομή. Που αν μεγεθύνεις μία πτυχή της, μία ελάχιστη καμπύλη της, θα δεις κει μέσα την ίδια, αρχική, θεμέλια πίστη.

Ο θεός δεν είναι νεκρός αγαπητέ nietzsche, είναι ζωντανός ολοζώντανος, όλος εξουσία. Όπως οι αρχαίοι θεοί μπορεί κι αυτός να πάρει ό,τι μορφή θέλει. Ο μύθος όλα τα επιτρέπει, και όλα επιτρέπονται στην εποχή μας όπως ο feyerabend (“anything goes”) είπε θριαμβολογώντας για το νέο δέρμα της εποχής που γεννιόταν. Η πραγματικότητα όμως έχει κι αυτή μάτια, έχει οπτική και μας βλέπει παρόλη την “τέχνη”, τη θολή πέτσα-φίλτρο των ματιών μας που με τον νου δημιούργησαν όλα τα ψέματα. Ο άνθρωπος είναι νεκρός, τόσο εστιασμένος σε κάθε είδους αθανασία -μια προέκταση στο μέλλον- που στέκει νεκρός στο παρόν, εκεί που η ζωή πρωτίστως εκφράζεται, ακατάπαυστα ως ροή. Νεκρός -αλλιώς τι διάολο, θα τον είχε σκοτώσει τον θεό μέχρι σήμερα! Θα είχε σκοτώσει το κέντρο που βρίσκεται βαθιά μέσα του, ή μάλλον θα το είχε ξεράσει, θα είχε σωθεί από αυτή την πηγή της αρρώστιας. Η ζωή είναι αλλού, να μια αλήθεια που στο στόμα των θρησκειών αντιστρέφεται σε ψέμα. Είναι αλλού, όχι γιατί υπάρχει ένας άλλος τόπος κάπου αλλού. Όχι γιατί υπάρχει ένα μετέπειτα, μια υπέρβαση. Όχι γιατί υπάρχει μια μεταφυσική των πραγμάτων, ένα νόημα άλλο του κόσμου -δεν υπάρχει κανένα νόημα πέρα από εκείνο που εμείς κάθε φορά κατασκευάζουμε. Είναι επειδή εδώ υπάρχει μόνο θάνατος.

Η ζωή είναι αλλού, έξω από την ανθρωπινότητα του ανθρώπου.



γ. γεωργίου
_______
σημείωση: οι φωτογραφίες είναι από έργα του vladimir velickovic

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 15, 2010

Η χρονιά του ποντικού (απόσπασμα από το μυθιστόρημα που ξεκίνησα να γράφω το καλοκαίρι του 2009)


(σημείωση)

Από το τρίτο κεφάλαιο: “Μετά την καταστροφή”. Μπορεί να είναι 2020, μπορεί 2030 ή 2040. Δεν έχει κάποια σημασία προς το παρόν, μέχρι εδώ που έχω γράψει. Αισθάνομαι πως ίσως είναι αναγκαία μια τέτοια ασάφεια εδώ, σ’ αυτό το κεφάλαιο. Τόπος είναι ένα μικρό νησί κάτω από τις ινδίες. Ο κόσμος όπως τον ξέρουμε δεν υπάρχει. Το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου διαδραματίζεται στο μέλλον, μετά την καταστροφή που παρουσιάζεται σαν ιστορία κι όχι σαν μυθοπλασία. Ο στόχος της αφήγησης είναι να διαβάζεται με όλο το βάρος και τον εγκλεισμό που η ιστορία ως γεγονότα αμετάκλητα προσφέρει, σαν όλο αυτό που συμβαίνει στο μέλλον να έχει συμβεί, να είναι κάτι που το ξέρουμε, θα μας στοιχειώνει. Το απόσπασμα εδώ είναι από τις τελευταίες σημειώσεις ενός συγγραφέα απομονωμένου σε μια γωνιά της γης, σ’ αυτό το νησάκι, μες στη μοναξιά μιας τρέλας αληθινής που δεν έχει για αιτία της καμία ψυχολογική διάσταση. Η υλικότητα του πόνου σε έναν τέτοιο κόσμο είναι τόσο αναγνωρίσιμη όσο και τα ρημαγμένα τοπία του κόσμου αυτού. Το απόσπασμα δεν είναι ενδεικτικό του βιβλίου, της υπόθεσής του η οποία επικεντρώνεται στο μετά, στο μέλλον -είναι μόνο μέρος της προιστορίας της, του παρελθόντος της.



