Every work of art is an uncommitted crime


-Theodor Adorno-

daDa ποiησΗ dAda λογοtεΧνiα dadA pUnk dADa

Τελάλης:

Κυριακή, Μαΐου 14, 2017

Ο Ρ και η Ι τής οδού Πριγκοζίν





«Με βεβαιότητα πάντως, ανάμεσα σε άπειρους θεωρητικά δρόμους, σε τούτον τον Κόσμο -ήταν ήδη γνωστό σε πολλούς- υπήρχε η οδός Πριγκοζίν¹. Εκεί όπου συνέπεσαν ο Ρ και η Ι κάποια παράξενη νύχτα, ή κάποια νύχτα όπως κάθε άλλη, ίσως να ήταν και μέρα, μια όμορφη μέρα, μια μέρα αδιάφορη, κανείς δεν ξέρει, κανείς δεν συνέπεσε εκεί, κι αν υπήρχαν μάρτυρες περαστικοί θα έλεγαν πως δεν κατάλαβαν τίποτα, ή μόνο έναν σπινθήρα που είναι άγνωστο τι ενεργοποιεί, πως ήταν μια στιγμή απρόβλεπτη. Κάπως έτσι γνωρίστηκαν, έζησαν μαζί, κάπως έτσι ο θάνατος τούς κοίταξε ανοίγοντας το κουτί τής ζωής κι εκείνοι απόκτησαν μορφή. Στην οδό Πριγκοζίν.»

Στο εσώφυλλο τού βιβλίου αναγράφεται:
«Γιατί δεν υπήρξε ποτέ ιστορία πιο πραγματική από εκείνη τού Ρ και τής Ι»

Είναι ένα έργο καμωμένο από μια επιθυμία τεσσάρων διαστάσεων:

α. Ασφαλώς κι είναι λογοτέχνημα. Σκάβει και υφαίνει, ξηλώνει και αναδιπλώνει το σώμα τής γλώσσας, έως ότου ν’ αποκτήσει σώμα ικανό για ζωή μοναδική. 

β. Πυρακτώνει και διαλύει, διαχωρίζει, συνενώνει και ζυμώνει, διυλίζει και συμπυκνώνει τα υλικά του σ’ έναν ζωντανό μετασχηματισμό που το καθιστά ουσία αλχημική: παίρνει την ιδέα και τη μεταστοιχειώνει σε σάρκα. 

γ. Είναι όμως και μελέτη που αφορά στη σύγχρονη φυσική, μια διδακτορική διατριβή με θέμα:  
—Πόση άραγε είναι η τραχύτητα² τής αγάπης;— 
Η απόδειξη τής αγάπης ως υλικότητας και η μαθηματική της διάσταση.

δ. Κατά μία άλλη οπτική είναι ένα σπονδυλωτό μουσικό έργο με διάλειμμα. 
Κονσέρτο για πιάνο. 
Διάλειμμα. 
Κονσέρτο για βιολί. 
Adagio. 

_________
¹(Ilya Prigozhin) •Χημικός. •Πολύ περιληπτικά και πολύ άδικα για τον ίδιο και το έργο του: ένας από τους πλέον πρωτοποριακούς επιστήμονες τού 20ού αιώνα. Συνδέθηκε με το Χάος και τη θεωρία τής Πολυπλοκότητας. Η έρευνά του επικεντρώθηκε στη μελέτη των ανοιχτών, μη αντιστρέψιμων, θερμοδυναμικών συστημάτων που εκτυλίσσονται μακράν τής ισορροπίας, και μέσα από αστάθειες και διακλαδώσεις επιτρέπουν τη γέννηση νέων αυτοοργανωμένων μορφών, μια τάξη μέσα από το χάος. Επιχείρησε να επαναδιατυπώσει τους βασικούς νόμους τής φυσικής τοποθετώντας μέσα στα σπλάχνα της το βέλος τού χρόνου, που πεισματικά και με ιδιαίτερη τυφλότητα η επιστήμη, μέχρι τότε, στη θεώρησή της για τη φύση αρνιόταν να προσδώσει στον χρόνο τη σημασία που είχε στην εξέλιξη τής ζωής, μη κατανοώντας σε καμία περίπτωση τον ζωτικό, δημιουργικό του ρόλο.

