Every work of art is an uncommitted crime


-Theodor Adorno-

daDa ποiησΗ dAda λογοtεΧνiα dadA pUnk dADa

Τελάλης:

Δευτέρα, Απριλίου 19, 2010

Απόστολος Κυρίτσης - το Άλλοθι

Ας φωτίσουμε με το φως ενός πορτατίφ την σελίδα εκείνη που στο κέντρο της μέσα σε πλαίσιο βρίσκονται οι τέσσερεις εξισώσεις του Maxwell, κι ας βάλουμε πάνω τους έναν αναγνώστη. Δεν πρόκειται όμως για μιαν ακόμη σκηνή επιστημονικής επιμέλειας. Ο αναγνώστης μας ήδη ξέρει απέξω αυτές τις εξισώσεις. Αν έχει προσηλωθεί ξανά σ' αυτή την σελίδα είναι για λόγους αισθητικής.

Ίσως ηχεί παράξενα, κι ομως η σκηνή αυτή δεν είναι πρωτότυπη. Έχει επαναληφθεί αρκετές φορές με διάφορους πρωταγωνιστές μαγεμένους απ' την ίδια εσωτερική και μυστική ομορφιά. Οι διαφορικές εξισώσεις του Maxwell, όλος ο ηλεκτρομαγνητισμός σε τέσσερεις λιτές εξισώσεις, σε τέσσερεις συσχετίσεις των αποκλίσεων και των στροβιλισμών της διέγερσης και της επαγωγής. Τέσσερεις γραμμές που δεσμεύουν τους παλμούς του φωτός μέσα στις έναστρες αποστάσεις, τις ανακλάσεις, τις διαθλάσεις και τις περιθλάσεις, τις λήψεις και τις εκπομπές των κεραιών, τις αποκλίσεις των πυξίδων, την κίνηση των κινητήρων, το σέλας, το ρεύμα που διαρρέει τις περιελίξεις των πηνίων, τους κύκλους των ηλεκτρονίων στα πεδία των μαγνητικών διπόλων. Κι όλη αυτή η πολλαπλότητα δεν είναι παρά εκτύλιξη κι εκδίπλωση του ίδιου μοτίβου, της ίδιας νομοτέλειας, της ίδιας συμμετρίας. Τέσσερεις εξισώσεις, λιτές, ισορροπημένες, γεωμετρημένες, κρυπτικές. Ίσως εδώ θα μπορούσαμε να επιτρέψουμε στον ήρωά μας να αισθανθεί κάτι απ' τη συγκίνηση ενός αρωματοποιού μπροστά σε μια σταγόνα που συμπυκνώνει το απόσταγμα χιλιάδων λουλουδιών, κάτι απ' το ρίγος του αλχημιστή πάνω από τη λυδία λίθο του, την έξαψη της ανακάλυψης ενός ανέκαθεν θρυλούμενου αλλ' ουδέποτε ανευρεθέντος κλειδιού. Ή θα μπορούσαμε απλώς να τον αφήσουμε σκεπτικό, καθώς παρατηρεί τις εξισώσεις με τα ανάδελτά τους και τα σύμβολα των μερικών παραγωγίσεων. Του αρέσει βέβαια που μέσα σ' έναν κόσμο ατελή, θνησιγενή, ανήσυχο, γεμάτο τριβές, αυτές εδώ οι εξισώσεις στέκονται ήσυχες, οριστικές, χωρίς να απαιτούν ανασκευές και βελτιώσεις. Του αρέσουν τα μαθηματικά. Σ' αυτή τη γλώσσα μπορεί κανείς να γράψει με δυο γραμμές ό,τι αλλιώς χρειάζεται σελίδες για να διατυπώσει, μπορεί να κάνει σκέψεις που μπροστά τους μοιάζουν παιδαριώδεις ακόμα κι οι πιο σύνθετοι συλλογισμοί. Λυπάται που σπάνια μπορεί να μοιραστεί με κάποιους άλλους όλα αυτά τα φευγαλέα τοπία που κάθε τόσο οι μαθηματικές εξισώσεις ξεδιπλώνουν στα μάτια του. Κι όμως, τόσο αδύναμες στα ερωτήματα της καρδιάς! Τόσο άχρηστες στα κρίσιμα ερωτήματα της ζωής! Κι όμως αινιγματικές. Κι όμως θελκτικές.

