Every work of art is an uncommitted crime


-Theodor Adorno-

daDa ποiησΗ dAda λογοtεΧνiα dadA pUnk dADa

Τελάλης:

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 24, 2009

Παραμονή χριστουγέννων θυμήθηκα τον Kevin Carter


Kevin Carter (Sudan, 1993)

Δυο κόσμοι που ποτέ δε θα συμφιλιωθούν παρά μόνο στον θάνατο. Είναι ο μόνος τελικά που μας κάνει ίσους, που κάνει μηδέν μαζί με το εγώ και το ίδιο το σώμα. Ο ένας κόσμος είναι αυτος στον οποίο ζούμε ως άρχοντες και σκλάβοι. Ο άλλος είναι εκείνος ο κόσμος που δε θέλουμε ποτέ να μάθουμε, ακόμα κι όταν ρωτάμε -δεν μαθαίνεις κάνοντας ερωτήσεις, δεν ρωτάς επειδή σε ενδιαφέρει, είναι άτιμο παιχνίδι του οποίου οι προθέσεις πάντα ξεγυμνώνονται στο τέλος, σαν οι πράξεις σμικρύνουν στο ελάχιστο την κάθε λέξη, την κάθε ιδέα. Δεν θέλουμε να μάθουμε, γιατί ως άρχοντες το μόνο που συνηθίσαμε να ακούμε είναι οι κολακίες των άλλων, γιατί ως σκλάβοι δε θα γινόταν παρά να αυτοκτονούσαμε.

Ήμουν στην Αφρική φωτογράφος. Στην καρδιά του κόσμου που θέλουμε να αγνοούμε. Απεικόνιζα την κατάντια, το αποτρόπαιο, τη φρίκη. Ο κόσμος των αρχόντων και σκλάβων με αντάμειψε με χρήμα πολύ και δόξα και pulitzer. Ερχόμουν από την κόλαση του Αφρικανικού, σχεδόν άχρονου, εικοσιτετραώρου στους αγχωμένους καναπέδες του πολιτισμού μας, την κόλαση που ο δικός μου κόσμος έφτειαξε, που τόσο θέλησε, και τρώγαμε σε πολυτελή εστιατόρια εκείνες τις κουτσουλιές σαν χαίρεσαι να πληρώνεις αδρά και να λαμβάνεις μια ανόητη αξία ενός ξεχωριστού ηλίθιου, σπουδαίου. Είναι που γίνεσαι κι εσύ ένας μικρός άρχοντας, με τόσους υπηρέτες να σε φροντίζουν και άλλους τόσους κόλακες να σε επευφημούν για κάτι που είναι ανάξιο εντελώς, ωστόσο άψογα κατασκευασμένο. Δεν λέω ότι δεν μου άρεσε. Η λαγνεία της φήμης πρόσταζε τον νου να διαφύγει από την οδύνη των όσων έχω δει, έτσι απλά, με ένα σήκωμα του ποτηριού, με μια πρόποση. Τρώγαμε, και τους έβλεπα, μέσω κουτσομπολιού -εκείνος εκεί είναι ο τάδε ηθοποιός;- και καταστρώσεως σχεδίου τού πως θα εφεύρουμε νόημα και αξία να πουλήσουμε αέρα και να λάβουμε χρήμα, να ρίχνουνε και καμιά ματιά στο παιδί που εκλιπαρεί για μια μπουκιά φαγητό, λίγο νερό, που δεν υπάρχει τίποτα πέρα από την παράταση του τέλους. Ίσως να κοιτούσαν πότε πότε το κοριτσάκι που προσπαθεί να συρθεί ως τη μονάδα τροφοδοσίας και περίθαλψης του ΟΗΕ, που ωστόσο αδυνατεί, δεν έχει καμία δύναμη να αντιταχθεί στον θάνατο που πλησιάζει με σκιές, την ώρα που το όρνεο γνωρίζει πως ήρθε η άτεγκτη ώρα και περιμένει ξεδιάντροπα. Θα τα κονομίσεις χοντρά μεγάλε μ' αυτήν τη φωτογραφία. Εγώ έβγαλα αυτήν τη φωτογραφία. Τώρα βλέπω μέσα από τη φωτογραφία και υποφέρω για την απώλεια μιας πραγματικότητας που όλοι αυτοί, με τις γραβάτες και τις έξυπνες ιδέες, κατατροπώνουν πίσω από τα προβαρισμένα τους χαμόγελα. Κοιτούσαμε τη στιγμή του θανάτου ενός μικρού παιδιού, ενός μικρού κοριτσιού, θα λέγαμε δυο τρεις κουβέντες πόσο άδικο είναι να γεννιέσαι εκεί που ο μόνος στόχος είναι να βγάλεις ακόμα μια νύχτα, θα τσουγκρίζαμε τα ποτήρια μας και θα συζητούσαμε για δουλειές.

Όλοι τους ήξεραν πως θα μπορούσα να βοηθήσω το μικρό ετοιμοθάνατο κορίτσι, πως το κυρτωμένο στον εαυτό του πλάσμα θα μπορούσε να είχε βγάλει εκείνη τη νύχτα, πως θα μπορούσε να πεθάνει την επομένη έστω, αντικρίζοντας λίγη αγάπη. Δεν τη βοήθησα, στάθηκα εκεί και απαθανάτισα τη μάχη με τον θάνατο, εκεί που μέσα στο λιοπύρι το ισχνό πλάσμα πέθανε από εσωτερική παγωνιά, από ολοκληρωτική ερήμωση. Εγώ, ο φωτογράφος, έγινα ακόμα πιο διάσημος, μα τι ωραία φωτογραφία! Το καημένο το κοριτσάκι, έλα γειά μας. Ωστόσο πριν κοιμηθώ η φωτογραφία εκείνη άνοιγε πάνω από το κρεβάτι μου μιαν αλήθεια, άνοιγε έναν αφρικανικό ουρανό, κραυγές δίχως λαρύγγια δίχως χειρονομία, μια τρέλα που με στοίχειωνε. Σαν άλλο όρνεο παρατηρούσα τις τελευταίες στιγμές μιας ύπαρξης να κρατηθεί λίγο ακόμα στη ζωή, στιγμές αντανακλαστικές, που αν είχαν έστω την παραμικρή δύναμη θα την έπαυαν μια στιγμή νωρίτερα. Ναι, όρνεο, βλέποντας τη φρίκη μιας πραγματικότητας μέσα από το φακό της φωτογραφικής μηχανής, του τεχνολογικού φίλτρου που εξαγόρασε την "τέχνη" και έκανε την ευτραφή δύση ένα όμορφο πεπρωμένο, σαν τις οικογενειακές φωτογραφίες που αποκρύπτουν κάθε βιαιότητα, κάθε απανθρωπιά που ξεδιπλώνεται μέσα στη ροή και σκιά της καθημερινότητας. Μου άρεσε η δόξα και το χρήμα -ίδιον του δυτικού πνεύματος και πολιτισμού- όμως άφησα ένα παιδί να πεθάνει, όμως ζω μια ζωή με προοπτική, όμως νιώθω ότι είμαι υπεύθυνος -και ακόμα περισσότερο με τον τρόπο της ζωής μου που ευθύνεται για εκατομμύρια θανάτους. Φορές δικαιολογούμαι με τις αρρώστιες που πιθανόν το μικρό κορίτσι να έφερε, αρρώστιες που δεν κάνει να έρθεις σε επαφή αν είσαι ο αποστειρωμένος χέστης της δύσης που με το πρώτο συνάχι του χειμώνα σπεύδεις στον ειδικό να σε καθησυχάσει με μια λίστα φαρμάκων που αμέσως θα πας να αγοράσεις. Αν και ποτέ δεν υπήρξα χέστης. Αν και, δικαιολογούμαι, ο αδικαιολόγητος. Ναι, υπήρχε εντολή στους δημοσιογράφους να μην εμπλέκονται με τα ζόμπι. Όμως πως να χωνέψω που δεν έκανα τίποτα εκτός του να δώσω μια ευκαιρία στον εαυτό μου να πλουτίσει ή να γίνει σπουδαίος; Κι αν ήταν ένας δικός μου άνθρωπος μήπως δε θα έπεφτα με τα μούτρα να βοηθήσω ακόμα κι αν μας χώριζε ηλεκτροφόρο σύρμα; Ήταν οι αρρώστιες του μικρού κοριτσιού ή το ότι δεν είναι κάτι δικό μου, κάτι που να μου ανήκει με κάποιον τρόπο; Κάτι που να έχω εξουσία, εν τέλει, πάνω του; Αδιέξοδο αυτό που χτίσαμε. Τώρα το ξέρω -τώρα που δεν μπορώ να κοιμηθώ άλλο. Μπορεί να είμαι εγκληματίας μιας και η διαδρομή από τον σκλάβο στον άρχοντα περνάει μέσα από το έγκλημα, μέσα από την ατιμία, τον φόβο, τη δειλία, τα στραβά μάτια που προσπαθούν να βλέπουν όμορφα και ακριβά πράγματα, όμορφους και επιτυχημένους ανθρώπους. Μπορεί να είμαι και διάσημος. Μπορεί να είμαι όλα αυτά, όμως πλέον βλέπω ξεκάθαρα και δεν αντέχω άλλο τόση αλήθεια. Δε θα ρωτήσω για εκείνον τον κόσμο που κοίταξα μέσα από τον φωτογραφικό φακό, δεν έχει νόημα να ρωτήσω τίποτα, πλέον ξέρω και θα ήταν επιθυμητό να μην ξέρω τίποτα, δεν έχει πια σημασία καμιά. Είμαι γυμνός. Οι λέξεις και οι ιδέες δεν μετράνε πια. Να που στέκομαι εδώ, μέσα στο κόκκινο αυτοκίνητό μου, να το αέριο που εισβάλλει μέσα κάνοντάς με να σκεφτώ όλη μου τη ζωή. Βλέπω να 'μαι εκεί, να αφήνω τη φωτογραφική μηχανή στο χώμα και να σπεύδω να αγκαλιάσω το μικρό κορίτσι, σαν να ήταν η κόρη μου -την αγκαλιάζω και κλαίω, την σφίγγω για μια στιγμή, κι έπειτα μουδιάζω, μουδιάζω, μουδιάζω ολοένα... Κλείνω τα μάτια.