²(Roughness, Surface roughness) •Τραχύτητα είναι η κατακόρυφη απόκλιση μιας επιφάνειας από την επιπεδότητα. •Θεμελιώδης έννοια στο έργο τού Μάντελμπροτ (Benoit Mandelbrot). •Mαθηματικός, ιδρυτής των μαθηματικών τής θεωρίας τού Χάους, της γεωμετρίας των μορφοκλασματικών συνόλων, γνωστών ως φράκταλς. •Φράκταλ είναι το γεωμετρικό σχήμα που επαναλαμβάνεται σε άπειρο βαθμό μεγέθυνσης. Διάσημο το «σύνολο Μάντελμπροτ», ένα μαθηματικό αντικείμενο το οποίο μιμείται τα ακανόνιστα σχήματα που συναντά κανείς στη φύση (πχ. ακτογραμμές,, σύννεφα, κεραυνοί). •Η τραχύτητα, έλεγε, είναι το ανεξέλεγκτο στοιχείο τής ζωής. •Η τραχύτητα (πχ η μη κανονική, η μη ομαλή ακτογραμμή ενός νησιού) ήταν ένα ζήτημα που ενοχλούσε τους επιστήμονες. Εκεί που αυτοί έβλεπαν αταξία, ο Μάντελμπροτ είδε μια τάξη μορφοκλασματική (φράκταλ), τάξη απόλυτα κανονική, με άπειρη πολυπλοκότητα.




απόσπασμα από το βιβλίο

11. ειδική θεωρία τής σωματικότητας


Ξύπνησε ο Ρ απότομα. Έπιασε με τα δάχτυλα τού ενός χεριού του τον λαιμό του, τον χάιδεψε και ένιωσε ανακουφισμένος. Το σκοτάδι τού δωματίου δεν τον βοηθούσε, και παρόλη την ανακούφιση που ο λαιμός ήταν εντάξει και το κεφάλι στη θέση του, ο οργανισμός του δεν ήταν ακόμα πεπεισμένος. Έδειχνε εντάξει ο Ρ, μα στον τζαμένιο τοίχο γινόταν ένα με το σκοτάδι, σαν να μην είχε σώμα, ή σαν το σώμα του να ήταν υφασμένο από σκιά. Κοίταζε τον τζαμένιο τοίχο για ώρα σαν να κοιτούσε το κενό, ανάλαφρος ένιωσε, και ξέχασε για μια στιγμή τη βαρύτητα. Μια σπίθα έτρεξε το σώμα τής βούλησης κι αισθάνθηκε να ξυπνάει για άλλη μια φορά, σαν να μην είχε ξυπνήσει για αιώνες, ή ακόμα και ποτέ του. Γύρισε πλάι και είδε την Ι, ξαπλωμένη, σχηματίζοντας με τα σεντόνια μια ανάγλυφη εμβριακή στάση. Ι… Ι, είδα όνειρο που με τάραξε… λιγάκι, ψιθύρισε. Εσύ μ’ ένα ξυράφι στο χέρι… δεν ξέρω τι προσπαθούσες να κάνεις… σε σταμάτησα… κάτι προσπαθούσες να κάνεις, να πεις… τι μου έλεγες; …Ι μου… κορίτσι μου… προθαλασσώνει τα δάχτυλά του στα κυματιστά μαλλιά της, έμπειρος πιλότος, τρυφερός γνώστης τής θαλάσσιας μορφοκλασματικής διάστασης, ν’ αναμειγνύεται με την επιφάνειά της και ν’ απαλύνει την τραχύτητά της. Μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο ένιωθε την Ι τόσο υλική, ακόμα κι αν την έζωνε το σκοτάδι, ενώ ο ίδιος ένιωθε καμωμένος από σκέτο σκοτάδι, σαν να μην είχε μια στάλα σώμα, ή σαν το απειροελάχιστο σώμα του να ήταν υφασμένο από αμέτρητη σκιά. Άνοιξε κι άλλο τα μάτια του, κατέβαλε προσπάθεια να δει, και κάπως έτσι αισθάνθηκε για άλλη μια φορά να ξυπνάει. Τη φίλησε στον κρόταφο, ντύθηκε και βγήκε έξω, χωρίς να καταλάβει πώς, μπορεί και να κύλησε κάτω από την χαραμάδα τής πόρτας, μπορεί και να επέπλευσε στα κύματα μιας σκιάς που αυξάνεται με την παλίρροια τής νύχτας. Βρέθηκε έξω. 
Ο ουρανός πάνω από τις οικείες φυλακές των ανθρώπων, τις πολυόροφες, τις καγκελωμένες, τις τσιμενταρισμένες, τις λουξ, τις άχρωμες, τις πάντα μοντέρνες, μαυρισμένος από σύννεφα πεινασμένα, πρησμένα, σύννεφα που σκύβουν προς τα κάτω και κρέμονται ημιλιπόθυμα. Ο πνιγμένος ήλιος μάλλον τα μαστίγωνε να μετακινηθούν, να πάνε κάπου αλλού να πεθάνουν, ήταν άλλωστε γνωστός ως θεός -όχι ως φυσικό σώμα- για τις φωτεινές του απόψεις, την περιφρόνησή του στους αδύναμους, για την αδιαφορία του. Σ’ όλες τις θρησκείες τού αρχαίου κόσμου ο ήλιος συμβόλιζε τον μεγάλο θεό, και ποτέ μα ποτέ του ο ήλιος δεν τόλμησε να κάνει στάχτη τον θεό, τούτο το ανόητο σύμβολο, και να ξεπλύνει τ’ όνομά του. Φαίνεται θα του άρεσε τού ήλιου γιατί δεν άντεχε τίποτα λιγότερο από τη λάμψη, την ισχύ -εκτός κι αν δεν ήταν ήλιος μα σκιά τού ήλιου που κανείς δεν μπορεί να δει παρά μόνο εκείνη τη στιγμή που τον φωτίζει ο θάνατος. Στοιβαγμένα τα σύννεφα πού να πήγαιναν; όσα μπορούσαν μετακινήθηκαν μια ανάσα από τη μια, και τ’ άλλα μια ανάσα από την άλλη. Σαν να σχίστηκε ο ουρανός, μια οριζόντια κοψιά ανάμεσα από τα μπλαβιασμένα σύννεφα που γέμισε με άσπρο αίμα. Το φως δεν μπορούσε να λάμψει πάνω από τη λύπη τού καιρού. Κάτω από τη λύπη τού καιρού έλαμπε το φως ενός μπαρ. Ο Ρ κόλλησε στην πόρτα του, κάτω από το φανάρι, σαν κουνούπι, και ένιωσε μια δίψα γι’ αλκοόλ.