Η λάμπα σβήνει, ο ήρωάς μας εγκαταλείπει το δωμάτιο. Πίσω του, μέσα στο σκοτάδι, το φάντασμα του Πρόσπερου χαμογελά. Είναι για χάρη εκείνου που, αιώνες τώρα, στα εργαστήρια φέγγουν οι λάμπες μέχρις αργά. Η τεχνολογική πρόοδος δεν ήταν παρά το πρόσχημα. Οι κινητήρες σφυρίζουν σε χιλιάδες στροφές και χρειάστηκαν ακριβείς εξισώσεις για να μπορούν να περιστρέφονται αξιόπιστα. Δήθεν. Ούτως ή άλλως κάποιοι έπρεπε να γράψουν τα βιβλία του, γι' αυτό χρειάστηκε η βιομηχανία, για να στηρίξει το άλλοθί του, για να τους προμηθεύσει με τις απαραίτητες δικαιολογίες και πιστώσεις. Περασμένα μεσάνυχτα σε μισοφωτισμένες κάμαρες πάνω από χαρτιά γεμάτα σύμβολα, μαθηματικοί και φυσικοί σαν υπνοβάτες διατυπώνουν σ' εξισώσεις τους νόμους του φυσικού κόσμου, αγνοώντας ότι στην πραγματικότητα μιλούν για κάτι άλλο, κάτι σπουδαιότερο, ότι ψηλαφούν ένα αρχαίο μυστικό που βρίσκεται στη ρίζα της ανθρώπινης μοίρας, ότι πλέκουν ρούχα για την απαγορευμένη λέξη. Η επιστήμη, ένας δούρειος ίππος. Αρκεί μία ελάχιστη μετατόπιση στις εξισώσεις της, μια αντικατάσταση των ψευδωνύμων και ξαφνικά το σύννεφο διαλύεται, διαφαίνεται το νόημα κι αίφνης μια άλλη ιστορία ξετυλίγεται τρομακτική σχεδόν, υπέροχη, και στο κέντρο της ένα ‟θέλω” που αναδύεται με ταχύτητα φωτός από τα μύχια της ανθρώπινης ψυχής κι αιώνες τώρα στερεοποιείται σ' ένα πετρωμένο σχεδόν απ' το πείσμα της απόφασης πρόσωπο, περιμένοντας εκείνο το ‟σε θέλω” που θα λύσει τα μάγια. Μέσα στο σκοτάδι ο Πρόσπερος κλείνει το βιβλίο της καταγωγής της ύλης.


Απ. Κυρίτσης (1991)

close-up of Edison electric fan (από το sparkmuseum)