Ο Kevin Carter αυτοκτόνησε με μονοξείδιο του άνθρακα σε ηλικία 34 ετών προσαρμόζοντας ένα λάστιχο από την εξάτμιση στο εσωτερικό του αυτοκινήτου. Στο σημείωμα που άφησε, μεταξύ άλλων έλεγε: «I'm really, really sorry. The pain of life overrides the joy to the point that joy does not exist».


Kevin Carter -portrait


Η επιλογή του να αυτοκτονήσει, να εγκαταλείψει τούτον τον κόσμο, να αρνηθεί πέρα από το βάρος των πράξεων, των τύψεων, κάθε ίχνος εξουσίας και βολέματος, τον καθιστά τραγική φιγούρα μιας πραγματικότητας που ξεχνάμε εμείς πολύ εύκολα περπατώντας στους δρόμους με τα ατελείωτα σκουπιδοφαγάδικα, ανοίγοντας το ψυγείο μας, κάνοντας ζάπινγκ, πουλώντας μούρη στον σύντροφό μας, διαπαιδαγωγώντας τα παιδιά μας σύμφωνα με την ηλιθιότητά μας, σκοτώνοντας την πλήξη μας με συναντήσεις στα μπαρ της πόλης, με επαναλαμβανόμενους διαλόγους, φανατισμό και ιδεοληψίες, μα πάνω απ' όλα με την αποφυγή -που πλέον συνιστά αυτοσκοπό- από μέρους μας κάθε πράγματος που μπορεί να επιφέρει πόνο. Ο Kevin Carter γίνεται πόσο πιο αληθινός και ειλικρινής από όλους εμάς που συνεχίζουμε να βρίσκουμε δικαιολογίες, που συνεχίζουμε να εφευρίσκουμε ιδέες και λέξεις ώστε να βολέψουμε το τομάρι μας και να διαιωνίσουμε το υπάρχον ως κατ' εικόνα και καθ' ομοίωση του. Ποτέ δε θα καταφύγουμε στις πράξεις που μας κάνουν πιο αληθινούς και πιο ευαίσθητους. Η ευκολία (το δοσμένο, το "έτσι είναι εγώ θα τ' αλλάξω;", η μίμηση και η απομίμηση, η συνήθεια, το βόλεμα, η βαρβαρότητα) σφράγισε την εποχή μας. Ο φωτογράφος μας δεν ανακάλυψε ποτέ τις -και δεν βρήκε διέδοξο ποτέ στις- πράξεις που θα τον έκαναν ανθρωπινότερο, ακολούθησε τον άλλο δρόμο και γεύτηκε το όνειρο των πολλών, το αρχοντιλίκι. Για να ξανακέρδιζε τη χαμένη του ανθρωπιά θα έπρεπε να διαγράψει άλμα, ένα απότομο, ξαφνικό, και βίαιο άλμα. Μια στιγμή ηρωική ακριβώς γιατί εμπεριέχει όλη του την αλήθεια.

Πέθανε σαν σκλάβος.

Ελεύθερος πια.


γ. γεωργίου (Νύχτα του 2009)


Δευτέρα, Δεκεμβρίου 21, 2009

Μιχάλης Καρπουτσής


Το ποίημα ενός φίλου καθώς προσφέρεται, μια κόλλα χαρτί και τίποτα άλλο, συνομιλία που δημιουργεί ένα κέντρο, γίνεται δώρο πολύτιμο. Συγγραφέας και αναγνώστης (και οι δύο, ως τέτοιοι, κατά σύμπτωση) π' αλλάζουν ρόλους, μεταμορφώνονται από το αίσθημα, μεταμορφώνονται στην ένταση. Εκεί που είναι ίσοι. Το λιγόστεμα της μοναξιάς είναι αυτή η ισότητα, αυτή η συμμετοχή. Χαίρομαι που φιλοξενώ εδώ μια τέτοια στιγμή. Να 'σαι καλά Μιχάλη.

γ. γεωργίου


Harry Callahan - Kansas City 1981


Φτάνει να δεις το φως

κι όλα θα σωριαστούνε χαμηλά.

Φτάνει να δεις τον ήλιο

κι όλα θα γίνουν κίτρινο.

Φτάνει να πεις πως όλα είναι

άνεμος

κι ύστερα φύσα όσο πιο δυνατά μπορείς.


Τίποτε δεν αξίζει πια

στο δρόμο, στο δωμάτιο, στο πάρκο,

τώρα που όλα παραμένουν

ακίνητα

από το χτεσινό ξεφάντωμα μιας τρέλας.


Πήδα στο ύψος του κενού

και πέτα

πάνω απ' τις σκιές

της καθημερινής απελπισίας.


Τα χέρια μας

φτυάρια για τάφους,

τα πόδια μας γελάδες γι' αλέτρια

κι όλο μας το σώμα

εξάρτημα μηχανής

κολλημένο στις ίδιες

ημερομηνίες,

πνιγμένο στην κολυμβήθρα

της προσμονής

ουρλιάζει δίχως νόημα.



Μιχάλης Καρπουτσής - (Καλοκαίρι, 2009)


Σάββατο, Δεκεμβρίου 12, 2009

Φαντάσματα



Στο δωμάτιο κελί με τον σύρτη και το χοντρό λουκέτο, μου είπε πολύ απλά: don't go out with the camera. You're gonna be killed.

Σκέφτομαι πολύ σε αυτήν την εικόνα. Είναι μία από τις πολλές που με έχουν πληγώσει, άλλες φορές με την φυσικότητά τους, άλλες με την ωμότητά τους, άλλες με την πεποίθηση που μου γεννούν ότι έρχονται από το μέλλον. Φορές θαρρώ πως ήταν σαν να 'μουν ο μόνος που τις είδε, παγιδευμένος σε κάποια παρανοϊκή ταινία, σαν να 'χα ξυπνήσει κατσαρίδα ας πούμε και να με ανησυχούσε η αδυναμία μου να πάω στη δουλειά, γι' αυτό και δυσκολεύομαι αφάνταστα να βρω μέσα στη γλώσσα εκείνα τα στοιχεία που θα τις κάνουν πραγματικές, ανθρώπινες ιστορίες -πώς θα μπορούσαν να γίνουν αυτό που είναι; ανθρώπινες, ιστορίες ανθρώπων;

Το σπιτάκι που μέναμε ήταν απλό με δυο τρία αντικείμενα, βρόμικο χαλί και πλαστικά λουλούδια στο μικρό τραπέζι. Χαμηλοτάβανο, με δύο πόρτες σιδερένιες, κλειδαριά, μεγάλο σιδερένιο σύρτη και χοντρό λουκέτο. Δίχως παράθυρα, ή μάλλον με λιγοστά, που δεν ανοίγαν προς τα έξω ούτε προς τα μέσα. Άνοιγαν συρταρωτά στο πλάι, και πριν δεις τον έξω κόσμο έβλεπες τα σιδερένια κάγκελα που κάποτε εμπόδιζαν ακόμα και ένα χέρι να περάσει μέσα. Εμείς δεν τα ανοίγαμε σχεδόν ποτέ μιας και πέρα από το ότι δεν υπήρχε και τίποτα που άξιζε να δει κανείς, δε θέλαμε να μας δει κανείς, κανείς να μην ξέρει -όσο λιγότεροι τόσο καλύτερα- ότι εκεί μένουμε -μία όμορφη κοπέλα και ένας ξένος, ασπρουλιάρης, και πόσο μάλλον ευρωπαίος άρα και με χρήμα. Δεν θα ρίσκαρα κάτι τέτοιο, ούτε μπορείς να εξηγήσεις σε κάποιον που δεν έχει να φάει ότι παρόλο που ήρθες από μια χώρα ευρωπαϊκή δεν έχεις λεφτά -άσε που ούτε καν ευρωπαϊκή θα την έλεγες τη χώρα εκείνη. Κανείς δεν θα σε πιστέψει -σαν να σε δει η γυναίκα σου να κοιμάσαι στο κρεβάτι με κάποια άλλη -τύχη κακιά- και μόλις διασταυρωθεί το βλέμμα σου μ' εκείνης, πεις, «δεν είναι αυτό που νομίζεις». Τα ίδια πάντα λόγια. Τα ίδια σπίτια ήταν όλα τους εκεί, μικρά το ένα πάνω στο άλλο και κολλημένα μεταξύ τους, με σιδερένιες πόρτες και σύρτες λουκέτα κλειδαριές. Με τα ίδια παράθυρα. Με τους ίδια φοβισμένους ανθρώπους. Γύρω γύρω είχε μικρούς μπαχτσέδες με εξωτικά λουλούδια. Και πιο πέρα ένα γύρο το συρματόπλεγμα, ψηλό σαν φυλακή. Η φυλακή ήταν αρκετά ασφαλής για όσους ζούσαν φυλακισμένοι. Φρουρός πάντα ήλεγχε στην πύλη η οποία δεν άνοιγε δίχως την παρέμβασή του. Οι άλλοι έξω από τη φυλακή ήταν τα ζόμπι. Ανάμεσά τους και δωδεκάχρονα με μωρά στα χέρια ή παραπεταμένα δίπλα και μέσα στις μύξες τους, παιδιά με κοιλιές φουσκωμένες κυοφορώντας δυστυχία, και περίεργοι τύποι με βλέμματα και εκφράσεις που δεν μπορείς να κατανοήσεις, ούτε να ψυλλιαστείς, άγνωστες τελείως από κάθε σου μαμόθρεφτη, «ευρωπαϊκή», εμπειρία. Κι όταν κέρδιζε ή έχανε η ομάδα τους στο ποδόσφαιρο αυτοί ξεχύνονταν αφηνιασμένοι στους δρόμους των παραγκουπόλεων και το πέρασμα της νύχτας άφηνε πίσω του κορμιά βιασμένα, πληγωμένα, κάποιες φορές και ακρωτηριασμένα. Την επομένη ανοίγαν και πάλι τα "ιερά μαγαζιά" (κι ήταν τόσα πολλά σε κείνη τη γειτονιά) πουλώντας μια καλύτερη ζωή μετά θάνατο. Πρωινή προσευχή και πάμε πάλι άλλη μια μέρα με νέες εκπλήξεις.

Οι παραγκουπόλεις μπροστά μας που εκτείνονταν μέχρι τις πλαγιές του βουνού, τα γκέτο της εξαθλίωσης που ποτέ μου δε θα έχω εικόνα εκτός από αυτήν την εξ αποστάσεως, σαν καρτ ποστάλ μα με την ένταση του τοπίου της στο σώμα μου. Όταν ρώτησα τη μάνα της τι παίζει εκεί, μου είπε κάτι στα ισπανικά που η μετάφρασή του έλεγε πως εκεί δεν πηγαίνεις. Ρώτησα γιατί.

«Είναι πάρα πολύ επικίνδυνα»

«Γιατί, εδώ δεν είναι;»

«Είναι, όμως όχι τόσο». Μου έδειξε με το δάχτυλο σχηματίζοντας όρια ενός χάρτη νοερού, νοητού. Ήταν η άλλη πόλη. «Η μισή και παραπάνω πόλη είναι πολύ επικίνδυνη, κανείς δεν πηγαίνει εκεί αν δεν μένει εκεί»

«Η μισή πόλη; και πόσο πληθυσμό έχει η Cali;»

«5-6 εκατομμύρια…»

5-6 εκατομμύρια, έτσι μου είπε… ωστόσο η google δίνει ένα νούμερο πάνω από 2 εκατομμύρια, «μόνο». Αναρωτιέμαι, κοιτάζοντας τη μεγάλη αυτήν πόλη την οποία γύρισα σχεδόν από τη μία άκρη ως την άλλη -εκτός της απαγορευμένης ‟πόλης” των εξαθλιωμένων, μέσα στην πόλη- αν τα νούμερα και η αλήθεια τους έχουν σημασία, αν το νούμερο της google μετράει τη μισή πόλη, ή αν απλώς τα 5-6 εκατομμύρια δεν είναι παρά μια κακή εκτίμηση ή λάθος γνώση από πλευράς της μητέρας. Ωστόσο, σημειώνω ότι, διαβάζοντας από περιέργεια στην google για την Cali σχηματίζεται στο νου μου μια γενική εικόνα της πόλης που δεν τέμνεται πουθενά με την γνώση των ματιών που δεν μπορούν παρά τραυματισμένα να συνεχίζουν να βλέπουν θαρρείς σε μαρτύριο. Που είναι τα περιφραγμένα γκέτο; που είναι οι στατιστικές βιασμών και σεξουαλικής κακοποίησης -παιδοφιλίας- μέσα στις οικογένειες, και μάλιστα με την γνώση των περισσοτέρων; τι θα έλεγε μια τέτοια στατιστική και κατά πόσο θα μπορούσε να μιλάει για την πραγματικότητα; Που είναι οι χιλιάδες που πεθαίνουν ανήμποροι στα πεζοδρόμια και στις σκοτεινές γωνιές; και που οι μπάτσοι που τους κλοτσούν να πάνε κάπου αλλού να ψοφήσουν; Που είναι τα μαύρα αστέρια με το κίτρινο περίγραμμα που οι αρχές κολλούν στο τσιμέντο, εκεί που οι άνθρωποι χάνουν τη ζωή τους για πάντα; που περπατώντας προς τα μουσεία ή προς οπουδήποτε μπορείς να μετρήσεις τους νεκρούς, να διαβάσεις την ιστορία του εκάστοτε δρόμου -και να τον αποφύγεις ίσως. Που είναι εκείνο το πρωτοσέλιδο εφημερίδας -ανάμεσα στα τόσα άλλα παραπλήσια- όπου ένστολος περισυλλέγει ένα τυχαίο διαμελισμένο σώμα κρατώντας στη χούφτα του το κεφάλι; σε εφημερίδα, που σημαίνει σε κοινή θέα. Πού όλη εκείνη η ψυχολογική βία που σχεδόν τη συλλαμβάνεις από τα ρουθούνια σαν να 'ταν άνεμος κακών μαντάτων, σκεπάζοντας την ήδη, με βεβαιότητα, υπάρχουσα πραγματικότητα, κάνοντάς την φάντασμα φοβερό που απειλεί την κάθε επόμενη στιγμή με ξέσπασμα φρίκης; Η μόνη αναφορά της google στην πραγματικότητα -ωστόσο, άνευρη σαν κουφάρι, δοσμένη μέσα από τη στατιστική- με τον τίτλο Crime, καταλαμβάνει -«στατιστικά»- μηδαμινή έκταση στο άρθρο. Όποιος και να είναι ο αριθμός των κατοίκων που ολοένα αυξομειώνεται από τις ακατάσχετες γεννήσεις, τις δολοφονίες, τους εκτοπισμένους από τη γη τους ινδιάνους, ένα είναι σίγουρο: δεν πας εκεί, του οποίου μόνο ένα μέρος είχε δείξει το δάχτυλο και έπειτα υπονοήσει πίσω από τα κτήρια.

Όσο δυνατός και να πίστευα ότι είμαι, ο ένας μήνας διαμονής σε κείνη τη γειτονιά με τσάκισε.

