Every work of art is an uncommitted crime


-Theodor Adorno-

daDa ποiησΗ dAda λογοtεΧνiα dadA pUnk dADa

Τελάλης:

Τετάρτη, Αυγούστου 26, 2009

Αποσπάσματα από το ποιητικό μου έργο "Έσχατος Αδάμ"


Εφτά μέρες δεν κράτησε η δημιουργία του Κόσμου από το Δημιουργό, μα η δημιουργία του Δημιουργού από τον Άνθρωπο.
Οι Γραφές ομιλούν τη γλώσσα τους, μα τα σύμβολα συντίθενται στη Νύχτα του Πυρός.
Τούτο άγει την έννοια [και κάθε έννοια] πλησιέστερα στην αλήθεια όσο πλησιέστερα 'γγίζουνε τα σωθικά μας θάνατο.

*************

Εν αρχή ην ο άνθρωπος, κι έπειτα η Νύχτα
Κι η Νύχτα σαν την είδε ο νους τ' ανθρώπου κόπηκε σε δύο μέρη αντίθετα και το 'να το κυριαρχούσε το αίμα ενώ το δεύτερο υποταχτικό στον αέρα να συγκρούεται στο θόλο τ' ουρανού, με το σπαθί, και να χαράσσει το δίχτυ της Μοίρας. Κι η ψυχή μύρισε τα σημάδια τα καθορισμένα απ' την Αρχαία Νύχτα. Κι έτσι χρωματίστηκε το αίμα κι ανάλογα μ' αυτό η ψυχή ονόμασε τα όντα.

*************

Και το φως πάλεψε με το σκοτάδι κι ο θάνατος αναδύθηκε απ' το μαύρο κύμα κι άλλοι φτιάξανε θεούς λατρεύοντας και σχεδίες τρομάζοντας και στο χρόνο ξέχασαν τη Νύχτα, γιατί η Νύχτα είναι βάναυση και είναι Τύχη για κείνον που ποτέ κάτω απ' τη Σελήνη το Θάνατο δε στοχάστηκε με όρους πράσινου κι ονείρου διάφανου.
Μπαίνουμε στον ποταμό γυμνοί και άγριοι, εξόριστοι βαδίζοντας στην κρύα πέτρα, φυλλωσιές που τις γέρνει ο αέρας και μια αχτίδα στον αστράγαλο.
Κρύο
Είμαστε λίγοι
Τα σύννεφα σχίζονται κι ακούγεται η Φωνή που λέει:
"Μοιράστε τη γη σας"
Κι η γη μοιράστηκε σύμφωνα με τον τόνο της Φωνής.
Και είπε:
"Είστε οι επιλεγμένοι για το Μύθο".

*************

Στον τόπο αυτόν κυριαρχεί η Νύχτα.
Πάντα έτσι. Περιγραφές, αισθήσεις κι άλλες νότες απολεσθείσες της συνειδήσεως, όλες ενσωματωμένες σ' αυτό το δέρμα. Το δέρμα που μόλις κατηγοριοποιήθηκε στη γνώση μας ως πάθημα της ψυχής μας, ευθύς ονομάστηκε με τ' όνομα της Νύχτας.
Τούτο και το δηλητήριό μας βουτηγμένο στου Νέσσου το αίμα.
Νύχτα. Είν' η μοίρα μας κι η βούλησή μας συμβαδίζει.
Νύχτα. Τ' όραμα των αριθμών, la vision des nombres [nous allons a l' Esprit], σε πρωτόγονες κοινωνίες ενεργειών να κατοικεί το σώμα, μέσα στο βυθό των εννοιών εμμένοντας με όνειρο και πόνο, αντιστέκοντας στην άνωση του φυσικού της υποστάσεως.
Είναι που να κατοικούμε θέλουμε όπου η ύλη υποφέρει, μ' έναν πόνο αναλυμένο στο χτύπο του κροτάφου, έτσι. Κονταροχτυπημένοι και με χαμόγελο στη λύτρωση να οδηγούμε, χαράσσοντας τα αναπόφευκτα σημάδια της παλάμης μας, που τόσο ονειρευτήκαμε στους αιώνες του πυρετού.
Είναι η Νύχτα.
Αρχαία Νύχτα π' ανάμειξα το αίμα μου, απ' όταν γεννήθηκα, με δίχως άθλους, αφού 'δω πρόσβαση θεοί δεν έχουν. Κι αν ήθελα θεούς θα ονόμαζα τη Νύχτα. Όμως δεν επέλεξα την πίστη κι η Νύχτα μου βγήκε κλαυθμυρή, το θεό μου αβίαστα δε δέχτηκα κι η απόδειξη οδύνη [ω Ενλίλ των βουνών, πατέρα των θεών! Εγώ ο Γκιλγκαμές δεν είμαι].
Οι έριδες, οι τρέλες και τα φονικά είναι γεννήματα δικά μου και κει που άλλοτε στων ηρώων τις βιογραφίες συγγένευαν με το μέγεθος του τίτλου αυτού οι άθλοι τους, 'δω πέρα στης Νύχτας την άγρια σιωπή αυτό που διέπει την ύπαρξη είναι μία μόνο λέξη περιέχουσα την αλήθεια των όσων συντελούνται στο ανάστημά της, κατά τα άλλα απλή στον ήχο, σεμνή μέσα στην ουσία της, βουβή στου διαρρήκτη την επιμονή.
Η λέξη είν' ο Πόνος.
Ω, ναι, υπάρχει πόνος κι εγώ ανήκω στη Νύχτα. Ήρωας δεν είμαι, θεοί πουθενά.
Μόνος.