____άλλες δημοσιεύσεις του Απ. Κυρίτση, εδώ στο blog και στο Ποιείν

Τετάρτη, Απριλίου 14, 2010

Αιώνια Ύλη - λίγα λόγια και μια κριτική


Αν και κάτι μέσα μου αντιδράει σε μια τέτοια κίνηση αναπαραγωγής μιας κριτικής του βιβλίου μου, δεν παύει να είναι «μέσα», κάτι ασήμαντο. Αυτές οι αντιδράσεις προφανώς προκύπτουν από ιδεοληψίες περί του τι είναι σωστό και τι λάθος, τι κουλ και τι φλωριά. Δεν έχουν να κάνουν με την πραγματικότητα του ζωντανού οργανισμού. Είναι μαλακίες του νου. Η αποσιώπηση είναι το ίδιο με την επίδειξη. Δεν έχω άλλο λόγο πια από το να καταγράφω κάθε φορά την πραγματικότητα του δικού μου ζωντανού οργανισμού, έξω από το καλό και το κακό, το πρέπον, το σαγηνευτικό, έξω από το μυαλό -τον νου που κατασκευάζει πραγματικότητες οι οποίες τον βολεύουν. Με τη δύναμη και την αδυναμία του οργανισμού αυτού. Να τον παρατηρώ όπως έναν σκύλο ή ένα δέντρο. Χάρηκα λοιπόν όταν ενημερώθηκα ότι κάποιος, υποθέτω νέος, κάθισε και έγραψε μια κριτική, ένα κείμενο, κάποιος που διάβασε το βιβλίο πού 'γραψα κι ανταποκρίθηκε, συνομίλησε με τον τρόπο του. Θα μπορούσε ακόμα να ήταν ένα σχόλιο εδώ, στην παλιά μου ανάρτηση για την αιώνια ύλη, μέρος της εδώ σάρκας που μεγαλώνει φυσιολογικά σαν παιδί. Τον Λευτέρη Βασιλόπουλο δεν τον γνωρίζω. Δεν έχω καμία σχέση με τον χώρο της λογοτεχνίας, πέραν του ότι γράφω. Για τούτο μου έκανε μεγάλη εντύπωση η κίνησή του, που σαφώς αποτελεί μια ειλικρινέστατη κίνηση από μέρους του, και τον ευχαριστώ θερμά από εδώ -αφού δεν υπάρχει άλλος τρόπος. Περισσότερο από τα λόγια με χαροποιεί αυτή η κίνηση -ποτέ τα λόγια δε θα μ' έκαναν να απογοητευτώ για όσα γράφω ή να με κάνουν να νιώσω σπουδαίος. Τα λόγια ως κριτική, ως αντίλογος είτε ως διάλογος, μπορούν μέσα από τα συμπεράσματα του βλέμματος που παρατηρεί τον κόσμο να με κάνουν πιο αποφασισμένο ή πιο αποτραβηγμένο, λιγότερο ή περισσότερο επιθετικό σαν έκφραση και στάση, πάντα -έτσι τουλάχιστον αισθάνομαι- για την προστασία του ίδιου του οργανισμού. Ποτέ τα λόγια δεν θα αλλοιώσουν την πράξη της γέννας. Γράφω αυτά που μπορώ να ξεράσω και εκεί δεν υπάρχει ο άλλος, ούτε ο εαυτός καν, παρά οι συσπάσεις και ο εμετός, η ένταση και το είδος της μετασχηματισμένης ύλης. Και φυσικά χαίρομαι (συνέβη με το κείμενο του Λ. Βασιλόπουλου) όταν νιώθω λιγότερο μόνος, όταν κάπου, κάτω από το δέρμα των λέξεων, τα νεύματα αλληλοκατανοούνται.


γ. γεωργίου


Ιδιότροπες σημειώσεις:

Μου αρέσει που ο Λ. Βασιλόπουλος δεν με αποκαλεί κύριο -δεν είμαι κύριος.

Δεν μου αρέσει το Γεώργιος του εξωφύλλου, ηχητικά, αισθητικά, ή αλλιώς σαν μνήμη της ίδιας της λέξης -δεν με λένε Γεώργιο (παρόλη τη διευκρίνιση από μέρους μου, το βιβλίο -το εξώφυλλο για την ακρίβεια- τυπώθηκε έτσι. Να 'ταν ο δαίμων του τυπογραφείου; Ή το marketing της «λογιότητας»;).


Η κριτική του Λευτέρη Βασιλόπουλου δημοσιεύτηκε στο κοντέινερ της ελευθεροτυπίας στις 12/4/2010. Αναπαράγω το δημοσίευμα/απόκομμα της εφημερίδας.


(δυνατότητα μεγέθυνσης με κλικ στην εικόνα)