Δεν έβγαινα και πολύ από το σπιτάκι. Και όταν έβγαινα προσπαθούσα να γυρίσω όσο ήταν μέρα, μέχρι τις 6 περίπου το απόγευμα δηλαδή. Το μόνιμο αλάρμ κατά τις εξόδους μου μού έγινε τικ που χρειάστηκε να περάσει καιρός για να αποβάλλω. Και δεν ξέρω κατά πόσο το απέβαλα τελείως. Κάτι πρέπει να υπάρχει μέσα μου που κάνει μετάσταση στα αισθήματά μου, που κάνει αυτήν την καθημερινότητα συμπαγή σαν γροθιά που μου καίει τα σωθικά. Μία αίσθηση του φοβερού, κι έπειτα ναυτία, ότι δεν ήρθα από την Κολομβία, ότι δεν μπορεί να είναι έτσι καμιά χώρα και κανένας λαός, ότι ποτέ δεν υπήρξε, ποτέ δεν έγινε… -δεν μπορεί παρά να ήρθα από το μέλλον. Μια πεποίθηση παράξενη αφού ό,τι τη γέννησε έλαβε χώρα μπροστά στα μάτια μου, βαθιά πίσω από τον αμφιβληστροειδή μου. Ένα μέλλον ζοφερό. Και θα μπορούσα να γράφω μήπως ξορκίσω τούτο από μέσα μου και γίνω και πάλι τυφλός, αφελής και ιδεαλιστής να λέω μεγάλα λόγια, όπως ίσως κάποτε, αγνοώντας αυτό που πλησιάζει, πεισματικά αρνούμενος τα σημάδια, αποστρέφοντας το πρόσωπο, και να εκσπερματώνω πνευματικώς, όπως τόσοι λόγιοι και ποιητές -όλη τούτη η εκλεπτυσμένη γελοιότητα. Μου είναι αδύνατον πλέον. Το δηλητήριο της πραγματικότητας θα το πιω. Γι' αυτό γράφω, μήπως και φύγει από μέσα μου και στοιχειώσει τις λέξεις, δίχως να το αρνηθώ -μήπως τελικά σωθώ από τις λέξεις. Όμως οι άτιμες δε λένε να τελειώσουν, λερναίες ύδρες ή μπαμπούσκες που ξεπηδούν σε κάθε απόπειρα τέλους, τομάρι που κόλλησε πάνω μου με δηλητήριο ποτισμένο του Νέσσου το αίμα. Γι' αυτό και προσαρμόζομαι μέσα τους, τις αφήνω να μιλήσουν, να χορέψουν με μανία, με την ελπίδα φορές να με καταστρέψουν λυτρώνοντάς με από τη μνήμη του μέλλοντος.

Μην πας έξω με την κάμερα.

Μετά από μερικές μέρες δεν ένιωθα και πολλά πράγματα, ωστόσο πάντα έπαιρνα τα μέτρα μου. Ένα κίτρινο σορτσάκι δίχως τσέπη, μια φανέλα λευκή και παντόφλες -η στολή μου έξω. Όχι μόνο δεν είχα τίποτα μαζί μου αλλά και μου φαινόταν. Κάποια μέρα δεν ένιωθα τίποτα, μάλλον, πέρα από μια πλήξη που δεν μπορούσε να καταλάβει τον εαυτό της, ίσως και να μην την ένοιαζε πια. Πήρα τη μικρή πλακέ φωτογραφική μηχανή, την έβαλα μέσα στο σορτσάκι, αφήνοντας τον φακό απ' έξω, περπατούσα, σήκωνα λίγο την φανέλα και τραβούσα φωτογραφίες προσεχτικά -ό,τι έβγαινε. Επανέλαβα με περισσότερο θάρρος.

Πλέον οι φωτογραφίες που έχω από κει (σκέφτομαι να αποτελέσουν ξεχωριστή δημοσίευση) αποδεικνύουν την ύπαρξη εκείνου του τόπου, ωστόσο είναι νεκρές, δεν αισθάνονται και δεν εκπέμπουν τίποτα -τουλάχιστον σε μένα. Είναι σαν τα κέρινα ομοιώματα της Μαρί Τισό. Δεν αφηγούνται ιστορίες, δεν έχουν φόβο, δεν επιδρούν στο πετσί σου. Δεν γλυτώνεις από αυτές για να πας στο μικρό σου κελί να κλειδωθείς κι έτσι να νιώσεις καλύτερα.

Ένα μεσημέρι πήγαμε σε ένα μαγαζάκι της γειτονιάς που πουλούσε διάφορα τρόφιμα. Σάπιο κρέας εκτεθειμένο στην ατμόσφαιρα, βρομούσε, λίγα σάπια λαχανικά, κάτι αλλόκοτες κονσέρβες, κόλλησα, δεν μπορούσα να σκεφτώ κάτι που θα μπορούσα να φάω δίχως να νιώσω αηδία. Ίσως κανα κατεψυγμένο κοτόπουλο; Κάτι ξεκίνησα να λέω στ' αγγλικά στην όμορφη κολομβιανή, κάτι περί κοτόπουλου, όταν η μάνα και η κόρη, ιδιοκτήτες του μαγαζιού, σάστισαν και την ρώτησαν στα ισπανικά «καλά δεν μιλάει ισπανικά;». Σαν ποτέ τους να μην άκουσαν άλλη γλώσσα. Δεν μπορούσαν να φανταστούν ξένο σε κείνη τη γειτονιά, ίσως ούτε καν εν γένει -όχι ότι είχαν κανένα πρόβλημα με την παρουσία μου, ίσα ίσα έγινα κι αξιοθέατος. Σε κάθε περίπτωση φυσικά δεν με κολάκεψε καθόλου που ήμουν ο πρώτος ξένος, αν ήμουν, που προφανώς ήμουν. Η αλήθεια είναι πως ένιωσα τόσο ανήμπορος να υπάρξω εκεί, κι ας υπήρχα, τόσο μακριά από καθετί που είχα ζήσει. Ξένος. Κι όχι επειδή οι άνθρωποι δεν με δέχονταν -κάθε άλλο- ούτε επειδή ήμουν άλλης εθνικότητας, αλλά επειδή η απόσταση των ματιών από την αίσθηση ήταν ένα χάσμα. Γνώρισα κάποιους ανθρώπους οι οποίοι ήταν πολύ φιλόξενοι και ιδιαίτερα φιλικοί. Δεν πίστευαν πως ήμουν έλληνας, πως ήρθα από τόσο μακριά, που μόνο στις τηλεοράσεις ή στο σχολείο είχαν ακούσει. Και ό,τι γνώριζαν ήταν τόσο ωραιοποιημένο και έξω από την πραγματικότητα (σαν να διαβάζεις στην google για την Cali, ας πούμε) που στις συζητήσεις μας για την ελλάδα και την πραγματικότητά της δεν μπορούσαν παρά να ξαφνιαστούν ή σοκαριστούν με την απομυθοποίηση των όσων είχαν σχηματίσει στο νου τους ελλείψει ενός σώματος που να τους συνδέει με το πραγματικό μέσω του βιώματος. Ο χρόνος γι' αυτούς, υποθέτω, είχε παγώσει κάπου πολύ παλιά στους αρχαίους κόσμους, όπως και σε μας άλλωστε -το μεγάλο μας πρόβλημα που φαντάζεται θολά και πολύ φτωχά τους αρχαίους σαν παππούδες μας ενώ οι πατεράδες μας βαστάνε κάπου στο βυζάντιο, πίσω από τον σταυρό, το ψέμα, και την οκνηρία. Η διαφορά μεταξύ Ελλάδας και Κολομβίας όταν προσπαθείς να μιλήσεις περί αυτών είναι ότι στην περίπτωση της Κολομβίας δυσκολεύεσαι να βρεις λέξεις, να σχηματίσεις προτάσεις, να βρεις έκφραση που να περιγράφει σωστά την πραγματικότητα. Εκεί, η πραγματικότητα έχει ξεπεράσει τη λογοτεχνία.


γ. γεωργίου


Δευτέρα, Δεκεμβρίου 07, 2009

Ένα ποίημα ακόμη




Ένας κόσμος τέναγος

Που αισθάνεται στασιμότητα μπρος στο ύψωμα του χόρτου

Κατήργησε με νόμο το μεγάλωμά του

Τώρα πια τίποτε δε σαλεύει

Μέχρι κ' οι Υάκινθοι σιωπούν ενώ

Ηγέτες με φελπεδένιες φορεσιές καμαρώνουν τη νίκη τους

Την καθολική υποταγή της φύσης στην ακινησία


Μα τι ανόητοι!

Ποιος ροζιασμένος νους θα μπορούσε να κοιτάξει

Κάτω απ' τη γη;

Εκεί όπου

Οι ρίζες εδραιώνουν τη δική τους αλήθεια


(Για έναν δεύτερο Ήλιο, Αύγουστος '98, Σέρρες)


γ. γεωργίου


Πέμπτη, Δεκεμβρίου 03, 2009

Κασσάνδρα



Κασσάνδρα. Η κόρη του Πριάμου, του βασιλιά της Τροίας, που προφήτευσε την καταστροφή της πόλης, όμως, λόγω της κατάρας του Απόλλωνα που δεν του κάθισε, ουδείς την πίστεψε.

Από την Ορέστεια του Ξενάκη -με τον βαρύτονο Σπύρο Σακκά σε μια εκπληκτική ερμηνεία


Σάββατο, Νοεμβρίου 28, 2009

Αναδημοσίευση


Πέρασε καιρός από τότε που δημοσιεύτηκε το κείμενο του ψυχιάτρου και ποιητή κ Παστάκα Σωτήρη. Ενδιαφέρον, όπως και η συζήτηση που ακολούθησε. Αναδημοσιεύω το δημοσιευμένο κείμενο και επίσης το σχόλιο που είχα κάνει. Ο κύριος Πατιός σχολίασε με τη σειρά του το δικό μου σχόλιο εδώ, στη δημοσίευση "καθημερινές κινήσεις".