*************

Ω Ποίηση δώσε μου για τώρα ό,τι μου στερεί το σώμα

Μέσα στην εικόνα βουτηγμένες τούτες
Αισθήσεις του αέρος πύρινες
Στης πόλης γλείφοντας την επιφάνεια
Κι ο λόγος ο δαιμονικός που μας ανήκει
Στα στήθια της αβύσσου να ηχεί
Τινάζοντας νερά από τα μαύρα χέρια
Κι υγρός ο Ποιητής
Υγρός ν' αναδύεται με φλόγες και μορφές
Απ' της Σελήνης τα γκρεμισμένα αίματα
Στην κόψη των ματιών λαβωμένος
Ρημαγμένος στην κόκκινη ωδή των άστρων
Εγκαταλειμμένος στον Ατλάντιο της Γνώσης
Τόπο πως!
Πως απόψε ν' αποσυρθώ;
Πως να λησμονήσω;
Είναι η δική μου μάχη στη δική μου Νύχτα
Γιατί η Ευκαιρία είναι
Κι ό,τι ήταν έρχεται με πόνο
Ω, τι ο δικός μας πόνος;
Ποια η έκφραση στο αμυδρό ημίφως;
Και ποιος απ' τους καθρέφτες;
...

*************

Και πήρα στα ματωμένα χέρια κάτω
Απ' τον Ήλιο το πυρωμένο σίδερο
Και τρύπησα τη Γη και βόγκηξε
Μέσ' απ' τη φλέβα λαλιά ανθρώπου
Νύχτες δώδεκα
Κι' αλλες δώδεκα
Σφυρίζοντας στ' αφτιά μου μέρες
Βαθιά
Τρικλίζοντας η ψυχή μου στ' Άδη την ηχώ
Και βόγκηξε και μορφή δαιμόνου πήρε
"Υπάρχεις περισσότερο" είπε
"Δια της Οδού σου που πρέπει να γνωρίσεις"
Είπε με μάτια κούφια ξερνώντας
Γλώσσες πύρινες απάνω στο κρανίο μου
Δικό μου διάκενο αποβαίνειν

Ω Φωνή Δαιμόνου
Εσύ Φωνή δική μου
Γνώση που συμπάσχω
Μέρες πολλές στη Νύχτα
και το πλείον αυτών κόπος και πόνος
...έως πότε;

Και είπε ο δαίμονας:
"Ώσπου η όψη μου να κοιταχτεί
Το σώμα μου στα σπλάχνα σου
Μέταλλο καυτό που πρέπει
Να αποδεχτείς
Κόσμος πλασμένος μ' έννοιες
Ήχοι που μέσα τους θ' αναπαυτείς
Εσύ ο επιλεγμένος για το Μύθο
Μόνος εφτά χρόνια στην έρημο
Γιατί χρόνος δεν υπάρχει
Κι ό,τι γνωρίζεις το περπάτησες
Ας είναι να το αγαπήσεις
Εσύ ένα πρέπει να γίνεις
Κι εγώ ο Δαίμονας εσύ
Που σχίζει την καρδιά σου
Στον πυρετό της Νύχτας
Ηχεί
Ώστε η Μουσική
Μιλά
Κι Εγώ ο Έρωτας Εσυ"

"Υπάρχω περισσότερο" είν' ό,τι έπεται του πόνου
Ω γαλήνιο Φως
Νύκτιο δέρας μανιασμένο κάτω
Σε κοχύλια της οράσεως πλατιά
Όπου η μνήμη σπάζει τις χορδές της
Βίαια
Λυσσομανάει σε σπηλιές κρημνίζοντας
Φωνές ηρώων π' απωλέσθηκαν
Πέρα στ' άγριο το δείλι
Χρόνων πρώτων αμνημόνευτων
Το πρώτο αίμα [δόθηκε! Δόθηκε!]
Και φέρνει μες στα στήθια μας το κύμα πως
Να μην πονούμε και πως
Ω δάκρυα της ερήμου πόδια του χιονιού
Πως στου αύριο την ύφανση να μη ζούμε
Άλλης πολιτείας φλογισμένης
Κόλαση
Πραγματική στο μάτι
Τι ζωή!
La vrai vie est absente
Nous ne sommes pas au monde
Φλογισμένη διάφανη σιγή
Στη γαλάζια χάντρα των ονείρων
Κεραυνοί
Όρη που έζησα κι αγάπησα
Αστερισμοί και άλλοι κοντινοί μου φίλοι
Να γιατί
Καταρκυθμεύω [στην κοινή μας γλώσσα ποιητή]
Πηγαίνοντας στον Αιώνιο Θάνατο

