Δεν υπάρχουν προφητικά κείμενα. Υπάρχουν οι ίδιες σκέψεις, συνεπώς και οι ίδιες πράξεις, που επαναλαμβάνονται. Ούτε ιερά κείμενα υπάρχουν. Η παλαιά διαθήκη είναι γεμάτη από έναν σιχαμένο ρεαλισμό και μάλιστα ωμό -αυτό που μπερδεύει είναι η γλώσσα, που ακριβώς επειδή έχει δύναμη και ποιητικότητα ξεγελάει με πνεύμα. Η ιεροποίηση αυτής της σιχαμένης -κατασκευασμένη από τις κοινωνίες- πραγματικότητας φέρει το βάρος αμέτρητων πτωμάτων, ανείπωτης δυστυχίας. Τελευταία καταλαβαίνω όλο και πιο ξεκάθαρα ότι το πρόβλημα δεν είναι μια απεχθής πραγματικότητα, αλλά εκείνη η τάση μας να ιεροποιούμε το οτιδήποτε, αυτή δημιουργεί το πρόβλημα, το ιεροποιημένο έξω ή το ιεροποιημένο μέσα που είναι το ίδιο, οι ιδέες, οι αξίες, το άλλο, το πέρα -πρόβλημα η φυγή από τη ζωή, από αυτό που είναι ήδη δοσμένο, η ανικανοποίηση για αυτό που υπάρχει εδώ και τώρα, ζωντανό, παλλόμενο, μια ανικανοποίηση που δημιουργεί την κάθε απεχθή κατασκευασμένη πραγματικότητα. Λύση δεν είναι να αλλάξουμε την πραγματικότητα αυτή (αφού θα την αντικαταστήσουμε με κάποια άλλη) αλλά να πάψουμε να μας ενδιαφέρει μια οποιαδήποτε κατασκευασμένη πραγματικότητα, όχι με το μυαλό μας αλλά με το σώμα μας. Δεν ενδιαφέρομαι σημαίνει για τον νου: ενδιαφέρομαι για κάτι άλλο (μια άλλη πραγματικότητα -κατασκευασμένη κι αυτή). Δεν ενδιαφέρομαι σημαίνει για το σώμα: παύω να διαιωνίζω.
Έχω διαβάσει κάποια από τα βιβλία της βίβλου, και έχω μελετήσει λιγότερα, όπως του ιώβ, του εκκλησιαστή, της γενέσεως. Η λογοτεχνική αξία κάποιων είναι σπουδαία, και ως τέτοια μπορώ να την απολαύσω. Εάν τίθεται θέμα πίστης σε αυτά θα γελάσω. Πολλοί χλευάζουν αυτά τα κείμενα και συνήθως είναι εκείνοι που χλευάζουν κάθε τι που δεν είναι στη μόδα της αντίληψης, και μου κάνει εντύπωση η αντικατάσταση της ιδέας, μιας ιδέας μπανάλ, με μια άλλη ιδέα, πιο τρέντι, που ωστόσο υποδύεται την απουσία ιδέας -η κενότητα που τελικά δεν οφείλεται ποτέ στην απουσία ιδέας, πνεύματος, αλλά στην παρουσία πάντοτε μιας ιδέας εν αγνοία. Εν αγνοία, διαφορετικά θα ήταν σώμα. Παρόλη μου την αηδία στο χριστιανικό κοσμοείδωλο ποτέ δεν μπόρεσα να κοροϊδέψω τα κείμενα αυτά. Το κυρίαρχο επιχείρημα του μοδάτου κοροϊδεύοντος λόγου είναι η αντίθεση της αγάπης την οποία παπαγαλίζει ο χριστιανός στο μίσος και την κακία του θεού των κειμένων αυτών. Όσοι αντιτίθονται στη -ή χλευάζουν τη- βίβλο (που κακώς γίνεται πάντα γενικά και αόριστα -δείχνει μόνο την έλλειψη σοβαρότητας και βάθους) θα ήθελα να ξέρω αν πιστεύουν σε έναν θεό αγάπης, δικαιοσύνης κτλ. ώστε να κοροϊδεύουν την “πραγματικότητά” του όπως παρουσιάζεται στα κείμενα αυτά, λες και δεν συνάδει αυτή με τη φύση του, την ίδια στιγμή που