Η αναδημοσίευση γίνεται μιας και βρίσκω την εισήγηση του κ Παστάκα αρκετά ενδιαφέρουσα -χθες μάλιστα είχα μια συζήτηση επί του θέματος με έναν φίλο, και δε θα ήθελα να κλείσει η συζήτηση έτσι, αλλά να πυροδοτήσει σκέψεις, να γεννήσει διάλογο. Εάν...


Σωτήρης Παστάκας, η Φυσική της Ποίησης (εισήγηση στο συνέδρειο της ΕΕΦ)


Η τέχνη και η επιστήμη είναι παράλληλοι κόσμοι. Τα μόρια που υπάρχουν ανάμεσά τους όταν απωθούνται-έλκονται συντελούν στην δημιουργία του σύμπαντος. Πίστευα ακράδαντα πως η αρχή είναι ο λόγος. Ο λόγος δηλαδή είναι η απαρχή του σύμπαντος. Από τον Όμηρο και ακόμα πιο πριν με τον Ησίοδο όλη η ανθρωπότητα πίστευε και ενθουσιαζόταν από τον ποιητικό λόγο. Αυτό συνεχιζόταν μέχρι το 1950 περίπου, ή για να είμαστε πιο ακριβείς μέχρι τις 6 Αυγούστου του 1945: με την έκρηξη της ατομικής βόμβας στη Χιροσίμα, ο κόσμος μαγεύτηκε από κάτι που θα διέβρωνε σιγά-σιγά το ενδιαφέρον του για τις καλές τέχνες.

Οι ραγδαίες εξελίξεις της Φυσικής και της επιστήμης γενικότερα μετατόπισαν σιγά-σιγά το ενδιαφέρον από την τέχνη στα επιτεύγματα της τεχνολογίας.
Τα επιτεύγματα της επιστήμης την τελευταία 50ετία είναι τόσο θεαματικά, χαράζονται τόσο επίμονα στο φαντασιακό ασυνείδητο όλων μας, σε βαθμό που να έχουν αντικαταστήσει την έκπληξη που μέχρι πρότινος την παρείχε μόνο η τέχνη.
Η προσωπική μου άποψη είναι πώς η κρίση που περνάνε όλες οι τέχνες στις μέρες μας δεν οφείλετε σε όλα αυτά τα κοινότυπα που ακούμε κάθε μέρα: την κρίση των δημιουργών, την αδυναμία των έργων, την ελλιπή προβολή από τα ΜΜΕ, τους έφηβους που δεν διαβάζουν κ.τ.λ., κ.τ.λ.

Από χρόνια έχει εδραιωθεί η προσωπική μου πεποίθηση πως οι τέχνες έχουνε πάψει να εκπλήσσουν τον καθημερινό άνθρωπό. Η έκπληξη που του προσφέρουν οι επιστημονικές ανακαλύψεις που μας βομβαρδίζουν όλους μας σε καθημερινή βάση, έχουνε μετατοπίσει το ενδιαφέρον του και τις φαντασιωτικές του ανάγκες στην Φυσική, στην Βιολογία, την Ιατρική και την Πληροφορική.
Ο ποιητής φαίνεται να μην μπορεί να συγκινήσει πλέον: κλεισμένος σε μια καθημερινότητα που πολλές φορές είναι ακόμη πιο μίζερη κι από αυτή των αναγνωστών του αναλώνεται σε τετριμμένες καθημερινές εμπειρίες πουν δεν έχουν το άλλοθι του μοναδικού και του ανεπανάληπτου.
Η ποίηση, όπως και οι άλλες Τέχνες έχει επείγουσα ανάγκη ν’ ανακαλύψει εκ νέου τη φυσική της: εκείνη την προωθητική δύναμη που την ταξίδεψε από τον Όμηρο μέχρι τις μέρες μας για να μας πάει ως το τέλος του κόσμου…Εν αρχή ην ο λόγος, κι ο λόγος πάλι θα γράψει τη λέξη τέλος.
Μια εσχατολογική ποίηση είναι αυτή που θα έχει και πάλι τον πρώτο λόγο στις συγκινήσεις μας…Φτάνει πια να εφησυχάζουμε με τη σκέψη πως σε «αντιποιητικούς» καιρούς, το καθήκον του καλλιτέχνη είναι να κρατάει αναμμένη απλώς, να συντηρεί, τη φλόγα του κεριού του με την ελπίδα πως θα έρθει μια νέα εποχή…
Δεν μπορούμε να περιμένουμε άλλο…Ο Αντρέι Ταρκόφσκυ, ο τελευταίος ποιητής, μας έχει δείξει το δρόμο: ο Ποιητής (με το Π κεφαλαίο, πλέον) είναι ο επίμονος καλλιεργητής του απόλυτου. Για να το κυνηγήσει προϋποθέτει τη Θυσία του εαυτού του.
Μόνο όταν ο Καλλιτέχνης είναι διατεθειμένος να κυνηγήσει το απόλυτο και να θυσιάσει για χάρη του την προσωπική του ύπαρξη, μόνον τότε θα έχουμε πάλι ποιητές. Ως τότε, μέχρι να εμφανιστούν αυτοί οι νέοι καλλιτέχνες (στη μουσική, στον κινηματογράφο, στη ζωγραφική, στην ποίηση) η Τέχνη θα εξακολουθεί να παραμένει ένα προϊόν προς κατανάλωση και τέρψη, και θα συνεχίσει να υπολείπεται σημαντικά από την επιστήμη.


-δημοσιεύτηκε στο Ποιείν στις 8 νοεμβρίου-



Σχόλιο


(Ζητώ προκαταβολικά συγγνώμη από τους συνομιλητές και αναγνώστες για το «σεντόνι» που ακολουθεί -όπως λένε στου Σαραντάκου. Επίσης για το ότι παρακάμπτω την ενδιαφέρουσα συζήτηση για να εκθέσω σκέψεις που γεννήθηκαν με αφορμή το γόνιμο κείμενο του κ. Σωτήρη Παστάκα)

Το δέντρο της γνώσης δεν είναι το δέντρο της ζωής έλεγε ο Νίτσε.

Η επιστήμη δεν θα μπορέσει ποτέ να νικήσει τον μύθο όσο κι αν το ποθεί. Αυτό ξεκίνησε ως η αναγκαία σύγκρουση με τη φρίκη και ανοησία των εκκλησιών -εναντίον της μυθολογίας του χριστιανισμού που εξουσίαζε με τρόπο αισχρό καταστρέφοντας ό,τι αντετίθετο στα είδωλά της τα οποία φρόντιζε να εκτρέφει με κάθε μέσο ισχυροποιώντας τη βασιλεία μιας «ιερής επιχείρησης». Πλέον τα θρησκευτικά δόγματα έχουν αποδυναμωθεί και φορές απομυθοποιηθεί από τις συνειδήσεις ανθρώπων που αναζητούν ελεύθερα την ελευθερία τους -αν μπορώ να το πω- μια ελευθερία της οποίας τα χαρακτηριστικά είναι μεταβλητά, και η άλλοτε μία και αληθινή οδός έγινε απροσμέτρητοι δρομίσκοι και ατελείωτα μονοπάτια στα δάση της ύπαρξης. Τόσες αλήθειες όσες και οι άνθρωποι. Ο καθείς και τα όπλα του, με τη φωνή του Ελύτη. Η έκφραση της αλήθειας του καθενός αναλόγως με τα μέσα που διαθέτει, την κλίση του, σαν το βάδισμα που σε κάθε άνθρωπο είναι διαφορετικό, συνιστά μια ποικιλία που πάντα είναι προς όφελος της ίδιας της ζωής. Η ζωή δεν έχει ανάγκη από τη δημιουργία ενός προτύπου (είτε είναι κάποιος χριστός είτε κάποιος φιλόσοφος, ποιητής, τραγουδιστής, χορευτής κτλ) το οποίο πρέπει οι άλλοι να ακολουθήσουν. Η ζωή ζητά να εκφραστεί μοναδικά μέσα από την κάθε ύπαρξη, κι αυτή είναι άλλωστε και η ομορφιά της ζωής -η ομορφιά της, γιατί αλήθεια ίσως δεν υπάρχει. Όταν δεν αντέχουμε τη ζωή, όταν δε μας αρκεί, ψάχνουμε το νόημα, την αλήθεια, δηλαδή ψάχνουμε κάτι άλλο από αυτό που ήδη έχουμε και είμαστε, κάτι που είναι έξω από εμάς. Τι είπε ο ένας και ο άλλος είναι προτεραιότητά μας. Την στιγμή που αδυνατούμε να γευτούμε τη ζωή μέσα μας και αυτή να είναι αρκετή. Σαν ένα λουλούδι μοναδικό που μεγαλώνει, ανθίζει και πεθαίνει. Τόσο απλά.