Υπάρχω περισσότερο
Κι Εσείς

Στοχαστής δεν είμαι ούτε ποιητής.
Να μιλώ δεν ξέρω.
Αγράμματος σ' έναν κόσμο επιδειξιομανών του φαίνεσθαι, λογοπλόκων μιας σκέψης άνυδρης, στραβών στα σημαινόμενα των γλωσσικών προτάσεων, σα να μην υπήρχε ο Ήχος, σα να μην ήταν αυτός που ως στροβίλισμα της ψυχής συνέχει τις έννοιες στο λόγο του Πραγματικού, του Κόσμου που επέρχεται της κτίσης όλης.
Ένας Κόσμος ειπωμένος, κατανοητός στην Αίσθηση η οποία μεταποιεί τον Ήχο και το Χρώμα σε μορφή -γνωστή στο επιθυμητικό της Φύσεως.

Τίποτα.
Μες στη Νύχτα αυοεξόριστος, δίχως καμία αρετή, βαδίζοντας μ' ένα χιτώνα και ξυπόλητος μέσα από βάλτους διασχίζοντας, πίσω από ρεματιές, βαθιά στ' αγκάθια παλεύοντας με τα θηρία, δεν έκλαψα.
Άγριος.
Με δίχως γλώσσα, αφημένος κάτω απ' τα ρεύματα του Νύκτιου Φωτός, σ' ένα ντελίριο αριθμών, σκάβοντας κι οργώνοντας τη Γη, σαν έκοψε το νου μου το αίμα και στέναξε, ψηλά κραδαίνοντας τα ηνία, η πρώτη μου ψυχή:
ανάβλεψον δη εις τον ουρανόν και αρίθμησον τους αστέρας, ει δυνήση εξαριθμήσαι αυτούς. Και είπεν- ούτως έσται το σπέρμα σου.

Τότε
Και γίνηκα Μουσικός.

*************

Απ' τις παραδοχές του κόσμου καμιά δε με συγκίνησε.
Γεννημένος σ' έναν πολιτισμό σαθρό π' αργοπεθαίνει, αποκρουστικό, στείρο στους κανόνες του, ανόητο στις αξίες του, υποκριτή στις διακηρύξεις των δικαιωμάτων του, ψεύτη στις εξαγγελίες του, στην ουσία να ζω πέρα από τη Δύση μέσα σε χιόνια και βουνά μοναχικά -αιτήματα της ψυχής αυτής που παραμένει καθαρή και αυστηρή συνάμα στα θελήματά της, στους πόθους και στις αντανακλάσεις των ενεργημάτων της.

*************

Αναλογίζεσαι τις μέρες που σηκώνουν
Αέρηδες τα στίγματα του ουρανού
Χαράσσοντας σε πλάκες αόρατες μορφές
Υδάτινες τα όνειρα του Κόσμου

Έρωτες, Έρωτες

Βυθίζεσαι αργά προτάσσοντας το χρώμα
Στα ύψη των αστερισμών καθρεφτίζοντας
Δέντρα βουνά πόλεις της Νύχτας Εσείς
Μύθοι π' αλέθονται μες στην ψυχή μας

Έρωτες, Έρωτες

Πέλματα φευγαλέα και σκιές του Κάτω Κόσμου
Π' ανασύρονται στο φως της Νύχτας βρίζοντας
Τη μνήμη που 'σβησε μες στις φωτιές και γύρισε
Ανάποδα ο τόνος του χρησμού κι ο τρόπος της θυσίας

*************

Κλείνει η πύλη και πίσω τα όνειρα. Αναπηδήσεις πουλιών στο σχισμένο γαλάζιο τ' ουρανού κι άλλος κανείς. Μήτε ήχος γνώριμος και για χρώμα ένα μοναχικό στο φόντο που κουρδίζει αβίαστα τη λύρα του. Το αέρι φυσάει το μαλλί σου μόλις, και δε θυμάσαι τίποτα.
Το Τέρας που 'σουνα, οι ακροβασίες, τα παιχνιδίσματα, οι φθόγγοι και τα γαλάζια δάκρυα στο κατώφλι του Ηλίου, καθρεφτίσματα παράλογα και κόκκινος πυρετός, οι λέξεις της ψυχής -τα Πάθη της αυγής, οι πληγές και τα ουρλιάσματα, Έρωτες και Φύλλα και το Σπίτι ασβεστωμένο το πρωί σε μια φωτοχυσία παράφορη που καίει τα μάτια, σου καίει τα μάτια.
Ω! Μα που ειν' η μπάντα μου;
Που είν' οι στίχοι και η μουσική μου;
Που η όψη μου;
Που ο καθρέφτης του οίκου μου;

[25/12/2000 - 22/03/2001]

γ. γεωργίου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου