Every work of art is an uncommitted crime


-Theodor Adorno-

daDa ποiησΗ dAda λογοtεΧνiα dadA pUnk dADa

Τελάλης:

Τετάρτη, Ιανουαρίου 27, 2010

Μάρλον Μπράντο, κοινωνία του θεάματος, ομαδικοί τάφοι


Η ερμηνεία του Marlon Brando στην ταινία "The Godfather" κάνει την ακαδημία να υποκλιθεί και να του απονέμει το όσκαρ. 27 Μαρτίου του 1973. Μια νεαρή ινδιάνα με το όνομα Mικρό Φτερό ανεβαίνει στη σκηνή για να αρνηθεί εκ μέρους του Brando την ύψιστη διάκριση για έναν ηθοποιό. Ευγενικά, λέει λίγα λόγια για τον λόγο που ο ηθοποιός αρνείται να παραλάβει το όσκαρ, και κλείνει με την ευχή πως στο μέλλον, η καρδιά και η κατανόηση όλων θα συναντήσει την αγάπη και τη γενναιοδωρία. Κάποιοι χειροκροτούν τη μικρή ινδιάνα, ενώ άλλοι την αποδοκιμάζουν γιουχάροντάς την. Το κείμενο το οποίο θα δοθεί στον τύπο μετά την απονομή, γραμμένο από τον Brando, είναι το εξής:


Marlon Brando (από το rare photos of...)

Εδώ και διακόσια χρόνια λέμε στους ινδιάνους που αγωνίζονται για τη γη τους, τη ζωή τους, τις οικογένειές τους και το δικαίωμά τους να είναι ελεύθεροι: «αφήστε κάτω τα όπλα σας φίλοι μου και έτσι θα είμαστε μονιασμένοι. Μόνο όταν αφήσετε τα όπλα σας φίλοι μου θα μπορέσουμε να μιλήσουμε για ειρήνη και να κλείσουμε μια καλή για εσάς συμφωνία».

Όταν παρέδωσαν τα όπλα τους τους δολοφονήσαμε. Τους είπαμε ψέματα. Τους κλέψαμε τη γη τους. Τους αναγκάσαμε δια της πείνας να υπογράψουν ψεύτικες συμφωνίες που τις ονομάσαμε σύμφωνα φιλίας τα οποία ποτέ δεν τηρήσαμε. Τους μετατρέψαμε σε ζητιάνους σε μια ήπειρο η οποία δίνει ζωή από τότε που η ζωή μπορεί να μνημονευθεί. Και από κάθε (όποια) ερμηνεία της ιστορίας (κι αν το δεις), όσο διαστρεβλωμένη κι αν είναι, δεν πράξαμε σωστά. Δεν είμασταν τίμιοι, ούτε δίκαιοι. Δεν χρειάζεται να τους αποκαταστήσουμε, δεν χρειάζεται να τηρήσουμε κάποιες συμφωνίες, γιατί μας δίνεται από τη δύναμη που έχουμε να πλήξουμε τα δικαιώματά τους, να πάρουμε την ιδιοκτησία τους, να αφαιρέσουμε τις ζωές τους, όταν προσπαθούν να προστατεύσουν τη γη και την ελευθερία τους και να κάνουμε τις αρετές τους έγκλημα και τα δικά μας κρίματα αρετές.

Αλλά υπάρχει κάτι που είναι πέρα από τα όρια αυτής της ανωμαλίας: η τρομερή ετυμηγορία της ιστορίας. Και είναι σίγουρο ότι η ιστορία θα μας κρίνει. Αλλά μας νοιάζει; Ποια σχιζοφρενική ηθική μάς επιτρέπει να φωνάζουμε πιο δυνατά από την εθνική φωνή μας για να ακούσει όλη η υφήλιος ότι τηρούμε τις δεσμεύσεις μας, όταν κάθε σελίδα της ιστορίας και όταν όλες οι διψασμένες, πεινασμένες, ταπεινωτικές μέρες και νύχτες των τελευταίων εκατό χρόνων στη ζωή του Αμερικανού Ινδιάνου διαψεύδουν αυτή τη φωνή;

Φαίνεται ότι ο σεβασμός στην (θεμελιώδη) αρχή και η αγάπη του πλησίον έχουν αποτύχει σε αυτή τη χώρα και ότι το μόνο που κάναμε, το μόνο που καταφέραμε με τη δύναμή μας ήταν να καταστρέψουμε τις ελπίδες των νέων χωρών σε αυτόν τον κόσμο, φίλων και εχθρών μαζί, ότι είμαστε απάνθρωποι και ότι δεν τηρούμε τις συμφωνίες μας.