αυτοί οι ίδιοι συνεχίζουν να χτίζουν πάνω στα θεμέλια της παραφροσύνης. Θα ‘θελα νά ‘ξερα (ρητορική η ερώτηση) αν πιστεύουν στη δυνατότητα μιας τέτοιας αγάπης, δικαιοσύνης, ειρήνης. Θα ήταν το ίδιο ανόητο με κάθε ερμηνεία των κειμένων αυτών ως ιερών. Φυσικά και δεν είναι ιερά κείμενα. Είναι κείμενα γραμμένα από ανθρώπους, όπως όλα τα κείμενα. Αν κάποτε ένα κείμενό μου θεωρούνταν ιερό θα μείωνε ή θα φούσκωνε την όποια αξία του ως κειμένου για χάρη των ηλίθιων πιστών του; αστεία κριτήρια. Είμαστε ρηχοί και πρόχειροι στις προσεγγίσεις μας, ή λατρεύουμε ή χλευάζουμε -ίδιον του όχλου δηλαδή. Και αυτό δε μας πειράζει καθόλου, αφού το να ανήκουμε κάπου θα μας δώσει και το πνεύμα μας, θα μας κάνει αναγνωρίσιμους στους άλλους. Ο θεός δείχνει πάντα τον άνθρωπο, είναι πάντα δημιουργημένος όχι σύμφωνα με τα μέτρα και τις δυνατότητες του ανθρώπου που τον δημιουργεί αλλά σύμφωνα με τους περιορισμούς αυτού. Κάποτε παρουσιαζόταν ως δίκαιος ενώ ήταν άδικος, θεός αγάπης ενώ ήταν θεός μίσους, φιλεύσπλαχνος όταν ήταν άσπλαχνος και μνησίκακος. Είναι πάντα εκεί για να γεμίζει το κενό του πραγματικού. Κάθε φορά ο άνθρωπος ανακάλυπτε τον περιορισμό του και την υπαρκτική αντίθεση σ’ αυτόν την απέδιδε σε κάτι που αποκαλεί θεό, σε κάτι απειρο και παντοδύναμο, για να εναποθέσει κει τη μοίρα του και ν’ αποφύγει την αδυσώπητη πραγματικότητα που καθρεφτίζει τα μούτρα του. Και δεν μιλάω για τα οργανωμένα μαγαζιά-θρησκείες εκμετάλλευσης της ανθρώπινης δυστυχίας. Δεν αξίζουν ιδιαίτερης ανάλυσης. Μιλώ για όλους εκείνους, εμάς, που γαντζωμένοι από το αντίθετο του περιορισμού μας ως δυνατότητα της κατ’ εικόνα ύπαρξής μας δικαιολογούμε την εγκληματική μας παρουσία στο σύντομο πέρασμά μας πάνω σ’ αυτόν τον πλανήτη. Ο άνθρωπος όπως και ο θεός του, η πραγματικότητα όπως και ο “αληθινός κόσμος” -η αντίθεση δηλαδή στην πραγματικότητα- δεν διαφέρει από τη δυναμική του διχασμένου τώρα. Μόνο που τώρα έχουν αλλάξει λίγο οι λέξεις, έχουν εκμοντερνιστεί: ο θεός πρέπει να είναι δημοκράτης, ανθρωπιστής, οικολόγος, ειρηνιστής. Αυτοί είναι και οι περιορισμοί του ανθρώπου, το αδύνατο που ποτέ δε θα γίνει. Ποτέ δε θα αλλάξει ο άνθρωπος οντολογικά και ποτέ δε θα αλλάξει και ο θεός του. Ποτέ δε θα αποβάλει ο άνθρωπος την ανθρωπιά του. Αν είναι να σπαταλάμε ενέργεια στο θέμα αυτό ας το κάνουμε με μεγαλύτερη ένταση στην παρατήρηση για να σιωπήσουμε κάποτε μήπως και ακούσουμε τη φωνή που ουρλιάζει μέσα μας, που όλες οι ιδέες την έχουν καταστήσει αγνώριστη. Δεν έχει κανένα νόημα ούτε η πίστη αλλά ούτε και η εξυπνακίστικη αντιμετώπιση -που είναι η αλλη πίστη, εκείνη στο εγώ. Τα λόγια είναι πάντα λόγια και ποτέ πραγματικότητα.