(το απόσπασμα)

Υπήρξα συγγραφέας. Οτιδήποτε άλλο από τη ζωή μου δεν έχει καμία αξία. Η ανάγκη μου να γεννάω ακατάσχετα έσπασε δυο πόδια και τώρα ανάπηρη σέρνεται στις θύμησες, κηλίδες ανθρώπων που τρίφτηκαν στο πάτωμά μου. Τα έργα που έγραφα λιγοστεύοντας σε πνεύμα και κερδίζοντας σε σάρκα, σε έκταση, σε ύλη, χάθηκαν μαζί με τη γυναίκα που αγαπώ ακόμη. Δεν υπάρχει κάποιος που μπορεί να κατηγορηθεί, υπάρχει κάτι άλλο πιο βαθύ, που ήταν άπιαστο από την σκέψη και τώρα τόσο προφανές, τίποτα πέρα από την ίδια την κατασκευασμένη δομή του κόσμου, τίποτα πέρα από ένα παιχνίδι στημένο. Να τι φταίει.

Δεν μου 'χει απομείνει τίποτα πέρα από αυτό το κουφάρι που ωστόσο δε θα πεθάνει ποτέ πια.

Θυμάμαι.

Τότε που είχα όνομα. Τότε που ο κόσμος υπήρχε.

Η οικονομική κρίση προς το τέλος της πρώτης δεκαετίας του εικοστού πρώτου αιώνα ήταν ο βήχας ενός άρρωστου πνεύματος, που αιώνες πήρε να φτειαχτεί και πέθανε μέσα σε λίγα χρόνια. Η ανορθολογικότητα του καπιταλιστικού συστήματος παραμόρφωνε γενιές αμέτρητες την ανθρωπότητα μέσω της κατασκευασμένης και ελεγχόμενης από την επιστήμη ψυχής. Μέχρι που η ψυχή αυτή έγινε πνοή και χάθηκε μαζί με τις εναπομείναντες χρόνιες ψευδαισθήσεις. Το πνεύμα κλονίστηκε και μαζί με αυτό τα συμφέροντα μιας μικρής τάξης τυράννων που ζούσε σαν ξενιστής σε βάρος του ανθρωπίνου οργανισμού. Αυτοί ανόητοι και τυφλοί όπως όλοι οι τύραννοι αφού το πνεύμα απέτυχε, οι αξίες, οι μεγάλοι λόγοι, η αλήθεια, όλα έγιναν στάχτη κι απέμειναν ξεβράκωτοι με δόντια λυσσασμένα. Τα παράξενά τους ένστικτα, αλλοιωμένα από κάθε αίσθηση φύσης, παράπεσαν στο παρελθόν, σήμαναν την οπισθοχώριση των ιστορικών προταγμάτων και επιτεύξεων. Έτσι, όπως οι χριστιανοί κάποτε, αναμόχλευσαν την καμένη γη στα σπλάχνα των ανθρώπων και δώσαν και πάλι ζωή στον φόβο. Με τον φόβο επέβαλαν έναν φασισμό που μόνο ο μεσαίωνας γνώρισε, ωστόσο ήταν πολύ χειρότερα μιας και δεν υπήρχε ούτε η παραμικρή υποψία αναγέννησης. Κανείς δεν κάηκε στην πυρά για τις εικόνες του μέλλοντος που θα κέρδιζε ό,τι μέχρι τότε είχε υπάρξει. Όσοι θανατώθηκαν από τα συστήματα δεν πιστεύαν σε τίποτα παρά ήταν η φωνή που ούρλιαζε μέσα τους και ζητούσε οτιδήποτε άλλο εκτός από το υπάρχον, εκτός εν τέλει από εκείνους τους αχρείους που βάλθηκαν να εξουσιάζουν, κάποτε στο όνομα του θεού και πλέον στο όνομα της δημοκρατίας. Και όπως ο θεός είχε πεθάνει έτσι και ο δήμος πέθανε στερώντας του οι δολοφόνοι με τα πανάκριβα κουστούμια και τις πανέμορφες πουτάνες κάθε έννοια της ελευθερίας. Η σπουδαία σύλληψη μιας παγκόσμιας κοινότητας οδήγησε στην παγκόσμια κυριαρχία εκείνων που πρώτοι σβήσαν σε μια νύχτα από τα εξαγριωμένα, δίχως καμία αντοχή για περισσότερη καταστολή, πλήθη. Είναι τρομερό να σκεφτεί κανείς πως ποτέ πιο πριν ο άνθρωπος δεν κατάλαβε τη δύναμή του, δύναμη που πηγάζει από μια κοινή τύχη, από μια σκλαβιά, που πάντοτέ του ξεχνούσε μπροστά στα μπιχλιμπίδια που του προσφέραν ως αντάλλαγμα. Και είναι τρομερό να σκεφτείς πώς ο φόβος που κατέστειλε πάντα τη δύναμη εκείνη δεν ήταν παρά ο φόβος του ζώου που του ανοίγουν την πόρτα της φυλακής και αυτό δεν μπορεί παρά να κάθεται στη γωνία του κελιού του με μάτια γεμάτα πόνο, δίχως άλλη αντίδραση. Τα μάτια του ζώου που τη στιγμή αυτή κοιτούν με τόση ανθρωπιά τον αφέντη, τόση απώλεια αυτού που ήταν κάποτε και δε θα ξαναεπιστρέψει. Πιο τρομερό είναι να ζήσει κανείς αυτή τη δύναμη που ανεξέλεγκτη θα καταστρέψει. Και δε θα ενδιαφερθεί ποτέ για κάτι πέρα από τη χειρονομία κατάλυσης που διαγράφει. Σαν να λέμε πως αφού αποτύχαμε ως ανθρωπότητα, αφού ποτέ δεν μπορέσαμε ο άνθρωπος να κάνει υγιή χρήση της εξουσίας, είτε γιατί όσοι την είχαν ήταν αρκετά καθοίκια είτε γιατί ο λαός ήταν αρκετά σκουπίδι ώστε να μην μπορεί να συμβιώσει δίχως αυτή, ή πιο απλά επειδή η εξουσία θα είναι για πάντα η αρρώστια, αφού όλα τα δοκιμάσαμε και φτάσαμε να σιχαθούμε τις λέξεις, ε τότε να πάμε να γαμηθούμε, να πάει να γαμηθεί ο κόσμος όλος. Ξεχύθηκαν στους δρόμους και οι μπάτσοι αντέδρασαν βίαια όπως πάντα, μόνο που τότε ξεκίνησε πόλεμος. Εκείνοι που είχαν τα όπλα άρχισαν να σκοτώνουν όπως πάντα, μόνο που το πλήθος δεν τελείωνε. Τους πάτησε, εκατομμύρια σε κάθε χώρα που γίναν πλήθος -στοιχείο της φύσης, κύμα ορμητικό και θυμωμένο αιλουροειδές, τους έφαγε ή εξαφάνισε. Μπήκε στα κοινοβούλια, μπήκε στα δικαστήρια, μπήκε στις επαύλεις των αρχόντων και στις επαύλεις των μασκαράδων της κοινωνίας του θεάματος, μπήκε στα γραφεία των επιτροπών της υποκρισίας, μπήκε στα σπίτια των φασιστών της δημοκρατίας, μπήκε στα μέγαρα των δημοσιογραφικών κολοσσών, μπήκε στις σκιές που τρεμάμενοι οι εκπαιδευτικοί παρακαλούσαν να μην βγει ποτέ ήλιος. Τα χρώματα έχασαν την οσμή τους, συννέφιασαν οι χρονικότητες και γίναν μπρούτζος, έπηξαν μέσα σε ένα παρόν βίαιο, τρομαχτικά απάνθρωπο, εντελώς φυσικό σαν μια συνέπεια ενός σαθρού ανθρωπισμού, μια έξαρση ειλικρίνειας του οργανισμού, η φύση του οποίου πίεζε σαν δυναμίτης να βρει μια διαφυγή έξω από τη φυλακή του νου του.