Ίσως αυτή τη στιγμή αναρωτιέστε τι στο διάβολο έχει να κάνει όλο αυτό με την απονομή των όσκαρ. Γιατί αυτή η γυναίκα είναι εδώ μπροστά και χαλάει τη βραδιά μας, εισβάλλει στις ζωές μας με πράγματα που δε μας αφορούν και δε μας ενδιαφέρουν. Σπαταλώντας τον χρόνο και τα λεφτά μας και εισβάλλοντας στα σπίτια μας.

Νομίζω πως η απάντηση σε αυτές τις ερωτήσεις είναι ότι η κινηματογραφική κοινότητα είναι τόσο υπεύθυνη όσο οποιοσδήποτε άλλος για τον υποβιβασμό του ινδιάνου αυτόχθονα, κάνοντας μια παρωδία του χαρακτήρα του, παρουσιάζοντάς τον σαν απολίτιστο, εχθρικό και κακό. Είναι ήδη δύσκολο για τα παιδιά να μεγαλώσουν σε αυτόν τον κόσμο. Όταν τα ινδιανάκια βλέπουν τηλεόραση, και ταινίες, και όταν βλέπουν τη φυλή τους να παρουσιάζεται όπως στις ταινίες, οι συνειδήσεις τους τραυματίζονται με τρόπους που ποτέ δε θα μπορούσαμε να ξέρουμε.

Τελευταία έχουν γίνει κάποια αβέβαια βήματα για να διορθωθεί αυτή η κατάσταση, αλλά πολύ αβέβαια και πολύ λίγα, ώστε εγώ, ως ανήκων σε αυτό το επάγγελμα, δεν νιώθω ότι μπορώ να δεχτώ, ως πολίτης των ηνωμένων πολιτειών, ένα βραβείο, εδώ, αυτό το βράδυ. Πιστεύω ότι ωσότου η πραγματικότητα των αυτοχθόνων ινδιάνων αλλάξει ριζικά, οποιαδήποτε βραβεία σε αυτήν τη χώρα δεν είναι πρέπον να απονέμονται ή να γίνονται δεκτά. Αφού δεν είμαστε οι προστάτες των αδερφών μας, τουλάχιστον ας μην είμαστε οι εκτελεστές τους.

Θα ήμουν εδώ σήμερα για να σας μιλήσω αυτοπροσώπως αλλά ένιωσα ότι ίσως θα ήμουν χρησιμότερος στο Wounded Knee για να βοηθήσω με οποιονδήποτε τρόπο τη ματαίωση των ειρηνευτικών διαδικασιών (συμφωνιών) οι οποίες θα ήταν ατιμωτικές, για όσο τα ποτάμια κυλούν και το γρασίδι μεγαλώνει.

Ελπίζω ότι όσοι είναι εδώ σήμερα δεν θα δουν αυτή την ομιλία σαν μια αγενή παρεμβολή, αλλά σαν μια ειλικρινή προσπάθεια να συγκεντρωθεί η προσοχή σε ένα ζήτημα που θα καθορίσει εαν αυτή η χώρα έχει το δικαίωμα να λέει από εδώ και στο εξής: πιστεύουμε στα απαράγραπτα δικαιώματα όλων των ανθρώπων να παραμείνουν ελεύθεροι και ανεξάρτητοι στη γη που ανέκαθεν τους δίνει ζωή.

Ευχαριστώ για την καλοσύνη και την ευγένειά σας προς τη δεσποινίδα Littlefeather (μικρό φτερό). Σας ευχαριστώ και καλό βράδυ.