Στο βιβλίο του ιώβ μπορούμε να δούμε τον μύθο του πρώτου εξεγερμένου απέναντι στον έναν θεό και την εξουσία του, τον μύθο του πρώτου βλάσφημου. Παρατηρώ πως στο τέλος όταν ο θεός τού επιτίθεται με την ηλίθια δικαιολογία: που ήσουν εσύ όταν εγώ έκανα τα ποτάμια και τις θάλασσες; που ήσουν όταν έκανα αυτό και εκείνο; προσπαθώντας να τον ταπεινώσει, να τον κάνει να νιωσει μηδαμινός για την ύπαρξή του και έτσι να μετανιώσει για τη συνειδητοποίησή του ότι αυτός ο θεός είναι ένας καργιόλης θεός, ένας θεός που απλώς κάνει το κέφι του, ένας εξουσιαστής που θέλει να συνεχίσεις -μιας και χάρη σ’ αυτόν υπάρχεις- να δουλεύεις γι’ αυτόν ώστε να παραμένει θεός, εκεί παρουσιάζουν τον ιώβ να σπάει, να ζητάει συγγνώμη αντί να γυρίσει και να του πει: βρε δεν πας να γαμηθείς κι εσύ κι ο γρύλλος σου (=η ίδια του η εμμονή να πιστεύει σ’ αυτόν τον θεό, σε κάθε θεό, η εμμονή σε μια πίστη και αναζήτηση που δεν οδηγεί πουθενά, η παραμονή του σ’ αυτόν τον νου που δρα κατ’ αυτόν τον τρόπο, αυτό είναι ο “γρύλλος του”, βαθιά μέσα του: μήπως αυτό; και αν είναι εκείνο; μα μπορεί και να…). Ο ιώβ φοβήθηκε. Και φοβήθηκε προς διασφάλιση μιας ζωούλας κατεστραμμένης, μίζερης, ποταπής. Γι’ αυτό ακριβώς αποτέλεσε ένα από τα ιερά κείμενα της βίβλου -αν δεν τροποποιήθηκε πρώτα το τέλος σ’ αυτη τη μορφή που μας έχει παραδοθεί. Γιατί αυτό που σου λέει ο μύθος είναι: βούλωσέ το και υπάκουε. Μήπως υπάρχει κανείς που δεν βλέπει πόσο ταιριαστό είναι με τον σύγχρονο θεό μας; με τη δημοκρατία; με τον ανθρωπισμό μας; Ζούμε σε μια εποχή απανθρωπιάς, τρόμου και φασισμού, που πάντα έχει τη βάση του στην ηλιθιότητα του ανθρώπου, στην πίστη του ότι είναι μηδαμινός, ότι ζει επειδή κάποιος του δίνει δουλειά, ότι δεν έχει καν το δικαίωμα να αμφισβητήσει τον κόσμο όλο. Του λένε: βούλωσέ το, και αυτός λέει συγγνώμη. Το πολύ πολύ να κάνει ένα μικρό διάλειμμα για να χλευάσει, να εκτονωθεί λίγο σαν να βαρούσε μαλακία, λίγο πριν τη φωνή μέσα ή έξω από το μυαλό του που του φωνάζει: πως τολμάς μαλάκα; ζαρώνοντας συνερχόμενος από τον παρασυρμό του στα δήθεν πάθη του για να συνεχίσει την εγκληματική του πορεία στον κόσμο, να συνεχίσει να παράγει μέσα στην κοινωνία, να διαιωνίζει την κοινωνία, ως κοινωνία ο ίδιος. Η επίκτητη αδυναμία μας για ζωή έχει μετασχηματίσει την ύπαρξή μας σε κάτι άλλο. Είμαστε κλεισμένοι μέσα στον μύθο, μέσα στο γυαλί σαν τους κακούς στο σούπερμαν. Παρ’ όλες τις διακηρύξεις για πρόοδο, για ιστορικότητα, μόλις τα φώτα πέφτουν και η αυλαία της κοινωνικής ζωής μιας πανίσχυρης μάσκας που μας ορίζει ως κάτι ξένο από τη ζώσα ζωή -αυτή την πληρότητα δίχως νόημα- κλείνει, ετοιμάζουμε τον βωμό που θα θυσιάσουμε την ιφιγένεια για να πάνε όλα καλά.