Ο Ρ μπήκε στο μπαρ αθόρυβα -λόγω φασαρίας; λόγω καλολαδομένης πόρτας; λόγω τής παράξενης νύχτας που επιτρέπει τα πάντα; λόγω της ροκεντρόλ; Μπήκε από την πόρτα σαν σκιά. Οι Unknown Passage βαρούσαν κι ο γιατρός σπάραζε, crying lonely nights⁠1, ντς, ντς, ντς, τρουουουμ, αααα αα ααα α.
Έκατσε στο μπαρ. Χαιρέτησε και ζήτησε ένα ποτό. Ο μπάρμαν δεν του έδωσε σημασία, και ίσως ποτέ να μην του έδωσε το ποτό του. Ο Ρ είναι πιθανό να μην του ξαναζήτησε ποτό, και πιο πιθανό ο μπάρμαν να μην του το έφερε ακόμα και στην περίπτωση που ο Ρ τού επανέλαβε την παραγγελία του, ξανά και ξανά, με πιθανότητα μάλιστα 79%. Απ’ ό,τι φαίνεται, 79 στις 100 φορές που θα πήγαινε ο Ρ στο μπαρ δεν θα έπινε, εκτός κι αν το φανταζόταν κάθε φορά κι έτσι ξεδιψούσε σε κάθε περίπτωση την παρόρμησή του γι’ αλκοόλ -μια ιδέα κι αυτό, αρκετά ισχυρή όπως κάθε γέννημα τού νου, αναγκαία ιδέα ώστε να μην νιώθεις μόνος, αναγκαίο ποτό για να νιώθεις σ’ ένα μπαρ 100% ζωντανός.
Δεν ήταν μόνος. Εκτός τού ιδιόμορφου μπάρμαν υπήρχαν δύο πελάτες στο μπαρ. Κάθονταν δίπλα από τον Ρ με ένα σκαμπό διαφορά, κάθονταν στα σκαμπό τα οποία χάνονταν σ’ ένα κιαροσκούρο που χώνευε το δάπεδο, τους τοίχους που έμοιαζαν να αιωρούνται, τους χώνευε μαζί με τα πόδια τους, τις πλάτες, κάποιο χέρι που και που. Μιλούσαν και έγερναν λίγο στο πλάι, κάποτε μπρος, πίσω και πάλι μία από τα ίδια, έμπαιναν στο φως και άλλαζαν σχήμα, πάντα ριζωμένοι στη σκιά. Τέσσερα κρεμαστά φωτιστικά σε σχήμα καμπάνας, φτειαγμένα από αλουμίνιο στο χρώμα τής άμμου πάνω από τη μπάρα, η μόνη πηγή φωτός. Και οι καύτρες των τσιγάρων, πυγολαμπίδες που τις ελκύει τόσο το αλκοόλ όσο και το ροκεντρόλ. Θα μπορούσε να ήταν και δάδες, κι αυτοί σε κάποια κατακόμβη ή σε μαυσωλείο, τοποθετημένοι σ’ ένα ψυχικό όριο που ο Ρ δεν μπορούσε ν’ απεικονίσει. 
Α: …Πέθανε ξέρεις
Β: Πέθανε;
Α: Μπορεί και όχι, αλλά σίγουρα θα πεθάνει.
Β: Πώς έγινε;
Α: Κανείς δεν το περίμενε να πεθάνει. Ακόμα κι αν δεν πέθανε ακόμα, κανείς δεν θα το περιμένει
Β: Κάποτε -δεν ξέρω αν σου έχω πει- ήπια μαζί του ένα ποτό. Εδώ, σ’ αυτό το μπαρ, κατά τύχη. Ήταν ένα όμορφο βράδυ σαν κι αυτό… 
Μιλούσαν δίπλα του οι δύο άντρες. Τους άκουγε χωρίς να θέλει, κι επειδή δεν ήθελε δεν τους παρακολουθούσε. Σκέφτηκε το ποτό του, το σήκωσε περισσότερο με το μυαλό του και λιγότερο με το χέρι του, και έβρεξε τα χείλη του, ύγρανε τη συνείδησή του. Κασάσα σε σωλήνα με ένα δάχτυλο χυμό ανανά. Με δύο δάχτυλα σε έχουν κλέψει και το κυριότερο σού έχουν στερήσει τη μανιέρα, εκείνη τη χαρακτηριστική, ιδανική, ποσότητα αλκοόλης που χρειάζεται το μυαλό για να είναι ικανοποιημένο. Αναμεμειγμένη συνείδηση, αραιωμένο εγώ, έλα και πιάσε τον στροβιλιζόμενο Κόσμο, όχι με τα μάτια, ούτε καν με τ’ αφτιά, πιάσε τον με τη ζωή σου, τώρα που τα όριά σου είναι ασαφή.
Release me from your wire / I’m the hang of your desire / Release me from your wire dagger moon⁠2… ο Φρεντ κι η Τούντι, κι ο Άντριου Λιούις, βαθαίνοντας τις σκιές τού μπαρ, σκάβοντας πηγάδια στις εξέδρες, αναπνέοντας πανκ.
Α: Όλοι καταλήγουμε στην κάσα.
Β: …Έπινε κασάσα. Έπινα… κάτι έπινα... 
Α: Κάσα την κάσα επιστρέφει σιγά σιγά η ζωή. Το τσιμέντο υποχωρεί.
Β: Μάλλον βαρελίσια μπίρα θα έπινα, όπως και τώρα…
Ο καθένας τραγουδάει το τραγούδι του, ανεβασμένος στον Κόσμο του, κλεισμένος στην εξέδρα τού νου του. Τι τους ενώνει πέρα από το αλκοόλ; πέρα από το ροκεντρόλ; πέρα από τον χρόνο που χάνεται; Μουσική συναυλία που ο καθένας παίζει μια άλλη μουσική φράση, ταυτοχρόνως, ακολουθώντας τις υποδείξεις τού μαέστρου που του αναλογεί ή εκείνου που μπορεί ν’ αντιληφθεί, ένας μαέστρος για τον καθένα, ο καθένας και το βιολί του -δεν είναι Ξενάκης, είναι δύο ξένοι, φίλοι που τα πίνουν μαζί και πεθαίνουν μονάχοι. Αυτά σκεφτόταν ο Ρ που άκουγε χωρίς να θέλει, που κι αν ήθελε δεν θα μπορούσε ν’ ακούσει. Αλλά σκεφτόταν —αν μπορούσε να σκεφτεί. Τον απασχολούσε κάτι άλλο που το αγνοούσε, του γλιστρούσε όπως γλιστράει μία υδάτινη αίσθηση. Συντονισμένος με τη βροχή έξω, έβρεχε και στην καρδιά του. 
A box for black Paul⁠3. Σαν παύση, ή σαν είσοδος σε κάποιον άλλον Κόσμο. Μόνο οι καύτρες των τσιγάρων ανάπνεαν. Ο μπάρμαν έβαλε δυο ή τρία σφηνάκια κάνοντας μια περίεργη μείξη με τιρκουάζ και αιματίτη. Το τιρκουάζ καταλάμβανε τα του σφηνοπότηρου από τη βάση του προς τα πάνω. Το υπόλοιπο το καταλάμβανε ο αιματίτης. Τι ποτό κι αυτό. Ο Ρ ήταν σίγουρος πως δεν υπήρχε κανένας συμβολισμός στο δημιούργημα τού μπάρμαν, πως ήταν ένα ιδιαίτερο ποτό, καμωμένο από σκόνες πετρωμάτων ή έστω από τις ιδέες τους αποσταγμένες κι αναμεμειγμένες με κάποιο υγρό. Ίσως το κίνητρο να ήταν μόνο η αισθητική, ένας πίνακας για τα διψασμένα, φιλότεχνα, λαρύγγια. Σέρβιρε τα σφηνάκα στον πάγκο. Ο πάγκος τού μπαρ ήταν φτειαγμένος από δενδριτικό αχάτη. Τα ποτήρια από καπνιστό κιτρίνη. Τα σκαμπό που δεν διακρίνονταν από το σκοτάδι, πλασμένα από οψιδιανό. Οι τοίχοι από αμαζονίτη. Η πόρτα πλασμένη από φεγγαρόπετρα με δάκρυα από νεφρίτη και πόμολο από μάτι τής τίγρης. Ένα στολίδι το μπαρ, κομψοτέχνημα ονειρικό, ένα σώμα από πετράδια όπου μπαίνεις μέσα του κι εκείνο σε χωνεύει στο σκοτάδι και στο φως του, στις μουσικές του… -ice cold needle that splits my every breath / another day another death⁠4- …στο παράξενο αλκοόλ του. Αναλύεσαι στα όργανά σου. Το στομάχι σου, η σπλήνα, το συκώτι, τα νεφρά σου, η καρδιά σου, τα πνευμόνια, τα έντερα, ο εγκέφαλος, το πάγκρεας, η χολυδόχος κύστη σου, ο λάρυγγας, η τραχεία, η ουροδόχος κύστη σου, οι ρινικές σου κοιλότητες, τ’ αρχίδια σου. Κι έπειτα επανασυντίθεσαι με τις ιδιότητες των λίθων που σε οδηγούν μέσα από το αλκοόλ, μέσα από τη μουσική τού ροκεντρόλ, να γίνεις κάτι πιο αληθινό από το πνεύμα, κάτι πιο οργανικό, όπως ένα τοπίο, μια οροσειρά κι ένα ηφαίστειο, που αν πέθανες μια φορά να μην πεθάνεις ποτέ ξανά, ένα βιολογικό σύστημα καλυμμένο με δέρμα πέτρας.
Ο Ρ σηκώθηκε από το σκαμπό του την ώρα που ο Τζον Κέιλ⁠5 ερμήνευε τη συνταρακτική διασκευή του όπου διασκευάζει την ξεσηκωτική αθάνατη καψούρα τού Έλβις σε καθηλωτική ένσαρκη πραγματικότητα.
Βγήκε απ’ το μπααααρ, περνώντας μέσα από την φεγγααρόοπορταααα, περίπου όπως είχε μπειιιι -άι κουντ ντάαααααιιιιιιιιιι…
Οι τσαλακωμένοι δρόμοι γέμιζαν τα βαθουλωματά τους με βροχή, βάραιναν, έκαναν τα πόδια να παραπαίουν σ’ έναν ζεϊμπέκικο χορό. Ένα ζευγάρι αγκαλιασμένο, στη γωνία με την οδό Amor Fati, πλευρό με πλευρό, καθώς η βροχή κόβει, δυο άνθρωποι που ελκύονται θανάσιμα και συστρέφονται χωρίς σαφές σχήμα, κοιλιά με κοιλιά, βουβωνική χώρα με βουβωνική χώρα, συγχωνεύονται, γλώσσα με γλώσσα, δύο που δεν είναι πια δύο, και ζωντάνεψαν ως ένα.
Οι σκέψεις τού Ρ δεν εμφανίζονταν με ομαλή ροή. Πότε δυνάμωναν και πότε εξασθενούσαν, έπεφταν με τη βροχή και του μούσκευαν την καρδιά. Είτε είχε βουρκώσει είτε είχε γίνει παπί, είτε οι σκέψεις τον πέτυχαν με μια ριπή, έχασε τον δρόμο για το σπίτι, έστριψε εκεί που έπρεπε να πάει ευθεία, και λίγα λεπτά μετά έφτασε στο ίδιο σημείο, κάνοντας τον κύκλο τού τετραγώνου. Ο συγγραφέας Ε που τόλμησε να γράψει τη βιογραφία τού Ρ, κέντησε σ’ αυτό το σημείο την εξυπνάδα του, και συνέχισε αμέσως μετά το «κάνοντας τον κύκλο τού τετραγώνου»: τετραγωνίζοντας τον κύκλο τής ζωής του. 
Οι δρόμοι ήταν όλοι τους σπασμένοι, ακόμα και οι πιο κεντρικοί, ακόμα και οι πιο διάσημοι, σημαδεμένοι έτσι που αν τους έβλεπες από κάποιο ύψος σε παρέπεμπαν απευθείας στο φεγγάρι. Ίσως να ήταν κάτι παραπάνω από παραπομπή, ίσως να μην ταίριαζε καθόλου στη μνήμη, κάτι εξωφρενικά καινούργιο, έξω από την εμπειρία, λίγο λίγο, κομμάτι κομμάτι, δρόμο τον δρόμο, το φεγγάρι να εξαπλώνεται στη γη, φεγγάρι ενσαρκωμένο. Πιθανόν να μην ισχύει αυτό που λένε, πως το φεγγάρι μάς επηρεάζει από απόσταση, πως είναι ένα είδος απόμακρου ρυθμιστή, το πιο πιθανό να είναι αυτό το ξένο κομμάτι στα σπλάχνα μας που εμφανίζεται ως αφηρημένη ανησυχία, ως πλανητική έγνοια, ως αστρική ορμή, κομμάτι φεγγαριασμένο που γίνεται σιγά σιγά δρόμος, δρόμος που μένεις ή που τον διαβαίνεις, σπασμένος όπως κι εσύ, μ’ έναν κρατήρα για κεφάλι, μετουσιώνεσαι με το φεγγάρι, προσαρμόζεις το βήμα σου ενώ η γαλάζια του λάμψη δυναμώνει, ενώ κάνει μετάσταση σ’ όλον τον οργανισμό.
Στο ίδιο σημείο, στην ίδια γωνία με την οδό Amor Fati, ένα ζευγάρι αγκαλιασμένο, σχήμα χωρισμένο στα δυο που μάταια προσπαθεί να βρει ένα σημείο συγχώνευσης, πίσω από τη βροχή μία ασυνεχής μορφή ξαπλωμένη και μία άλλη γονατιστή, πασχίζοντας η γονατιστή να καταλάβει με το σώμα της όσο μεγαλύτερη επιφάνεια μπορούσε από την επιφάνεια τής ξαπλωμένης. Άνοιξε με δύναμη τα μάτια του ο Ρ, κι ας έμπαινε μέσα τους η βροχή, η γονατιστή μορφή έμοιαζε με θηλυκή και η ξαπλωμένη με αρσενική, έμοιαζε κάτι άσχημο να έχει συμβεί, έμοιαζε η θηλυκή να σπαράζει κάτω και πίσω από τη βροχή. Ο Ρ κοίταξε και έμεινε εκεί, να κοιτάει βουβός, φάντασμα θαρρείς, με διάπλατα μάτια που έμπαινε μέσα τους η βροχή και τον διαπερνούσε ως το τσιμέντο μ’ ελάχιστη τριβή την απορία του, ίσως και να ήταν μόνο τα δάκρυά του, ίσως ο καιρός να προερχόταν από τη διάθεσή του.
Θόρυβος ακούστηκε, θόρυβος που δυνάμωνε. Σειρήνα; Του ήρθε να φωνάξει στη θηλυκή φιγούρα, ίσως και να της φώναξε ο Ρ, σαν να ‘ταν κάποιος άλλος, σαν να ήταν ο ίδιος χωρίς εαυτό, σαν να την έβλεπε στα μάτια από απόσταση αναπνοής, σαν να την έβλεπε με μάτια σφαλιστά, λες και την ήξερε, λες και την ένιωθε με κάποιο τρόπο, εκείνα τα μάτια της που έβρεχαν το πρόσωπό του, σαν να έκλαιγαν γι’ αυτόν, κι ένιωσε σαν να βρισκόταν σε κάποιο επικίνδυνο όνειρο: έσκυψε η θηλυκή μορφή να φιλήσει την ξαπλωμένη φιγούρα και ένιωσε τα χείλη της στα χείλη του, την κοιτούσε από απόσταση, πίσω από τον φράχτη τής βροχής, και την άκουγε σαν να βρισκόταν μισή ανάσα κοντά του, να του ψιθυρίζει λόγια γεμάτα από ζωή, «ζεστά είναι ακόμα τα χείλη σου⁠6», ζεστά για την καρδιά του. 
Ξύπνα αγόρι μου. Γιατί δεν ξυπνάς;
Τουλούμι η βροχή. Έκαιγε όπως τα δάκρυα τού ερωτευμένου. Άναβε το τσιμέντο. Η νύχτα θερμαινόταν απ’ τον αχνό που ανέδιδε το πυρωμένο τσιμέντο κι άνοιγε το καβούκι της, τα πέταλά της, άνθιζε και μοσχοβολούσε φρέσκο κρέας.
Μη μ’ αφήσεις, της έλεγε ο Ρ, κι ας τους χώριζε η βροχή. Ποτέ δεν θα σ’ αφήσω, την άκουγε σαν να τους ένωνε η βροχή. Δεν μπορούσε να καταλάβει ο Ρ για ποιον λόγο μιλούσε στη θηλυκή φιγούρα, ούτε γιατί η θηλυκή φιγούρα έδειχνε να του απαντάει, δεν είχε καν τον χρόνο να μελετήσει το όλο ζήτημα -πώς κολλάει κι αν κολλάει η παρόρμηση να προφέρει προς εκείνη λόγια -τα οποία δεν μπορούσε με κανέναν νου σε κανένα σύμπαν να ελέγξει- έμοιαζε ακαταμάχητη, και άχρονη. Μη μ’ αφήνεις, φώναζε και φώναζε ο Ρ, λες και κανείς δεν μπορούσε να τον ακούσει, έτσι φώναζε, λες και ήταν στο διάστημα, ή σαν να τους χώριζε το διάστημα, το διάστημα που τους χώριζε, αυτά τα εικοσιοχτώ-τριανταδύο βήματα, ή το ένα μεγάλο βήμα, την ώρα που η θηλυκή φιγούρα μούγκριζε από πόνο, πάνω από την ασάλευτη αρσενική φιγούρα με το σφραγισμένο στόμα, τα σφραγισμένα μάτια, τα μουσκεμένα μαλλιά. Ποτέ δεν θα σ’ αφήσω, γιατί σ’ αγαπώ.

____________
1 Unknown Passage -crying lonely nights
2 Dead Moon -dagger moon
3 Nick Cave and The Bad Seeds -a box for black Paul
5 John Cale -heartbreak hotel
6 Από το έργο «Ρωμαίος και Ιουλιέτα», του Σαίξπηρ.


γ. γεωργίου