(η μετάφραση από το πρωτότυπο έγινε από τον φίλο Nikolas Kalli τον οποίο και ευχαριστώ για την ευαισθησία του όσον αφορά αυτή τη σειρά των δημοσιεύσεων που σχετίζονται με το ζήτημα των αυτοχθόνων αμερικανών και της σφαγής τους από τον λευκό ευρωπαίο χριστιανό κατακτητή)

Ομαδικοί τάφοι αυτοχθόνων Lakȟóta (Sioux) από τη σφαγή του 1890 στο Wounded Knee



Τετάρτη, Ιανουαρίου 20, 2010

Michel Sanon -ένα συγκλονιστικό ποίημα για την Αϊτή και την Αϊτινή επανάσταση


Haiti the rebel


Who is to tell me when
To celebrate my history?
Who is to tell me
When to dress my wounds
And to reminisce
My trials, my sorrow
When to shed tears
Over my brave children
And to glorify their names?
They suffered and died
Every bloody month
Of the bloody year.
I was born
Of abject inhumanity
With the noble destiny
Of carrying the sword
Of precious humanity
In a New World
Cursed by the West Storm
And raped by the powers
Of greed, wickedness, and death.
I am the mother of martyrs
Of survivors and overcomers.
Alone, I faced the wrath
Of this world's powers
In March of 1802.
Their mighty venom
Could not cripple me.
I stepped on the snakeís head
In May of 1803
And created for ever
The symbol of my pride.
How many now really know
My history?
How many care?
Alone, with my hurting hands
I broke the first link
Of the mighty chain
Of human curse
Called slavery.
Alone on the traitorous hill
Of the New World
I carried the cross of a race
Into this century
Of furious revolution
And industrialization
Refusing to get crucified.
I've been chained
I've been robbed
I've been raped and stabbed
And I have fought back
Fearlessly, continuously.
Alone I have paid and paid.
I have paid the senseless price
I have paid the endless price
For my vital exploits.
Humanity at large
Enjoys the benefits
Gratelessly, pompously.
Every bloody month
Of every bloody year
I have fought constantly
With a burning spear
Stuck in my chest.
Sometimes it weakens me
But I always rise
High above the pain
And the wickedness
Of powerful forces
From near and far
To claim my dignity.
I have friends
Who suck up my blood
When tired I fall asleep.
They set my house ablaze
To scare my children away
From my wounded heart.
Though today I choose to stand
And stand in pride and love
With my dear family
To celebrate in harmony
Our common history
In the month of February
I was alone when in Vertières
I rose to face the Devil
When hell broke loose
Unleashing its fire storm
With waves of flame rushing
To engulf me whole...
Alone in the vast universe
I froze hell over
And walked on its ashes
To create my own history.
Nobody stood by my side.
I alone remember.
It was the eighteenth day
Of a month called
November.


Michel Sanon

----------------
Σημείωση: 18 Νοεμβρίου του 1803, η τελευταία μεγάλη μάχη προς την ανεξαρτησία των Αϊτινών που συνέτριψαν τους Γάλλους εισβολείς)
Σημείωση δεύτερη: περισσότερα ποιήματα θα βρείτε εδώ. Αυτά τα ποιήματα με έχουν σοκάρει, πραγματικά.


Τη μέρα που το σκατό θα έχει αξία, οι φτωχοί θα γεννιούνται δίχως κώλο


Φρικτό γεγονός αυτό που συνέβη πριν μερικές μέρες στην Αϊτή. Αυτό είναι μια πραγματικότητα που κρύβει μια άλλη βαθύτερη, τόσο πιο φρικτή που δεν αντέχεται άλλο, και πραγμοποιείται κατά τη δειλία μας να δούμε το προφανές. Μια δειλία της οποίας η θέση (η ευθύνη μας) γεννά αντίθεση (οι άλλοι φταίνε, ο τάδε, οι τάδε, νάτοι), και αυτές οι δυο διαλεκτικά συνθέτουν μέσα στις κοινωνίες μας ένα πνεύμα που δεν διαπνέει ως ζωή το καθετί, αλλά στέκεται εξουσιαστικά πάνω από έναν κόσμο πραγμάτων για τον οποίο στ' αλήθεια αδιαφορεί. Δε θέλει τη ζωή, παρά την απάντηση στο πρόβλημα που το ίδιο δημιούργησε -γι' αυτό και ποτέ δε θα το λύσει. Ξέρει όμως το πνεύμα αυτό να παίζει κάθε έκφραση, όλα τα πρόσωπα της κατανόησης και της απελπισίας, σαν το παιδί που γνωρίζει πολύ πριν φωλιάσει στον νου του η στέρηση που ο θάνατος επιφέρει, πώς πρέπει να υποδυθεί τον συντετριμμένο για την απώλεια κάποιου που ήδη έχει ξεχάσει για τα όνειρα του απογεύματος. Ευαισθητοποιούμαστε, όπως είμαστε προγραμματισμένοι, με τις εικόνες της θλίψης μέχρι το δελτίο καιρού ή τα αθλητικά. Θυμόμαστε για μια στιγμή μόνο ότι υπάρχουν και κάποιοι άλλοι που δεν ζούνε σαν εμάς με την ακόρεστη και ανικανοποίητη καθημερινή ζωή, αλλά δε θα τους καταλάβουμε ποτέ γιατί αυτό που καταλαβαίνουμε βρίσκεται σε άμεση σχέση με αυτό που επιθυμούμε. Θλιβόμαστε -και πάντα η θλίψη εκφράζεται μεταφυσικά: πώς γίνεται πάντα σε φτωχές χώρες να ξεσπάει η καταστροφή; λέμε. Λες και πριν την καταστροφή δεν ήταν κατεστραμμένοι οι άνθρωποι της Αϊτής. Λες και πριν δεν πέθαιναν κάτω από απάνθρωπες συνθήκες. Λες και είναι οι μόνοι. Λες και είναι η μοίρα τους. Λες και δε φταίμε. Λες και μας νοιάζει…