Σκοτάδι. Υγρασία. Μπορεί να είμαι μέσα σε μία πυραμίδα, ποιος ξέρει, όλα είναι πιθανά, και περισσότερο από κάθε τι αυτή η πυραμίδα, ο βασιλικός τάφος που ορθώνεται κάπου μέσα μου, κάπου βαθιά, κάπου με φοβέρα. Ο αέρας φύσηξε και σήκωσε το πετσί μου, ξεκόλλησαν οι γνώριμές μου αισθήσεις για μια βοή που σέρνεται μέσα στο κρέας κόβοντάς του τους τένοντες. Έρχεται σαν όνειρο και ύστερα σφυρίζει, γίνεται θόρυβος, πέφτει σαν πέτρα μέσα στο όνειρο και μου τραβάει την πραγματικότητα κάτω από τα πόδια μου. Μαζεύω δυο τρεις ροχάλες και τις βασανίζω σαν κύματα που αναδεύονται στις μπετονιέρες των βράχων των σπηλαίων, χαλίκια και άμμος, στις εσοχές, τις γούβες, τα μάγουλα -έπειτα βλαστημάω. Ρωτάω γιατί. Ξέρω ότι κανείς δε θα μου απαντήσει. Τέτοιες ώρες όμως δεν μπορώ να σκεφτώ τη θάλασσα.


γ. γεωργίου


Σάββατο, Δεκεμβρίου 11, 2010

Haiku



Στη renga, haiku, δεν υπάρχει σκέψη αλλά αίσθηση, παιχνίδι, δημιουργεί εικόνες, συλλαμβάνει μοναδικές στιγμές στη διάρκεια της μέρας, της νύχτας, των εποχών, δεν δημιουργεί σκέψεις. γινόμαστε ιμπρεσιονιστές. Δεν ονοματίζουμε απλώς, ψάχνουμε να εφεύρουμε μια μοναδική σχέση μεταξύ των πραγμάτων, μια παρομοίωση, μία αντίθεση, κάτι που περνά και χάνεται, που μεταμορφώνεται από στάντζα σε στάντζα, από στίχο σε στίχο, σε κατι άλλο.
Τα γιαπωνέζικα είναι τελείως διαφορετικά. Οι συλλαβές που φτειάχνουν λέξεις είναι σαν κάρτες όπου αν πάρεις τη μία και την ενώσεις με την πρώτη της επόμενης λέξης έχεις μία άλλη εικόνα. Η γιαπωνέζικη γλώσσα βλέπει, δεν σημαίνει. Γι’ αυτό και η ποίησή τους είναι τέχνη. Η δυτική ποίηση δεν βλέπει. Θέλει να μιλήσει εγκλωβισμένη στα νοητικά σχήματα για κάτι που δεν υπάρχει, ανεικονικό. Τα χαικού είναι η μόνη σύνδεση της ποίησης με τον φυσικό κόσμο, τη ζωή. Δεν έχουν βάθος και ύψος. Δεν ενδιαφέρονται για βάθη και ύψη, δεν ενδιαφέρονται για τα ερωτήματα του νου, δεν θέτουν ερωτήματα. Κοιτούν αυτό που υπάρχει. Χωρίς νόημα, γιατί δεν υπάρχει νόημα στη φύση. Τα ποιήματα αυτά βρίσκονται στην επιφάνεια. Τελευταία τείνω να αντιμετωπίζω το βάθος ως πλαστό, ως προϊόν κατασκευής. Το ένστικτό μου μού δείχνει την επιφάνεια. Γαλήνη και απάθεια. Προς μια πληρότητα ζωική, αδιάκοπη εντός του κενού που κάποτε υπήρξε ο εαυτός, το εγώ.
Δεν είμαι ειδικός στα χαϊκού, ούτε πρόκειται να γίνω. Δεν έχω ούτε τίποτα δικό μου να πω εδώ. Κάποια που θυμάμαι -οι κανόνες σύμφωνα με τους οποίους χτίζεις τα ποιήματά σου. Οι συλλαβές των τριών στίχων του χαϊκού: 5-7-5. Η λέξη που δηλώνει εποχή και πρέπει να υπάρχει στον πρώτο στίχο. Δεν τελειώνει με ρήμα το ποίημα, τελειώνει πάντα με ουσιαστικό. Όσο το δυνατόν λιγότερα ρήματα, έως καθόλου. Ελαχιστοποίηση έως εκμηδένιση των επιθέτων. Χρησιμοποίηση λέξεων/εικόνων και τεχνικών που γεννούν αντίθεση, σύγκριση, σχέση, παράδοξο. Το ποίημα διαβάζεται σε μια ανάσα. Είναι πάντα στο παρόν. Οι λέξεις είναι απλές, καθημερινές. Πρέπει να είναι κανείς αυστηρός με αυτούς τους κανόνες. Όσο πιο αυστηρός τόσο πιο ενδιαφέρον έχει το χαϊκού του.




****
Φθινόπωρο. Ο φακός γεμίζει από άγρια αίσθηση. Το δάσος. Κορμοί, αναρριχώμενα φυτά, φύλλα, τεντωμένες αισθήσεις. Φυσάει. Το σφύριγμα του ανέμου μέσα από τα πλήκτρα του δάσους σκεπάζει όλους τους άλλους ήχους. Λες και σιωπή. Μανιασμένη. Υπάρχει κάποιος που ακολουθεί μια κίνηση με το τόξο του, κάποιος που είναι εχθρός εκείνης της κίνησης. Σημαδεύει. Κοιτάει κέντρο. Στην καρδιά του δάσους. Το τόξο είναι τεντωμένο, έτοιμο να ρίξει. Παγώνει σε αυτό το σημείο. Ο λυσσασμένος άνεμος τον κάνει αναποφάσιστο. Φωτογραφία που περιλαμβάνει όλους τους ήχους, όλη τη δυσκολία, όλη την εσωτερική κίνηση του ζωντανού δάσους. Ο άνθρωπος, ο εχθρός, ξένος, στάσιμος. Ο μόνος που δεν ανήκει εκεί. Ο μόνος ακίνητος.

Κέντρο του δάσους
Εχθρικό τόξο κοιτά
Τρελός άνεμος
****
Φθινόπωρο. Ο φακός χαμηλά, λίγα εκατοστά πάνω από το έδαφος. Είναι ευρυγώνιος. Μπορεί να πάρει κομμάτι του ουρανού. Τα σύννεφα πυκνά, γεμάτα, βροντάνε. Λίγο πάνω από το χώμα λουλούδια. Τα ροδοπέταλα πέφτουν στο έδαφος, η ροή της πλάσης τα θέλει να πεθαίνουν. Τα τελευταία φωτεινά χρώματα. Το χώμα σκεπάζεται από αυτά, σκοτεινιάζει κάτω από το πέπλο τους το οποίο τα προστατεύει από τον τρομερό ήχο της βροντής, σαν μικρά παιδιά που φοβούνται και μπαίνουν κάτω από τα σκεπάσματα. (Σκιάζω= 1.δημιουργώ σκιά 2.φοβερίζω).
Ροδοπέταλα
Σύννεφα μπουμπουνίζουν
Σκιάζουν το χώμα
****
Άνοιξη. Ο φακός εστιάζει στα φύλλα των φυτών. Το φόντο ανεστίαστο. Η βροχή έχει σταματήσει. Πρησμένες σταγόνες παίζουν στα φύλλα, ξαπλώνουν, γλιστράνε, κρέμονται. Τα σαλιγκάρια έχουν βγει από το πουθενά. Σκαρφαλώνουν στα φύλλα. Σαν άλλοι σίσυφοι που ανεβαίνοντας ολοένα φτάνουν κάτω, στη γη, στο χώμα. Τοπίο του Escher -αυτή η αίσθηση σαν αίσθηση σωματική κι όχι σαν εμπειρία του νου, είναι αίσθηση του σαλιγκαριού κι όχι του παρατηρητή-ανθρώπου. Ζουμ στην έκπληξη του σαλιγκαριού.
Τα φύλλα υγρά
Ορειβάτες σάλιαγκες
Πέφτουν στο χώμα
****
Χειμώνας. Δεν το ξέρουμε αυτό, αλλά έτσι μας αρέσει να το σχεδιάζουμε -πηγαίνει ασορτί με τα αισθήματά μας. Ίσως να δείχνεται από τα νεκρά λουλούδια. Μιαν άλλη εποχή. Ίσως απλώς σε κάποιο χωριό. Σοκάκια πέτρινα, υγρασία. Ο θάνατος σκεπάζει τα χαμόσπιτα. Ακούγονται πέταλα αλόγων, ρόδες, ένα στεφάνι ξεραμένο, σιδερένιος ο σταυρός ξεπροβάλλει. Κάπου κει μέσα πρέπει να θάβονται και οι λυγμοί των ανθρώπων. Το φέρετρο. Ο φακός κινείται προς το ξύλο, μπαίνει μέσα, μαύρο. Σιωπή. Ένας κόσμος παγωμένος.
Χλιμιντρίσματα
Μέσα στην κάσα σιωπή
Νεκρό λουλούδι
****
Άνοιξη. Νυχτερινό τοπίο. Η λίμνη, ο ουρανός. Ο φακός βλέπει το νούφαρο που επιπλέει μοναχικό στην επιφάνεια της σκοτεινής λίμνης από απόσταση. Μπαίνει μισός στο νερό. Πάει κοντά. Βυθίζεται ακόμα λίγο και κοιτάει προς τα πάνω. Η σελήνη. Ο ουρανός και η λίμνη χάνουν τα όριά τους σ’ αυτή τη νύχτα. Ποιος καθρεφτίζει τι; Η λίμνη τη λευκή σελήνη ή ο ουρανός το λευκό νούφαρο; Ο πόθος του που κοιτά προς τα πάνω τους ενώνει. Η σελήνη που κυβερνά το ζωικό και φυτικό βασίλειο έρχεται σαν διαφάνεια να κολλήσει πάνω στη διαφάνεια του κόσμου του μοναχικού λουλουδιού, να γίνουν ένα. Μια μόλις γραμμή που διαγράφεται. Μια λευκή κηλίδα που τρεμοπαίζει. Κανείς δεν ξέρει που πατάει ο φακός. Το πάνω και το κάτω είναι ένα. Η επιθυμία της νύχτας καταπίνει την γλώσσα του διαχωρισμένου νου.
Νούφαρο πόθων
Στον καθρέφτη ουρανό
Λευκή σελήνη
****
γ. γεωργίου



_______
Σημείωση: οι φωτογραφίες ανήκουν στον Frantisek Staud

Κυριακή, Δεκεμβρίου 05, 2010

Ερευνώντας το λίγο μου (ανείπωτες λέξεις σε συνέχεια) - Χρήστος Μαθιουδάκης



πως μυρίζει η ψυχή σου, ξέρεις; με ρωτά..
πως μυρίζει η ψυχή μου;
προσπαθώ.. σπρώχνω να βγάλω της φωνής μου το "ΑΑΑ"
μα ούτε αυτό προφταίνει..
σκατίλα, της λέω.., σκέψη πρώτη.
αλλα ίσως ποτέ μάλλον... δεν φτάνω εκεί..
…δεύτερη σκέψη.
ώρες-ώρες, μου λές.. μαστίχα γλυκιά..
είναι όμορφα τότε.. σήμερα έγραψα..
εμένα μου λές.. τον περισσότερο καιρό..
..μυρίζει τριαντάφυλλο.., μα..
μερικές φορές σκατίλα.., άσχημα τότε..
πρέπει να σε συγχωρέσω..
και να μυρίζει συνέχεια τριαντάφυλλο..
πως μυρίζει η ψυχή μου;
πρώτη φορά με ρωτάνε έτσι.. ασύγχρονα κι άτοπα..
και πρώτη φορά.. η σκέψη μου δεν μπορεί να σηκώσει..

09/11.08(14:45)
****
εθισμός στις αισθήσεις..
τα ψυχότροπα ναρκωτικά..
είναι κατα βάσιν "μοναχικά"..
(όχι από την άποψη του "μη γίγνεσθαι"..
κι όχι από την άποψη του "μη δείχνεστε")
σου πετάει τη ζωή πάνω στο τραπέζι..
να τρέμει..
κι αυτός αρχίζει να κόβει το μπέικον..
η ζωντάνια της ευχαρίστησης των σκέψεών μου..
κι όρεξη νιώθω να'χουν τα σωθικά μου..
να πεταχτούνε έξω..
στριγκλιές και διάφανες ημέρες..
χωρίς νύχτα.. χωρίς μέρα..
μια συνέχεια..
υποταγή της σάρκας στα ηλεκτρόδια του μυαλού..
και το μυαλό σε άλλα ηλεκτρόδια..
κι αυτά σε άλλα.. και τ'άλλα σ'άλλα..
μέχρι που φτάνεις.. στο ΕΓΩ.. .

αυτό χοροπηδάει.. εσυ ακολουθείς.. χαρούμενος..
ίσα-ίσα γυαλίζει το χρυσό σου δόντι..
αυτό αργοπεθαίνει.., χάνεις τα μαλλιά σου εσύ..
κι άντε πάλι απ' την αρχή..
κι αφού πέθανες.., τι κατάλαβες;
(λίγη στάχτη στα σκουπίδια, ίσως να βάραινε τους συγγενείς..)
Θυμάμαι.. πέθαινες απο νέος..
σκοτωνόσουν συνέχεια.. βάραγες φλέβες.. υποτροπές..
όλα επάνω στη συνέχεια βαλμένα..
αυτά τα παιδιά δε θα μάθουν ποτέ..
σαρκαστικοί έρωτες λέει.. η γλώσσα μπερδεύεται..
ήπιαμε 6 μπύρες σήμερα..
σωματικός έλεγχος..
ανοιχτόχρωμα ντυμένος..μπλέ στυλό..
μήπως ήρθε η ώρα να πεθάνω..
έχω κάνει και μπάνιο.

11/11.010(13:30)



όλο.. δίνω.. δίνω.. δίνω.. δίνω.. δίνω.. δίνω.. δίνω
Δίνω      δίνω      δίνω      δίνω      δίνω      δίνω
Δίνω            δίνω            δίνω
Σα    να    γράφω    τιμωρία
Σα    να    γράφω    τιμωρία
Σα    να    γράφω    τιμωρία
Σα    να    γράφω    τιμωρία
Ώσπου..  “το δίνω”..  ώσπου το δίνω   ώσπου το δίνω
ώσπου το δίνω..  ώσπου το δίνω  ώσπου το δίνω
και η τιμωρία και η τιμωρία και η τιμωρία
και η τιμωρία      και η τιμωρία      και η τιμωρία
Γίνεται ολόκληρη η ζωή.. η ζωή.. η ζωή..
Γίνεται ολόκληρη η ζωή.. η ζωή.. η ζωή..
Γίνεται ολόκληρη η ζωή.. η ζωή.. η ζωή..
Γίνεται ολόκληρη η ζωή.. η ζωή.. η ζωή..

12/02.04(11:42)

****

ο ήχος στο τηλέφωνο.. με σήκωσε.. κι ήσουν εσύ..
μετά από τέτοιο καρδοχτύπι.. θα σε έβλεπα ξανά..
σφυγμοί καρδιάς δεκάξι..
και να.., που παίρνω απόφαση να βγώ από το πάπλωμα..
να συρθώ στ’αμάξι με κορδόνια λυτά κι ένα πρόχειρο σακάκι..
δεν ξέρω αν κάνω το σωστό, μα πρέπει να σε δώ…
δεν θέλω..
μα να!.. που εμφανίζομαι ξανά.. και σε κρατώ στα χέρια μου..
κορμί λευκό.. να σε ματώσω.. με πονάς..
και νάτο πάλι το τηλέφωνο.. ξανά.. χτυπά..
"γειά σου βρε σύ.. τι γίνεσαι;" …
-"είναι ο θάνατος" της λέω ψιθυριστά.. "μόνο σταμάτα.."
-"κάτσε ήσυχη εκεί στην γωνία.." ..."θα τα πούμε μετά.."
"δεν ξέρω αν με θυμάσαι.."
-"πώς.. πώς.."
"αυτή είναι η τελευταία φορά που μιλάμε.."
"την επόμενη.." μου λες.., "θα γνωριστούμε"
και το κλείνεις.

γυρίζω πίσω στα δικά μας... σε κοιτάζω..
και μου λές..
"ηχώ στα λόγια που άκουσες θα είναι η φωνή μου.."
"μόνο πρόσεχε.." … "γιατί μ’αγάπησες πολύ.."
"μέσα σε ένα βράδυ.."