Η επιστήμη είναι εξίσου καλοδεχούμενη όσο και οι τέχνες, όσο και οι μύθοι, όσο και το έγκλημα ή η σιωπή. Όλα είναι κομμάτια, εκφράσεις, αυτού που λέγεται ζωή.

Για την “κρίση” στις τέχνες: δεν νομίζω να υφίσταται κάτι τέτοιο παρά μόνο μέσα από το δικό μας πρίσμα που αδυνατεί να συλλάβει την αδιάκοπη κίνηση που συντελείται σε παγκόσμιο επίπεδο -εικαστικά, ποίηση, συγγραφή, κινηματογράφος κτλ- γιατί πάντα είναι σαν να κοιτάζει φωτογραφίες, στιγμές και εικόνες, και μάλιστα από συγκεκριμένα συνειδησιακά επίπεδα-συρτάρια όπως είναι καταχωρισμένα από το υπερεγώ. Αυτές, οι τέχνες, δεν έχουν να φοβηθούν τίποτα. Όσον αφορά την απουσία έκπληξης στον σημερινο άνθρωπο απέναντι στα έργα τέχνης, αυτό ήταν κάτι που πάντα, θαρρώ, συνέβαινε, και μπορεί κανείς να το δει πχ. (εμφανώς) στους πρώτους μοντέρνους. Ποιος ήξερε τον Ρεμπώ εκτός από τον Βερλαίν, τον Ιζαμπάρ, και λιγοστούς ακόμα ποιητές της εποχής; και απ’ αυτούς ποιος τον καταλάβαινε και ποιος εκτιμούσε την ποίησή του εκτός από δυο-τρεις; Τα άνθη του κακού -ποιος μπορούσε να γευτεί το μεγαλείο τους; ποιος το μεγαλείο του Οδυσσέα του Τζόυς εκτός μερικών κορυφαίων δημιουργών της εποχής και λίγων φίλων; Ποιος τον Βαν Γκογκ, ποιος τον Μοντιλιάνι όσο ήταν εν ζωή; ο Βαν Γκογκ λένε ότι πούλησε μόνο έναν πίνακα όσο ζούσε, και ο Μοντιλιάνι πλήρωνε με τους πίνακές του το κρασί που έπινε. Αμέτρητα τα παραδείγματα. Ακόμα και ο Ηράκλειτος ήταν σκοτεινός για τους αρχαίους. Οι αλχημιστές και οι μυστικοί απατεώνες. Ο Τζορντάνο Μπρούνο πέθανε στην πυρά. Ο Πεσσόα συζητιέται μόλις τα τελευταία περίπου εικοσιπέντε χρόνια. Ο Νίτσε πέθανε ως ένας τρελός ποιητής του οποίου η Σκέψη δεν έλαχε καμίας ιδιαίτερης τύχης μέχρι τις παραδόσεις του Χάιντεγγερ και την ερμηνευτική του πάνω σε κείμενα του πρώτου. Η λίστα μπορεί να γίνει πολύ μεγάλη. Λαμβάνοντας υπόψη ανθρώπους αλλά και κινήματα. Πχ. δεν νομίζω οι καταστασιακοί του Ντεμπόρ να πέτυχαν και πολλά στις συνειδήσεις των γάλλων, ούτε το περί αθλιότητας των φοιτητικών κινημάτων απέτρεψε από την αθλιότητα τα φοιτητικά κινήματα. Μπορεί αξιωματικές φράσεις τους να γίναν συνθήματα του Μάη που κλόνισε τις πολύ συντηρητικές τότε κοινωνίες, όμως μια μέρα μετά όλα είχαν εξαργυρωθεί. Οι καταστασιακοί διαλύθηκαν (με την απόφαση του Ντεμπόρ) η κοινωνία συνέχισε χωρίς να ρωτήσει κανένα. Η κοινωνία πάντα ήταν και πάντα θα είναι αντίθετη στη δημιουργία, στην τέχνη. Άσχετα αν αυτή (κοινωνία) καταφέρνει να την αφομοιώνει μιας και είναι ο τρόπος της να την καθιστά ακίνδυνη. Όπως και ήταν αντίθετη στην επιστήμη προτού αυτή γίνει η νέα εξουσία που αντιμάχεται -όχι πάντα, και απαραίτητα, ευθέως- τον μύθο, την αχαλίνωτη και δημιουργική φαντασία, την ποίηση, ωστόσο δημιουργώντας τη δική της «μεταφυσική» και μυθολογία την οποία μάλιστα κανείς μη ειδικός δεν δύναται να γνωρίζει αλλά και να ελέγξει -τη δεχόμαστε όπως κάποτε ο απλός κόσμος τον χριστιανισμό, πιστεύουμε ή όχι στο big bang, πιστεύουμε ή όχι στο δαρβινισμό, αποδεχόμαστε ή όχι, κι αναμασάμε τόσες θεωρίες μετατρέποντάς τες στο αντίθετο από αυτό που η επιστήμη πρεσβεύει. Μετατρέπουμε το γίγνεσθαι σε είναι, παγιώνουμε τα πάντα σε αλήθειες για τις οποίες δεν γνωρίζουμε και πολλά (πχ η πλειοψηφία δεν γνωρίζει πως λειτουργεί η τηλεόραση, το αυτοκίνητό τους, πόσο μάλλον τι λέει η θεωρία της σχετικότητας ή το θεώρημα της μη πληρότητας του Γκέντελ, και ποια η σημασία τους) -ο αναγεννησιακός τύπος του homo universalis ανήκει στην εποχή του και μόνο. …Το ίδιο και με την ποίηση. Προσπαθούμε να τη βάλουμε σε καλούπια, να βρούμε την αλήθεια της. Δεν είναι αντικείμενο του νου η ποίηση. Είναι ο μοναδικός τρόπος με τον οποίο κάποιος εκφράζει τη ζωή μέσα από το δικό του πρίσμα, το δικό του Σώμα (χωρίς τη διάκριση σε res extensa και res cogitans), αναλόγως με το τι έχει ψηλαφήσει, γευτεί, αγγίξει, δει, μυρίσει, σκεφτεί. Και να προσεγγίσει κανείς τη μοναδικότητα του άλλου, την στιγμή της αλήθειας του, σημαίνει ως ένα βαθμό τη θυσία της δικής του παγιωμένης αλήθειας, τη σιγή του δικού του βουητού. Ακόμα, η Ποίηση δεν είναι κατανοητή ούτε από τον δημιουργό της -ή μάλλον είναι κατανοητή σε κάποιο βαθμό μόνο- γιατί πολύ απλά τον ξεπερνάει, είναι μια στιγμή «αλήθειας», συναισθητότητας που περνά και χάνεται. Οι λέξεις μειώνουν ή και σκοτώνουν αυτή την αλήθεια που δεν είναι πρόταση αλλά σπινθήρας, στερεοποιώντας την μέσα στις λέξεις. Αυτό που κατανοεί είναι ένα ελάχιστο το οποίο προσπαθεί να περισώσει δίνοντάς του μορφή. Θεωρώ πως η ποίηση πάντα θα είναι υψηλότερα της επιστήμης γιατί δεν νοιάζεται για αλήθειες του «πως», μα αγωνιά να εκφράσει το «τι» του κόσμου, του εαυτού της, ακόμα κι αν πρέπει να φτειάξει έναν ολόκληρο κόσμο για να τον καταστρέψει σε μια ανάσα. Ας θυμηθούμε εκείνους που κατασκεύαζαν έναν γιγάντιο βούδα -εξαιρετικής γλυπτικής αξίας- από βούτυρο για να τον τοποθετήσουν στον ήλιο -ο ήλιος αυτός, άτεγκτος σαν φύση θα καταστρέψει τον ανθρώπινο θεό μέσα σε λίγες ώρες, ζωή ενός μεσημεριού μόνο. Αυτό είναι ποίηση και μάλιστα δίχως λέξεις.