Οι πολιτικές των κυρίαρχων κρατών -για τις οποίες εμείς ευθυνόμαστε αφού ψηφίζουμε με αντάλλαγμα το προσωπικό μας βόλεμα ή έναν ηλίθιο φανατισμό ή ακόμα μια πιο ηλίθια πίστη, αφού ζούμε σκλάβοι για να πληρώνουμε δόσεις και να 'χουμε ωραία γκόμενα/πετυχημένο Άντρα, αφού τίποτα δεν ενοχλεί και τόσο όταν σκοπεύει λίγα εκατοστά μακριά από τον κώλο μας- ρημάζουν χώρες σαν την Αϊτή αιώνες τώρα, για να τις βοηθήσουν με τον ανθρωπισμό τους σε μια στιγμή, κι έπειτα να τις ρημάξουν περισσότερο, μιας και πρέπει να υπάρχουν γι' αυτό -το λάθος των ισπανών που κατέσφαξαν ολοκληρωτικά τους ιθαγενείς στην Αϊτή δεν πρόκειται να ξανασυμβεί. Να μείνουν τα παλληκάρια χωρίς σκλάβους και να αναγκαστούν να κουβαλήσουν τους μαύρους της αφρικής; Δε συμφέρει.

Τι κι αν σκοτώθηκαν/πέθαναν χίλιοι προχθές, πενήντα χιλιάδες, εκατό χιλιάδες; νούμερα είναι όλα σαν τις τιμές στα ψάρια που θα πάω να αγοράσω για σήμερα. Δεκαέξι ευρό το κιλό η τσιπούρα; Ακριβά είναι μάστορα, δεν αντέχει η τσέπη μου. Πως; δυο ευρό μόνο; ε, βάλε τότε τρία τέταρτα σαρδέλα. Άλλαξε κανάλι. Τα ντοκιμαντέρ είναι βαρετά, δεν το ξέρεις; Βάλε ράδιο αρβύλα που έχει χαβαλέ. Τα χώνουν εκεί στο σύστημα άκουσα. Κι εμείς γελάμε. Τι άλλο να κάνεις; Φρόντιζε τον κώλο σου. Όσο έχεις κώλο όλο και κάτι αξίζει το σκατό σου, μη μασάς -εδώ έπεισες για το πνεύμα σου! Θυμάσαι τον Αρτέμη του Χάρρυ Κλυνν; Τον γενάρχη Αβραάμ με τον Ισαάκ αγκαλιά, μέσα από καπνούς, βαδίζοντας, μονολογώντας «τον λένε Αρτέμη, ο καπιταλισμός τρώει του κοσμάκη το ψωμί, οι γάτες πίνουν το γάλα των παιδιών της Αφρικής, ζει και δεν ζει, ψάχνει για τη χαμένη του ταυτότητα, κι εγώ ο μαλάκας σφάζω το παιδί μου;», οπότε ο γιος ρωτά: «μπαμπά θα με σφάξεις;», «όχι παιδί μου» του απαντά ο πατέρας, «θα σε θυσιάσω»… κι έπειτα απαντά στον εαυτό του: «δε πηδιόμαστε λέω 'γω», και χάνεται πάλι στους καπνούς.