06/02.08(00:18)



είσαι μια λεπτή σκιά μέσα στο σκότος μου..
σαν να θυμάμαι απο μικρός να λογαριάζω..
το ξάφνιασμα της μνήμης μου..
σαν σε θυμήθηκα νοστάλγησα..
να κατεβαίνεις δρόμους με πλακάκια..
να πονάς.. να γελάς και να καπνίζεις νυσταγμένα..
καθώς ακούμπαγες το χέρι στο τραπέζι..
η παλάμη σου στο μέτωπο κι έκλεινες τα μάτια σου..
τα αμύγδαλα αυτά.., τα άγουρα..
τα ακριβά σατέν.. τα φαγωμένα νύχια..
κάπου ηρέμησα.. σαν ισορρόπησα..
στα δυό αυτά ανάμεσα.. και βρέθηκα..
να περιμένω ενα ταξί.. για να σε πάρει.

1/06.08(02:48)
****
φτάνω στο δωμάτιο, είναι σκοτεινό..
βλέπει θάλασσα..
αρχίζω να πίνω.. σιγα σιγά ένα θάνατο..
χιλιάδες μορφές μέσα στα μάτια μου..
χαρακτήρες αλλιώτικοι.. τσουγγρίζουν ποτήρια..
γελάνε.. χωμένοι εκεί στη γωνία..
γελάνε.. χλευάζουν.. κατσούφηδες..
συνεχίζω τον θάνατο..
αυτός αρέσκεται στο τραγούδι, κι ακολουθεί..
ξαπλώνω κάτω.. κοιτάζω πάνω..
κι ανάβω λίγο θάνατο ακόμα..
"μα δε βαρέθηκες; δεν πνίγηκες ακόμα;"
διάολε, μπήκα όλος μέσα σου..
γιατί δε σκορπίζεσαι..; μου λες;
Σκορπίσου!
και σηκώνεσαι και φεύγεις..
ο μπλέ ηλεκτρίκ καπνός,
καβάλησε της σχισμής την ηλιαχτίδα..
το ταβάνι ειν' άσπρο.

25/11.010(15:42)



σκέφτομαι.. (πάλι)…
ενα φοβερό κορίτσι.. που; που;
δεν υπάρχει μέλλον.. συνήθιζα να σκέφτομαι..
άνοιξε μέσα σου.. ενα κορίτσι..
ενας εφήμερος έρωτας.. ενα τίποτα..
μια ξεχασιά.. μια σιχασιά συναισθηματική..
και τι να κάνω; και τι να κάνω..
...αν δεν θελω να σε έχω.. (;)
υγρά.. νεα αίματα.. νέα... σάρκες ψυχρές..
νέες σάρκες..
άγνωστες.. ώρες άδειες.. άσκοπες..
ώρες διαλυμένες.. κενές... σιχαμένες..
υγρά.. εμετικά.. σπέρμα.. ψέμα..
ψέμα.. σιχασιά.. σιχασιά..
να κλαις στο έδαφος.. να κλαις στο έδαφος..
να κλαίς στην υποσχόμενη νέα γή!
να κλαίς! να κλαίς!
στη νέα γή..
27/10.010(21:14)
****
"αυτός εκεί μοιάζει παράξενος..
συνέχεια κάτι γράφει..
είναι παράλυτος;”
συγγνώμη που έπεσα
να σε κοιτάξω στα μάτια..
μα εξήγησέ μου..
έμεινες μόνη σου ποτέ για μέρες;
Βδομάδες;
πέρασες καλοκαίρι σ' ένα άδειο σπίτι;
άφησες την λαλιά σου να κοπεί;
βούλωσες τ' αφτιά σου με κερί;
μα πώς περιμένεις να νιώσεις;
απο το λίγο που μιλάς κι αναπνέεις το πρωί με το τσιγάρο σου;
Ζήστε μονάχοι σας.. αφήστε τα όλα..
επιστρέψτε στο τίποτα..
Μη σας νοιάζει.. μη φοβάστε.

3/12.010(17:56)

Χρήστος Μαθιουδάκης
____________
Σημείωση nobeliefin: οι φωτογραφίες ανήκουν στον χρήστο μαθιουδάκη