Aυτό που μας κάνει να πιστεύουμε στη βίβλο είναι το ίδιο σε βαρύτητα με εκείνο που μας κάνει να πιστεύουμε στις υψηλές αξίες του πολιτισμού μας. Λατρεύουμε ή χλευάζουμε αλλάζοντας τα ονόματα, σταθεροί στο ίδιο κέντρο ανοησίας. Ακόμα κι όταν εναντιωνόμαστε στην πίστη δηλώνουμε πίστη στο εγώ μας, που είναι θαρρείς τόσο ισχυρό και πέρα και πάνω απ’ όλα αυτά. Το εγώ, που η πίστη είναι γέννημα δικό του. Το εγώ, που δεν μπορεί να πει “άντε και γαμήσου” ταυτοχρόνως στον θεό του, τον κόσμο, τον εαυτό του. Πάντα, κάπου, υποχωρεί. Η πίστη όσο ελάχιστη κι αν φαίνεται στην αντίληψή μας, όσο αδιόρατα πιασμένη από τη συνείδησή μας είναι μια πίστη με φρακταλική δομή. Που αν μεγεθύνεις μία πτυχή της, μία ελάχιστη καμπύλη της, θα δεις κει μέσα την ίδια, αρχική, θεμέλια πίστη.
Ο θεός δεν είναι νεκρός αγαπητέ nietzsche, είναι ζωντανός ολοζώντανος, όλος εξουσία. Όπως οι αρχαίοι θεοί μπορεί κι αυτός να πάρει ό,τι μορφή θέλει. Ο μύθος όλα τα επιτρέπει, και όλα επιτρέπονται στην εποχή μας όπως ο feyerabend (“anything goes”) είπε θριαμβολογώντας για το νέο δέρμα της εποχής που γεννιόταν. Η πραγματικότητα όμως έχει κι αυτή μάτια, έχει οπτική και μας βλέπει παρόλη την “τέχνη”, τη θολή πέτσα-φίλτρο των ματιών μας που με τον νου δημιούργησαν όλα τα ψέματα. Ο άνθρωπος είναι νεκρός, τόσο εστιασμένος σε κάθε είδους αθανασία -μια προέκταση στο μέλλον- που στέκει νεκρός στο παρόν, εκεί που η ζωή πρωτίστως εκφράζεται, ακατάπαυστα ως ροή. Νεκρός -αλλιώς τι διάολο, θα τον είχε σκοτώσει τον θεό μέχρι σήμερα! Θα είχε σκοτώσει το κέντρο που βρίσκεται βαθιά μέσα του, ή μάλλον θα το είχε ξεράσει, θα είχε σωθεί από αυτή την πηγή της αρρώστιας. Η ζωή είναι αλλού, να μια αλήθεια που στο στόμα των θρησκειών αντιστρέφεται σε ψέμα. Είναι αλλού, όχι γιατί υπάρχει ένας άλλος τόπος κάπου αλλού. Όχι γιατί υπάρχει ένα μετέπειτα, μια υπέρβαση. Όχι γιατί υπάρχει μια μεταφυσική των πραγμάτων, ένα νόημα άλλο του κόσμου -δεν υπάρχει κανένα νόημα πέρα από εκείνο που εμείς κάθε φορά κατασκευάζουμε. Είναι επειδή εδώ υπάρχει μόνο θάνατος.
Η ζωή είναι αλλού, έξω από την ανθρωπινότητα του ανθρώπου.
.. και παραμένει ο φόβος ως κέντρο του εαυτού και η ανυπαρξία ζωής ως αυτονόητος ορισμός του θανάτου μου, πριν τη γέννηση.
ΑπάντησηΔιαγραφή