Το πνεύμα δεν έλειψε ποτέ. Πουλάμε πνεύμα ακόμα και τζάμπα -άμα λάχει πληρώνουμε κι από πάνω. Έτσι μπορούμε να δώσουμε ένα νομπελάκι στον κολομβιανό συγγραφέα, στον αφρικανό, στον ινδό. Μη ζητάς όμως να φτηνύνω την τσιπούρα. Αυτά είναι ευτελή πράγματα για το πνεύμα. Μην ανησυχείς, δε θα σου κάνω κακό, απλώς πρέπει να σε θυσιάσω.

Βρε δεν πηδιόμαστε λέω 'γω.


—————————

Σημείωση: Η πρόταση που χρησιμοποίησα για τίτλο σ' αυτήν τη δημοσίευση, είναι του κολομβιανού -costeño- συγγραφέα Gabriel García Márquez.

Σημείωση δεύτερη: η βικιπαίδεια έχει πολύ υλικό όσον αφορά την Αϊτή. Αξίζει κανείς να διαβάσει την ιστορία τους.

—————————


γ. γεωργίου


Σάββατο, Ιανουαρίου 16, 2010

JAZZ Sabbath


-έτσι, για ένα καφεδάκι, που λένε. θα μπορούσα ενδεχομένως να τα ανεβάσω από το youtube, όμως τότε η εικόνα θα αποσπούσε τη συζήτηση ή σιωπή μεταξύ μας-



Mal Waldron

japanese island (1970)



Chick Corea - Herbie Hancock - Keith Jarrett - McCoy Tyner


lazy bird (1960)


Herbie Hancock trio


watcha waitin' for (1977)


Mulatu Astatqe


metche dershe (1969)


Markus Stockhausen, Gary Peacock


across bridges (1988)


Richard "Groove" Holmes


autumn leaves (1970)


Enzo Scoppa, Cicci Santucci


deep look (1971)


Art Blakey


elephant walk (1957)



Τρίτη, Ιανουαρίου 12, 2010

Άβαταρ



Είδα το Avatar του Cameron στον κινηματογράφο αφού απείχα για δυο χρόνια περίπου από αυτού του είδους τη «διασκέδαση». Την είδα επειδή είναι ταινία που αν θέλεις, πρέπει να τη δεις στον κινηματογράφο και μάλιστα στερεοσκοπικά. Εντυπωσιακότατη θέαση μέσω των 3D γυαλιών, πρωτόγνωρη για μένα, με εξαιρετική αληθοφάνεια στην κίνηση των χαρακτήρων και της κάμερας στον εικονικό χώρο, απίθανα γραφικά και video game αισθητική (αυτό μου θύμισε σε πολλά σημεία, μια φοβερή εισαγωγή video game) ακόμα κι όταν προσπαθεί να αγγίξει την τέχνη, μέσω αναφορών σε αυτήν ή απλώς με την εικαστικότητα της εικόνας. Πολύ ενδιαφέροντα τα της τεχνολογικής ανάπτυξης, ωστόσο την υπέροχη εικόνα τη συνήθισαν τα μάτια μου αργά ή γρήγορα, καλώς ή κακώς, και επικεντρώθηκα και πάλι στην ιστορία και τους διαλόγους (αν και πολύ θα ήθελα να δω την ταινία ξανά). Στις πίσω θέσεις ακούγονταν ανόητα και σεξιστικά σχόλια από μια παρέα ανόητων μπούληδων, και η τελική κρίση όταν τα φώτα άνοιξαν: πως σου φάνηκε; μαλάκα ωραία τα εφέ. Η κατάθλιψη πήγε να με χτυπήσει. Καλά δεν κατάλαβαν τίποτα; δεν είδαν τίποτα άλλο; ούτε ένιωσαν; Γύρισα και τους είδα. Φοιτητόφατσες.