Το τι πρεσβεύει η κοινωνία, τι συμβαίνει με τις τέχνες, πού πάει η επιστήμη, δεν ενδιαφέρουν και πολλούς έξω από τους προνομιούχους και από αυτούς που έχουν την Τύχη -κατά τον τρόπο που ο κόσμος μας Τυχαίνει να αναπτύσσει αυτού του είδους τη ζωή, μέσα από συγκεκριμένους, περιοριστικούς, νόμους. Οι περισσότεροι άνθρωποι σκέφτονται πώς θα εξασφαλίσουν μια ζωή έξω από την πείνα και την ένδεια. Και πάλι όταν την εξασφαλίζουν δεν κάνουν τίποτα περισσότερο από το να διαιωνίζουν μια κοινωνία κάτω από συγκεκριμένα πρότυπα του ζην. Το μόνο παρήγορο είναι πως ό,τι και να λέγεται τελικά υπάρχουν Ποιητές, Επιστήμονες, Εικαστικοί, Κινηματογραφιστές, Μουσικοί. Χιλιάδες; εκατοντάδες; δεκάδες; δύο; ένας; -λίαν καλώς. Μια κοινωνία που θα λάτρευε τους ποιητές θα σήμαινε μια κοινωνία δίχως ποιητές ή μια κοινωνία με πυρετό και παραισθήσεις. Η μόνη διαφορά με περασμένα χρόνια κι εποχές είναι πως κάποτε το «μέσα» είχε σημασία για τις κοινωνίες, και λάμβανε την αξία που εκείνες του απέδιδαν, τώρα, όπως λέει ο psycho Κρίστιαν Μπέιλ στο τέλος της ταινίας american psycho: inside doesn’t matter. Και συνεχίζω την αντιγραφή των τελευταίων -φοβερής έντασης- λέξεων του ψυχοπαθή:
…There are no more barriers to cross. All I have in common with the uncontrollable and the insane, the vicious and the evil, all the mayhem I have caused and my utter indifference toward it, I have now surpassed. My pain is constant and sharp, and I do not hope for a better world for anyone. In fact, I want my pain to be inflicted on others. I want no one to escape. But even after admitting this, there is no catharsis. My punishment continues to elude me, and I gain no deeper knowledge of myself. No new knowledge can be extracted from my telling. This confession has meant nothing.

γ. γεωργίου


Αντιγράφω το σχόλιο του κ Πατιού και το σχόλιό μου που ακολούθησε το δικό του


Καλησπέρα,σου γράφω εδώ κάποιες πρόχειρες 'απαντήσεις' στο ΄σεντόνι' σου, γιατί το 'ποιείν' είναι κυρίως για ποίηση, ενώ αυτά που θέλω να γράψω αφορούν καθαρά τη φιλοσοφία.
1)Ο αρχαιότερος τρόπος αναζήτησης 'νοήματος' αφορούν ένα νόημα που προυπάρχει της ύπαρξής μας και πρέπει να ψάξουμε πάρα πολύ για να το βρούμε. Δες όλα τα τελετουργικά των θρησκειών και τις διάφορες μυήσεις που -υποτίθεται- πως εκπαίδευαν τους μυόμενους.
2) Θυμήσου τη φιλοσοφία του Πλάτωνα και τις Ιδέες που πρέπει να αλλάξουμε τρόπο ύπαρξης για να τις θεαθούμε, σου θυμίζω το κλασικό παράδειγμα του σπηλαίου από την Πολιτεία.
3)Ο Νίτσε δεν έγινε γνωστός από τις διαλέξεις του Χάιντεγκερ οι οποίες άλλωστε πέρασαν στο ευρύτερο κοινό πολύ αργότερα από τον β΄παγκ. πόλεμο.
4)Τίποτε δεν εμποδίζει την ύπαρξη ενός και μόνο έγκυρου και καθολικού νοήματος. Ακόμη κι αν δεν υπάρχει, το ταξίδι και η αναζήτηση είναι από μόνο του ένα παγκόσμιο νόημα, θυμήσου τον Οδυσσέα του Καβάφη.
5)Αν περάσουμε στην 'εφεύρεση' του νοήματος από την κάθε μία ανθρώπινη οντότητα, αναζητώντας όχι την οντολογία της πραγματικότητας (μπορεί να μην υπάρχει) αλλά το αυτεξούσιο της εμπειρίας, οδηγούμαστε αναγκαστικά στα λόγια με τα οποία έκλεισες.
6)Η πλάκα είναι πως ο Χομπς στον Λεβάθιαν, ακολουθεί τη συλλογιστική σου, μόνο που αντί να οδηγηθεί στην ελευθερία, οδηγείται στο κυρίαρχο κράτος.
7) Δεν υποστηρίζω πως υπάρχει ένα και μόνο νόημα το οποίο πρέπει ντε και καλά να ψάξουμε. Ο δρόμος που παίρνεις όμως-νομίζω- θα μας οδηγήσει απαραίτητα στην αυθαιρεσία της βίας και όχι στην ελευθερία της δημιουργίας.
8)Ο Νίτσε καταφέρθηκε εναντίον της απόλυτης εγκυρότητας της -κάθε- γνώσης, αλλά τελικά οδηγήθηκε στο να δημιουργήσει έναν 'νομοθέτη' (Ζαρατούστρα).

Με εκτίμηση, Γ.Πατιός



Γειά σου Γιώργο Πατιέ (ο ενικός δεν είναι έλλειψη σεβασμού, κάθε άλλο). Σε ευχαριστώ για το έναυσμα που μου δίνεις με τις σκέψεις σου. Εκτός ποιείν λοιπόν. Ως επαγγελματίας της φιλοσοφίας είσαι ένας χρήσιμος συνομιλητής και είμαι διατεθειμένος να συζητήσω και να πάρω από σένα. Ίσως είναι καλύτερα που επέλεξες να "απαντήσεις" εδώ -στο ποιείν οι τσακωμοί είναι συχνοί τελευταία. Ωστόσο θα ήθελα και την άποψη του Παστάκα κυρίως από τη σκοπιά τού επαγγελματία ψυχιάτρου -αλλά και του ποιητή.

Για το θέμα του Νίτσε (με τον Χάιντεγκερ) που ανέφερα δεν θα επιμείνω καθώς δεν μπορώ να έχω άποψη προσωπική αλλά είναι κάτι που διάβασα και δε θυμάμαι να σου πω την πηγή -όχι ότι έγινε γνωστός, δεν έγραψα αυτό, αλλά ότι άρχισαν να τον παίρνουν στα σοβαρά σαν φιλόσοφο όταν ο διάσημος, από τα τέλη κιόλας του '20, μαθητης του Χούσερλ και έπειτα φιλόσοφος του «dasein» -διάσημος ως καθηγητής, για τον τρόπο που προσέγγιζε τα φιλοσοφικά κείμενα στις παραδόσεις του- συμπεριέλαβε στους κύκλους μαθημάτων του (τη δεκαετία του '30) κείμενα του Νίτσε με τα οποία και ασχολήθηκε σε βάθος. Τέλος πάντων δεν με απασχολεί αυτό το ζήτημα. Απεναντίας έχουν ενδιαφέρον οι θέσεις σου που βλέπουν την σκέψη που διαπνέει το σχόλιο στο ποιείν να οδηγείται στην αυθαίρετη βία, κτλ. Έχω σκεφτεί πολλά και δεν ξέρω πως να αρχίσω. Ελπίζω να είμαι όσο σαφής γίνεται. Δεν υποστηρίζω ότι δεν υπάρχει αλήθεια ή νόημα. Λέω ότι η ζωή προηγείται, όπως θα έλεγε ένας πολύ καλός μου φίλος. Όταν αναφέρομαι στη ζωή και στην αίσθηση δεν αναφέρομαι στη «ζωούλα μου», στο «γουστάρω, δεν γουστάρω». Μιλάω για την αίσθηση της Ζωής μέσα μας, για το ίδιο το γεγονός της ζωής ως πληρότητας. Λέγοντας πως «αλήθεια ίσως να μην υπάρχει», δεν αναιρώ την ύπαρξη αλήθειας αλλά την απόλυτη εγκυρότητα την μίας αλήθειας όπως οι κοινωνίες με τα ιερατεία τους επιβάλλουν και ο κόσμος δέχεται δουλικά, είτε μιλάμε για επιστημονικές αλήθειες είτε για φιλοσοφικές. Αυτό είναι φασισμός. Όχι η εμπειρία της Ζωής. Αυτή εμπεριέχει και σκέψη και μουσική και χρώμα. Όλο αυτό το παιχνίδισμα δημιουργεί νόημα. Αλλά είναι το δικό μου/σου νόημα το οποίο δεν «νιώθει» καμία ανάγκη απόρριψης του νοήματος του άλλου. Αν δε μου αρέσει, δεν μου πάει, στρίβω. Όταν η ζωή δεν μου αρκεί, γράφω, τότε αναζητώ κάτι έξω από μένα, ένα νόημα να πιαστώ. Θα μπορούσα να είμαι αυτιστικός θα μου πεις, ή ψυχασθενής, αρνούμενος την οντολογία της πραγματικότητας. Βεβαίως. Θα μπορούσα όμως να είμαι και ο Πεσσόα, ο Μπλέηκ, ο Ρεμπώ. Το αυτεξούσιο της εμπειρίας μπορεί να οδηγήσει τόσο στην αυθαίρετη βία όσο και στην ελευθερία και δημιουργία. Όπως και το να ψάχνεις μια αλήθεια έξω από σένα μπορεί να οδηγήσει στην αυθαίρετη βία. Ο καθένας διανύει τον δρόμο του με τα δικά του «όπλα». Το «τόσες αλήθειες όσες και οι άνθρωποι. Ο καθείς και τα όπλα του, με τη φωνή του Ελύτη», που γράφω στο σχόλιο, επιθυμεί μια ελεύθερη κοινωνία που σέβεται την παρουσία του άλλου. Δεν χωρίζει σε εμείς και εσείς, εγώ και οι άλλοι. Εδώ είναι η διαφωνία μου, στο ότι θεωρείς αναπόφευκτη τη βία.