Πέμπτη, Απριλίου 08, 2010

Αιώνια επιστροφή του ίδιου

matthew pillsbury

Για άλλη μια χρονιά δεν πήγα εκκλησία. Αν αυτό μου γίνει παράδοση, συνήθεια, θα το σκεφτώ για του χρόνου, να περάσω καμιά βόλτα, κι ας η αισθητική μου μού απογορεύει τα γκαρίσματα των παπάδων, τις μαύρες μπέρτες τους, τις χοντρές πεινασμένες από ψέμα κοιλιές, τα γαμψά τους νύχια. Μια στο τόσο αισθάνομαι αδιαπέραστος από την ιερή τους μιζέρια και μου αρέσει να πηγαίνω προς τα κει, ένα τσιγάρο γύρα, να παρατηρώ όλους αυτούς με τα κεριά και τα καλά τους ρούχα, διάσημους και ασήμαντους, τις μόνιμες εκφράσεις τους, κοινές ενός κοινού πλαισίου κατανόησης, μιας ταύτισης που απαντάει σε όλες τις άλλες κραυγές κάθε είδους διαφοροποιημένης μάσκας. Δεν πήγα εκκλησία. Το holymarket της γειτονιάς έφτανε μέσα από τα μεγάφωνά του στην ησυχία μου, κράζοντας σαν κόρακας ή σαν μπούφος την επιτυχία του, μαζί φυσικά με τον ερχομό της άνοιξης. Το άγριο φως ήρθε και πάλι με κλοτσιές στα καλάμια των κιτς παπάδων, ημιτρυφερά-ημιάγρια σπρωξίδια με δειλές σφαλιάρες και κόκκινα μαγουλάκια, με αρκετά βραχνά «το πήραμε το φως, και πάλι σας γαμήσαμε, ωε ωε ωε ωε», άντε και καμιά ροχάλα στα μαλλιά και τα γένια. Αυτά στους άγιους τόπους και ενίοτε και στις τηλεοράσεις. Όχι στο παλιό τούρκικο σπίτι της μάνας μου στις σέρρες. Φέτος το ενδιαφέρον ήταν ότι κανείς από την οικογένεια δεν πήγε. Ούτε καν ευχή έπεσε στο τραπέζι, ούτε φιλιά, ούτε σάλια. Εντυπωσιακότατο θα έλεγα, εντελώς απροσδόκητο θα συμπλήρωνα. Αν και δεν ήθελα να γράψω τίποτα για αυτές τις μέρες, παρακινήθηκα από τα ανοιγμένα στον ορίζοντα γεγονότα. Ναι, δε θέλουμε το φως των απατεώνων, ας βάλουν φωτιά τα μούσια τους. Έφαγα νωρίς το σάββατο βράδυ, το μεγάλο σάββατο των χριστιανών, και άραξα. Κάποιος ηλίθιος δημόσιος υπάλληλος, γείτονας από τους πολλούς, βαρούσε βεγγαλικά με πολυβόλο έξω από το παράθυρο, ασταμάτητα. Αναρωτιέμαι σε τι κοινωνία γίνεται να μην συλλαμβάνεται με πελώρια απόχη και οδηγείται στο άσυλο της γειτονιάς, ή έστω να εξοστρακίζεται από την πόλη πάνω σε μια σιδερένια ράγα γεμάτος πίσσα και πούπουλα. Αυτός συνέχιζε στον δικό του ανύπαρκτο πόλεμο που συγγένευε με τη διεστραμμένη χαρά του. Ίσως ποτέ μου να μην καταλάβω γιατί το κάνει κάποιος αυτό, πώς είναι η χαρά του, τι αισθάνεται και τι αισθάνεται γενικά. Η αηδία που νιώθω αυτές τις στιγμές για όλες αυτές τις παραδόσεις, όλη αυτή την ανάγκη τού να είσαι τυφλός, δίχως θέληση, ανήμπορος να πεις ένα «μπα δεν γουστάρω», «δε μ' αφορά», ή ακόμα «βαριέμαι», θαρρείς και πρέπει να κάνεις ό,τι και οι άλλοι αλλιώς κάτι κακό θα συμβεί -όπως το να μην περάσεις κάτω από σκάλα, ας πούμε, ή να μην σπάσεις τον καθρέφτη ώστε ν' αποφύγεις τα εφτά χρόνια γρουσουζιά- κινητοποιεί μια εικόνα σαν όραμα, σαν βαθιά επιθυμία, που ενώ είναι εικόνα ενός τέλους -αυτό δείχνει- με κάνει να αισθάνομαι καλύτερα, το τέλος η μόνη μου στιγμή αισιοδοξίας. Όλη αυτή η κατασκευασμένα μαγική αντιμετώπιση ενός άγονου -μέσα στην καθολική απομάγευση του υπαρκτού- κόσμου, τον οποίο αναπαράγει, είναι εύκολη και βαρετή. Αποσκοπεί στην τάξη αυτού του κόσμου -αντίθετα από τις χαοτικές εκφράσεις του πραγματικού. Μια (ανάγκη για) τάξη προχριστιανική ακόμα, ένα κλείσιμο από τους αρχαίους χρόνους που βρήκε την πιο ακίνητη μορφή της στους πατέρες της επιχείρησης «εκκλησία». Η καταπίεση μιας τέτοιας θέασης που ως συλλογικό ασυνείδητο πιέζει όλους όσοι βρίσκονται στον ορίζοντά της προς μια φρικτή εξομοίωση, μια δυσμορφία ομαδική, θα έπρεπε να έχει οδηγήσει στην έκρηξη εδώ και καιρό. Θα έπρεπε όμως; όχι, αφού τελικά δεν είναι καθόλου καταπιεστική. Είναι το ιδανικό, αυτό που μας βολεύει. Φτειάξαμε συνήθειες για να γεμίσουμε το κενό που μας τρόμαζε, και τώρα οι συνήθειες μας καταβρόχθισαν. Ξημέρωσε κυριακή. Πρέπει να γιορταστεί η ανάσταση του θεανθρώπου. Η λίγδα του πλούσιου τραπεζιού αντιστοιχεί στη λίγδα των ιδεών. Σύγχυση πραγμάτων που μόνο ο νους μπορεί να αντέξει, σπάνια δε το στομάχι. Μην ανοίξεις την τηλεόραση. Μην φύγεις ποτέ για τη θεσσαλονίκη. Αυτό ήταν, τέλος το θείο δράμα μέσα σε εμετούς και βλαστήμιες αχόρταγων νεοελλήνων. Ίσως να νομίζουν πως τα κοκορέτσια είναι σαν τις πόρσε. Ή σαν τα γεννητικά όργανα νεαρών αγοριών και κοριτσιών, μια υπόσχεση και μια αναστολή ενός τεράστιου, απελευθερωτικού οργίου. Άλλη μία μέρα και πίσω. Στη θεσσαλονίκη. Δεν είναι μόνο το φασισταριό σ' αυτήν τη σκατούπoλη που οι τυφλοί βρίσκουν ακόμα ωραία, ούτε όλοι οι κρετίνοι που τρέχουν να τους ψηφίσουν με την ελπίδα να χωθούν σε κάποια δημόσια υπηρεσία την οποία οι υπόλοιποι μαλάκες θα πληρώνουν πολύ δημοκρατικά, όπως και στην αγαπημένη τους αρχαία αθήνα: γιατί δημοκρατία χωρίς σκλάβους δεν νοείται πια -το ξέρουμε, το έχουμε χωνέψει, φτάνει με την παραμύθα. Δεν είναι αυτή η φάτσα του δημάρχου, του νομάρχη, του σιχαμένου παπά, που αν δεις μια φορά θα σε στοιχειώνει πάντα, το στιλ, η άνεση, η καλή ζωή, το κεφάλι της μέδουσας. Δεν είναι το δήθεν πένθος και το μηχανοποιημένο σαν κλάσιμο «καλή ανάσταση» και «χρόνια πολλά» του κάθε ανθρώπου για έναν τζίζους σούπερσταρ, που έκανε το ένα ψάρι δυο και τα τρία των φαρισαίων δύο. Είναι ο νους αυτός που οδηγεί από την ευχή στην απάτη, από την αγάπη στο έγκλημα, από κάθε ωμό ήχο στη λέξη, από κάθε βήξιμο στην εκπνευμάτιση -σε έναν κόσμο χωρίς πραγματικότητα. Είμαστε οι συνήθειές μας, που είναι η συμφωνία του υποτιθέμενα διαφορετικού με τον νου της κοινωνίας -εξαπατημένοι, με ξένα, ως προς την αναγκαία λειτουργία του οργανισμού, συναισθήματα, ανίκανοι για ένα μηδαμινό θάνατο, κάποια ρήξη, έστω ένα ξέρασμα. Η παράδοση σε έχει φασκιώσει σαν μούμια κι εσύ χαίρεσαι με τη σπουδαία πυραμίδα που χτίζουν, δίχως ν' αναρωτιέσαι ποιος εκεί μέσα θα θαφτεί. Είσαι νεκρός μεγάλε, πάρτο χαμπάρι, μετά το αναστάσιμο ψέμα ενός θεού που είναι γιος ανθρώπου αλλά με πατέρα θεό και μάνα αγία παρθένο, μετά απ' όλη αυτή τη μπουρδολογία που σου σφίγγει τ' αρχίδια, είσαι άξιος κάθε απάτης, μπεκετικέ, μικρέ μου έλληνα. Καλή η ανάσταση όπως κάθε χρόνο άλλωστε, και πολλά χρονιαπολλά με μπουκωμένο από τ' αβγά στόμα. Μην ανησυχείς, ο αθάνατος, όπως κι ο νεκρός, δεν πεθαίνει άλλο πια -ποτέ σου δε θ' αλλάξεις. Η βασιλεία ενός παιδιού-βαμπίρ.