Στο 2154, η εταιρεία με τους στρατιώτες μισθοφόρους της από τη φυλή των ανθρώπων, εναντίον μιας άλλης φυλής, των Νa'vi, κατοίκων του πλανήτη Πανδώρα, λόγω ενός πολύτιμου ορυκτού που υπάρχει στον πλανήτη. Όταν διαπιστώνουν οι άνθρωποι της εταιρείας ότι δεν είναι διατεθειμένοι οι ιθαγενείς να εγκαταλείψουν τον τόπο τους κι ότι δεν υπάρχει άλλος τρόπος να εκμεταλλευτούν τη γη τους, ο μισθοφορικός στρατός αρχίζει τους εκτοπισμούς-βομβαρδισμούς-εκτελέσεις. Οι μπλε πίθηκοι -όπως αποκαλεί τους ιθαγενείς τόσο περιφρονητικά εκπρόσωπος της εταιρείας- επαναστατούν και με ηγέτη τους έναν από τη φυλή των ανθρώπων, πρώην αμερικανό (από τις η.π.α.) πεζοναύτη, ο οποίος, αφού έζησε μαζί τους ως κατάσκοπος αρχικά, συνειδητοποίησε τη σπουδαιότητα του δικού τους πολιτισμού (πάντα πρωτόγονου για τη φυλή των ανθρώπων) και πολεμά εναντίον της φυλής του. Οι καλοί -οι ιθαγενείς στην προκειμένη περίπτωση- για άλλη μια φορά κερδίζουν.



Μου κάνει εντύπωση πώς η κοινωνία του θεάματος αποφεύγει την πραγματικότητα ακόμα κι όταν υποτίθεται ότι σκέφτεται και κάνει μάλιστα και κριτική στον εαυτό της, ο οποίος έχει κατασκευάσει και διαιωνίζει αυτό το άθλιο υπάρχον. Αν μιλήσω με τους όρους που χρησιμοποιεί και αναπαράγει θα έλεγα ότι στην πραγματικότητα οι καλοί ποτέ δεν νικάν. Μια θλιβερή πραγματικότητα στην οποία θα έπρεπε κανείς να επιμείνει. Η αντίθεση του Νίτσε στο δαρβινικό μοντέλο το οποίο θέλει το πιο ικανό και εκλεπτυσμένο είδος να επιβιώνει -μιας και για τον γερμανό φιλόσοφο αυτό που επιβιώνει πάντα είναι η πλέμπα, το πλέον ανθεκτικό είδος, ενώ το ξεχωριστό είδος έκθετο στον κίνδυνο και ευάλωτο λόγω της ιδιοσυστασίας του τείνει πάντα να εξαλειφθεί- μας πηγαίνει βαθιά μέσα στην πραγματικότητα καθαρίζοντας τα μάτια μας από τον καταρράκτη. Αν αφαιρούσαμε το εξαίσιο περιτύλιγμα της ταινίας θα μας έμενε η ιστορία ινδιάνων-ισπανών, πορτογάλων κ.α. φονιάδων, με τους ίδιους όρους και αναλογίες -πλην του τέλους. Συνειρμοί με παρασύρουν και θυμάμαι τα αμερικάνικα γουέστερν με τους καλούς καουμπόηδες και τους κακούς-γελοίους-καθυστερημένους ινδιάνους. Και σοκάρομαι από το πόσο αισχρή υπήρξε η κοινωνία του θεάματος, πόσο φασιστική, για να παραγάγει αυτά τα έργα με τα οποία γαλουχήθηκαν τα παιδιά του σύγχρονου δυτικού πολιτισμού. Οι εβραίοι ενοχλήθηκαν με την ταινία «Der Untergang» επειδή όπως ειπώθηκε παρουσίαζε τον Χίτλερ ανθρώπινο -εντάξει… σεβαστό, από τη στιγμή που ο καθένας έχει το δικαίωμα να εκφράσει την άποψή του, τη δυσαρέσκειά του ή όχι απέναντι σε κάτι, με άνοιγμα στη συζήτηση. Το παπαδαριό στην ελλάδα απαγόρευσε την προβολή της ταινίας «the last temptation of christ» του Σκορτσέζε και η οποία αποσύρθηκε από τις αίθουσες έπειτα από επεισόδια και απειλές των απατεώνων δημοσίων υπαλλήλων. Για τα γουέστερν ποιος ενοχλήθηκε; Εγώ κι εσύ, αλλά αυτό δεν μετράει καθόλου, έτσι δεν είναι; Μια ολόκληρη βιομηχανία ακολουθώντας μια συγκεκριμένη πολιτική και χρησιμοποιώντας τον κινηματογράφο (7η τέχνη...) ως όπλο, κατάφερε να ξευτελίσει τελείως εκείνους τους οποίους πρώτα δολοφόνησε διαπράττοντας τη μεγαλύτερη γενοκτονία της ανθρώπινης ιστορίας, κατάφερε να αντιστρέψει την πραγματικότητα, να κατασκευάσει γελοίες αξίες, και να 'κονομίσει όχι μόνο χρήμα αλλά και ηλίθιους ανθρώπους που προγραμματίζονται με macho όνειρα, μιμούμενοι πρότυπα εξουσίας -σταθερό, αιώνιο πελατολόγιο.



Λοιπόν, η ένστασή μου όσον αφορά την ταινία είναι ότι όσο και εντυπωσιακή να είναι, όσο και να θέτει ζητήματα εξαιρετικής σημασίας όπως η οικολογία, τα δικαιώματα των ζώντων όντων, η μαγικότητα του κόσμου και η φυσικότητα εκείνων που την αναπνέουν, ήταν άλλη μια ταινία γεμάτη από συναισθηματικά κλισέ μιας και έλειπε από την σκέψη της το βάθος της ιστορικότητας: συμπαθείς τους καλούς ιθαγενείς, μισείς τους κακούς εισβολείς, νιώθεις οργή όταν οι κακοί σκοτώνουν τους καλούς, μετά επιθυμείς και περιμένεις εκδίκηση η οποία (πάντα) σου προσφέρεται τόσο απλόχερα, οι καλοί θα νικήσουν, κι εσύ θα πας για καμιά πίτσα ή έστω σπίτι ικανοποιημένος που όλα πήγαν ρολόι, αποσχισμένος από την πραγματικότητα και την σκληρή αλήθεια της, απαλλαγμένος από τη συνειδητοποίηση αυτής της πραγματικότητας που αν επισυνέβαινε, ως τέτοια θα δημιουργούσε ερωτήματα, αλλά κυρίως θα απαιτούσε απαντήσεις και λύσεις, και θα έπρεπε μια ολόκληρη αλλαγή θέασης, στάσης, δράσης, κι αυτό δίχως άλλο θα ήταν πρόβλημα -γιατί να μπαίνεις σε προβλήματα και να μην μπορείς να φας, ούτε να κοιμηθείς, γιατί να βασανίζεσαι; Οτιδήποτε άλλο, αρκεί να μην πονέσεις. Γιατί όχι πιτσούλα, μπιράκι, γκομενίτσα; οι καλοί νικήσαν. Τώρα ποια είναι η πραγματικότητα ποιος νοιάζεται… την ξέρουμε από το πως βγαίνει το μεροκάματο, από τις διακοπές του αυγούστου (τόση η ελευθερία μας), από τα κανάλια της τηλεόρασης, από τις σχέσεις μας. Αυτό το ξέρει πολύ καλά η κοινωνία του θεάματος και μας ταϊζει όνειρο (απατηλό ή όχι, αδιάφορο εδώ) στερώντας μας τα μάτια. Να πας να περάσεις καλά δυο ώρες, να γουστάρεις. Θα συγκινηθείς, θα οργιστείς, θα επαναστατήσεις λίγα εκατοστά πιο πέρα από τα ποπ κορν που κρατάς στο χέρι, ίσως και μέχρι το επόμενο πρωί να κρατήσει η αναστάτωσή σου, μέχρι το πρωί που η νέα μέρα θα σε πετάξει πάλι στην πραγματικότητα και θα προσαρμοστείς εύκολα, πολύ εύκολα, μιας και έχεις φτειαχτεί να κοιτάς μόνο τη δουλειά σου. Κανείς δε θέλει να σκεφτεί ποτέ του πως ό,τι και να λέει, όσο καλός και να 'ναι στην ηθοποιία, όσο καλά εκπαιδευμένος κι αν είναι στις ιδέες και τον διάλογο ώστε να εφευρίσκει ευαισθησίες και δικαιολογίες, δεν ανήκει παρά στη φυλή των ανθρώπων (κι όχι των ιθαγενών).

Το να αποβάλλεις την «ανθρωπιά» σου θα ήταν τόσο επώδυνο όσο η στιγμή συνειδητοποίησης του θανάτου σου.



Ίσως φανεί άσχετη ή και «αστεία» η παρατήρηση με την πρώτη ματιά, μα προσωπικά θα παραδεχόμουν αν ο Κάμερον, ο όποιος Κάμερον, έκανε μια ταινία για τους ινδιάνους και τους ευρωπαίους ή αμερικανούς φονιάδες με αυτή τη δύναμη, δίχως ευρωπαίους ή αμερικανούς ήρωες, αφού ο ίδιος θέλησε να ασκήσει κριτική και να πραγματευτεί καίρια ζητήματα που δεν έχουν να κάνουν με έναν φανταστικό κόσμο αλλά με αυτόν τούτο τον κόσμο μας. Κι αν δεν ήθελε να χάσει σε εφέ και φαντασία θα προτιμούσα στο τέλος οι ιθαγενείς να σφαγιάζονταν όλοι, μαζί με το δέντρο της ζωής, και αντί για πίτσα μετά, καλύτερα πόνος, ένας πόνος που πηγάζει από τα βάθη ενός εαυτού που υποφέρει για αυτό που είναι, ένας πόνος που δείχνει τον εαυτό μας, που αν κοιτάξεις με ενδιαφέρον θα δεις ότι το πρόβλημα είναι πάντα εγώ.



Οι ιθαγενείς δεν νικούν παρά μόνο όταν η ίδια η θεά εισακούει την παράκληση του μετανοημένου πεζοναύτη για βοήθεια, και στρέφει την άγρια ζωή την οποία περιβάλλει και φροντίζει γι' αυτήν, κατά της ανθρώπινης φυλής. Μου θυμίζει την απάντηση του Heidegger στην τελευταία του συνέντευξη στο γερμανικό Der Spiegel (αν δεν απατώμαι, εκεί ήταν) στην ερώτηση τι έχει να πει για το μέλλον: μόνο ένας θεός θα μας σώσει. Καλή η ατάκα, όπως και τα οπτικά εφέ, μα δε με συγκινεί, όπως δεν με συγκινεί κάθε φυγή από το υπάρχον, κάθε φυγή του πνεύματος -αυτού του εικονικού εαυτού.



Αν η τέχνη σημαίνει αυτήν ακριβώς τη φυγή από την πραγματικότητα, το «έχουμε την τέχνη για να μην πεθάνουμε από την αλήθεια» (Nietzsche), οφείλω να πω πως τελικά ακόμα κι αν διεγείρει τις αισθήσεις, στο τέλος με αφήνει σκεπτικό έως αδιάφορο, συν τη σταθερή μελαγχολία που κάθε φορά μου προκαλεί. Θέλω αυτόν τον ζωντανό κόσμο περισσότερο από κάθε δημιουργημένο όνειρο.



Η πάντα εφηβική ματιά των καλύτερων στιγμών της κοινωνίας του θεάματος είναι απολαυστική γιατί μας ξυπνάει τα εφηβικά μας ένστικτα που απωλέσαμε στην πορεία μας προς την αντικειμενοποίηση, αποξένωση, λήθη. Και γι' αυτό συνιστώ ανεπιφύλακτα στον φίλο αναγνώστη την ταινία και οπωσδήποτε σε 3D έκδοση. Και επίσης συνιστώ την ανάγνωσή της με τα μάτια που το εδώ κείμενο παρέχει, γιατί δεν είναι μόνο φίλος, αλλά και υποκριτής, όμοιός μου…


γ. γεωργίου


Τρίτη, Ιανουαρίου 05, 2010

Πορτρέτο


Harry Callahan -lake michigan 1950


Φρέατα ξεχειλίζουν στον χρυσόμαλλο κάμπο

Επιβράβευση ενός ήλιου αργά τη νύχτα

Διαμέσου των αιώνων μετά τη θλίψη

Καθώς σχολνούσα απ' τη σαθρή κοινωνία

Ξεχνώντας κι όλας την επίβουλη προσπάθεια

Ενάντια σ' έναν έρωτα που ευωδιάζει μπλε βαθύ

Και κατέφευγα στο γιαπί δίπλα στο ποτάμι

Που προκαλεί τη μοναξιά σε κάθε επιβάτη του νου

Μόνος μου με τη ζεστασιά της καρδιάς μου

Τυλίγοντας με σάβανο το σώμα μου

Και γράφοντας ποιήματα με τη χορδή της πήλινης σαγήνης

Φρέατα ξεχειλίζουν στον χρυσόμαλλο κάμπο


γ. γεωργίου (για έναν δεύτερο ήλιο, αύγουστος '98, το πρώτο μου ποίημα)