Όταν λέω: «Σώμα, χωρίς τη διάκριση σε res extensa και res cogitans…», δεν εννοώ ένα ακέφαλο σώμα, αλλά ένα σώμα το οποίο δεν είναι προϊόν διχασμού. Αυτό, το Σώμα, συνδέεται με την ποίηση ως εκείνο που προσεγγίζει και συλλαμβάνει. Αισθάνεται με άλφα κεφαλαίο. Είναι κάτι σαν το intuition αν μπορώ να πω. Η κίνηση που διαγράφεται δεν απορρίπτει το νόημα ή την αλήθεια. Έχει τη δική του αλήθεια η οποία δεν είναι απόλυτη, ούτε όμως αυθαίρετη απαραίτητα. Είναι ωστόσο απαλλαγμένη από την Αλήθεια και το Νόημα που μια κοινωνία προάγει. Αυτή η Αλήθεια και αυτό το Νόημα έχουν οδηγήσει την ανθρωπότητα στη φρίκη και τη βία. Απλώς η κοινωνία τείνει να εκλογικεύει πάντα κάθε της πράξη και να την παρουσιάζει όπως αυτή θέλει προς συμφέρον της. Τοποθετεί τη βία μέσα μας. Το νόημα καταντάει μια κοινωνική κατασκευή ώστε να μπορέσει η ίδια να υπάρξει. Κι ενώ είναι ο καμουφλαρισμένος δολοφόνος, αντιστρέφει τα όσα κάνει σε αλήθεια. Ακούμε κάθε μέρα τις ανοησίες περί πατρίδας και θρησκείας, βιώνουμε το ρατσισμό (έντονα εδώ στη θεσσαλονίκη που ζω αυτή την στιγμή), το απαράδεκτο, το ψέμα, την υποκρισία, την ανοησία, όλη τη βία του κυρίαρχου και εξουσιαστικού λόγου. Από εδώ παράγεται ο ανορθολογισμός. Από δω και η ψύχωση. Μην ξεχνάμε ότι για την ψυχανάλυση είμαστε όλοι νευρωτικοί. Και η νεύρωση συνδέεται με την ίδια την κοινωνία και την πίεση που αυτή ασκεί στα άτομα.

Επειδή το σχόλιο αφορούσε την τέχνη και πιο συγκεκριμένα την ποίηση θα ήθελα εδώ να καταθέσω τον τρόπο με τον οποίο γράφω. Ποτέ μου δεν ξεκινάω από μια αλήθεια ή προσπαθώντας να ντύσω κάποιο νόημα με λέξεις. Ακολουθώ έναν ήχο, ένα χρώμα, έναν ρυθμό. Ακολουθώ μια αίσθηση. Μια αστραπή. Μια διέγερση. Προσπαθώ αυτό που «βλέπω» να το αγγίξω. Αν τα καταφέρω, στο τέλος το ποίημα φέρει νόημα και φέρει και την αλήθεια αυτού που το έγραψε, που δεν είναι ούτε απόλυτη ούτε αυθαίρετη, επαναλαμβάνω, ωστόσο είναι κάτι από το οποίο εγώ μπορώ να μάθω. Είναι σάρκα μου. Μαθαίνω από τα ποιήματά μου, καταλαβαίνω πράγματα που αλλιώς δε θα μπορούσα. Ο ποιητής δεν είναι φιλόσοφος, είναι δημιουργός. Και μαθητής. Η ποίηση τρέφει. Στην έννοια της δημιουργίας πάντα υπάρχει και η έννοια της ζωής. Γι' αυτό μιλάω για ζωή.

Ο ψυχασθενής της ταινίας ομολογεί στον δικηγόρο του πως έσφαξε αρκετούς ανθρώπους (δίνοντας και κάποια στοιχεία ή ονόματα για τους νεκρούς), όμως δεν γίνεται πιστευτός -απεναντίας ο δικηγόρος γελάει και όταν ο psycho επιμένει πως πράγματι έχει σφάξει κι έχει μάλιστα γευτεί και ανθρώπινη σάρκα, αυτός θυμώνει και τον παρακάμπτει λέγοντας «αρκετά, δεν είναι πια αστείο». Δεν γίνεται πιστευτός γιατί τον θεωρούν έναν βαρετό τύπο, έναν φλώρο, και τα όσα λέει φάρσα. Και στην πραγματικότητα κανείς στην ταινία δεν νοιάζεται για τίποτα έξω από την κενότητα της ίδιας του της ζωής. Αυτοί, ωστόσο, οι χαρακτήρες έχουν ένα (κοινό) νόημα το οποίο δεν επιδέχεται καμία άλλη πρόσμειξη, είναι νόημα πετρωμένο, δίχως κόπο, και δίχως σκέψη. Ο ψυχασθενής έχει ομολογήσει αλλά δεν έχει λυτρωθεί, και λέει μέσα του: inside doesn't matter. Αυτό χαρακτηρίζει την εποχή μας, τον σημερινό άνθρωπο. Λέω: inside matters, αλλά το «μέσα» δεν είναι το νόημα και η αλήθεια που κάποιος απλώς έχει λάβει από έξω μόνο και μόνο για να μη νιώθει κενός, να μην υποφέρει, και να κοιμάται τα βράδια ήσυχος. Η αλήθεια όπως προσφέρεται από την κοινωνία δεν είναι παρά πρόζακ και ζάναξ, την καταπίνει κανείς και παει για ύπνο. Καταφέρομαι εναντίον οποιασδήποτε αλήθειας όταν απουσιάζει ο προσωπικός μόχθος και πόνος που υποφέρει κανείς για χάρη της. Κάπου, το τελευταίο αυτό, το λέει ο Βιτγκενστάιν καλύτερα.

Πολύ φιλικά

Υ.Γ. Κι εδώ σεντόνι άπλωσα όπως φαίνεται…

γ. γεωργίου


Σάββατο, Νοεμβρίου 21, 2009

Fernando Pessoa



Επανάσταση; Αλλαγή; Αυτό που επιθυμώ στ' αλήθεια, στο πιο μύχιο βάθος της ψυχής μου, είναι να φύγουν αυτά τα άτονα, μουντά σύννεφα που σαπουνίζουν με στάχτη τον ουρανό -αυτό που μονάχα θέλω είναι να δω το γαλανό να ξεπροβάλλει ανάμεσά τους, αλήθεια φωτεινή και βέβαιη, γιατί είναι τίποτα και δεν θέλει τίποτα.


8 Απριλίου του 1931




Από:

Το Βιβλίο της Ανησυχίας (Εκδόσεις Αλεξάνδρεια. Μετάφραση Άννυ Σπυράκου)


----------

με μια ματιά: Fernando Pessoa και Tobacco kiosk


Τρίτη, Νοεμβρίου 17, 2009

Promised Land


Lalo de Almeida for the new york times


Raimundo Pacco- brazilian indian


Γιορτάζουμε σήμερα. Τι γιορτάζουμε; Νομίζουμε ότι η ελευθερία κερδήθηκε; Γιατί σκεφτόμαστε δίχως γεύση προσωπική θαρρείς και τρώμε μπέργκερς ή εκτελούμε δουλειά δημοσίου υπαλλήλου; Δεκαεφτά Νοέμβρη δεν είναι η γιορτή στα σχολεία, ούτε τα ντοκιμαντέρ και τ' αφιερώματα στις τηλεοράσεις, ούτε τα σημαιάκια στα μπαλκόνια, ούτε η ευσυγκινησία των παλιών αγωνιστών. Είναι ένα επίπεδο συνείδησης, η άρνηση σε κάθε εξουσία που στρέφεται εναντίον του ανθρώπου και της ζωής. Δεκαεφτά Νοέμβρη λοιπόν, από τον αμαζόνιο, τον στρατό της κάθε χώρας, και τις σχέσεις των ανθρώπων, μέχρι μέσα μας. Δεκαεφτά Νοέμβρη και στην επιτυχία της φωνής που ζητάει ελευθερία και μετά εξαγοράζεται ή αισθάνεται για πάντα σπουδαία ζώντας το παρελθόν της. Δεν είναι ζήτημα μνήμης αλλά αναπνοής. Ας τραγουδήσουμε σε άλλους τόπους, ας ταξιδεύσουμε σε ήχους διαφορετικούς.

γ. γεωργίου




Majek Fashek - promised land

...

We are going to the Promised Land, to the Promised Land

I hope you are ready, I hope you are ready…


Promised Land is not America, is not Aiiisiaa

Promised Land is a state of mind, Promised Land is a state of mind


Promised Land is not Europiaa, is not Afrika

Promised Land is a state of mind, Promised Land is a state of mind

...




Composite satellite photograph of the Amazon estuary (source: Wikipedia)