γ. γεωργίου


matthew pillsbury

-------
σημείωση: οι φωτογραφίες πάρθηκαν από την ιστοσελίδα του Matthew Pillsbury

Τετάρτη, Απριλίου 07, 2010

Τρία ποιήματα


Ciro Totku - namib (sihanoukville, 2007)


Γιατί ζητωκραυγάζουν;

Δε θελω να γίνω ηγέτης τους

Μα που με πηγαίνουν;

Γιατί μ' ανεβάζουν στην εξέδρα;

Δε θέλω να μιλήσω

Γιατί μου κλείνουν τα μάτια;

«Μια τελευταία επιθυμία;»

Μεταλλική ακούγεται φωνή δίπλα

Αχτίδα σωτηρίας διαπερνά το νου

Λάθος κατάλαβα λάθος κατάλαβα

Χαμογελάω και

Γέρνοντας μπροστά

Στην παύση του χρόνου

Περπατάω στο λιβάδι όπου

Γυναίκες με ασφόδελους στα μαλλιά χορεύουν κυκλικά

Και αγγειοπλάστες δουλεύουν ακατάπαυτα

Ενώ νότια

(Τόσο που θαρρώ πως είναι κάτω από τα πόδια μου)

Πανωλόβλητοι άνθρωποι

Μην έχοντας τι να κάνουν αναλώνονται

Μαζεύοντας τρόπαια τα κεφάλια

Αλήθεια

Πόσο μοιάζει εκείνο με το

Δικό μου


****


Πολλές φορές χίμηξα ν' αγγίξω την ευδαιμονία

Μα όλες τις απέτυχα

Τούτο που θυμάμαι σήμερα

Είναι το σχίσιμο στο στήθος μου και

Η πληγή της καρδιάς

Καθώς μου αφαιρούνταν το κομμάτι εκείνο

Που χάνουνταν στον Έρωτα και

Υψώνονταν στον φλεγόμενο ουρανό

Για κείνο θα μπορούσα να κλαίω στην

Όλη μου ζωή

Σήμερα θυμάμαι

Στον πελιδνό τοίχο ακούμπησε το τραύμα

Κι έσταξε ως χάμω

Κλαίω

Όλα κλαιν και πιο η ψυχή μου που

Πήρε να χάνει το Μπλε της από ώρα

Ένα στόμα οδύνης επιβεβαιώνει

Πόσο μικρός υπήρξα

Η κάμαρα τονισμένη άπλωσε τα πόδια της να κρατήσει το βάρος και

Βυθίστηκε στο έδαφος μέχρι το γόνατο

Σήμερα θυμήθηκα τον Ρεμπώ


****

Δύσκολο να καταλάβεις τις λέξεις

Μα άκου την καρδιά σου

Ανεξίτηλα μπλεδάκια

Τρυφερά βαλμένα χορεύουν αυτοσχέδια

Έτσι εξηγείται πως μιλούσες τα ποτάμια

Και τις θάλασσες

Τον ουρανό

Πως κατανοούσες το θηλυκό πετράδι

Πως χειριζόσουνα τη φωτιά

Δε μας χρειάζεται πια το μυαλό

Αρκετά υποφέραμε

Τότε ήταν που φορούσαμε την αρματωσιά μας και

Βγαίναμε να πολεμήσουμε

Τότε απορρίψαμε την ηθική

Τώρα υφαίνουμε τη συνείδηση μες στην αγρύπνια μας

Κι απ' την πληγή στο μέτωπο

Εκβάλλουμε λίγο-λίγο νου κάθε που μπορούμε

Έτσι ο καινούργιος Ήλιος ανατέλλει


γ. γεωργίου (1998)