Every work of art is an uncommitted crime


-Theodor Adorno-

daDa ποiησΗ dAda λογοtεΧνiα dadA pUnk dADa

Τελάλης:

Τετάρτη, Ιουλίου 28, 2010

η Ανάσα της Ιστορικότητας


Ζορίστηκα αρκετές φορές πριν αποφασίσω να δημοσιεύσω αυτό το κείμενο. Ο λόγος είναι όπως πάντα το ξεβράκωμα. Ένα κείμενο πολύ προσωπικό και η έκθεση πάντα ωμή. Ακόμα κι αν μπροστά βγαίνουν οι λέξεις στον χορό. Σε μία απεχθή πραγματικότητα το να μιλάει κανείς για τον εαυτό του είναι άλλης τάξης ανέκδοτο. Είναι όμως ό,τι έχει -και ό,τι θα του απομείνει στο τέλος παρ’ όλες τις ψευδαισθήσεις του.
Έγραψα το βιβλιαράκι αυτό πριν από εννιά χρόνια, ήμουν κάπου στα εικοσιτρία. Η γλώσσα διαφέρει στα σημεία, όχι όμως συνολικά στην έντασή της. Το διάβαζα καθώς το αντέγραφα και ξέρω, θα ήθελα να αλλάξω πράγματα, λέξεις, θα μπορούσα να δουλέψω το υλικό μέσα στη σκέψη του παρόντος, στο τώρα μου. Δεν άλλαξα τίποτα τελικά. Μόνο αφαίρεσα κάποιες μικρές εισαγωγικές παραγράφους, επειδή ήταν εισαγωγικές όχι στο βιβλίο αλλά στη σκέψη μου που με βασάνιζε τότε, μια κυρίαρχη σκέψη που συστρεφόταν στο μυστήριο του κόσμου ή Κόσμου όπως το έγραφα, και είναι φανερό ότι δε θα βοηθούσαν σε τίποτα απολύτως -εκτός, υποθέτω, αν είχα δημοσιεύσει το σύνολο της μέχρι τώρα συγγραφικής δουλειάς μου. Λοιπόν, πέρα από αυτές τις εισαγωγικές υπερβολές δεν άλλαξα τίποτα, ούτε λέξη, ούτε γράμμα κεφαλαίο. Το κάθε κείμενο που έχω γράψει είναι ένας προσωπικός οδοδείκτης και τίποτα άλλο. Δε μ’ ενδιαφέρει η παγίωση στο τώρα. Το κείμενο είναι του τότε. Δείχνει τα εικοσιτρία μου χρόνια, δείχνει ακόμα έναν ρομαντισμό, ένα είδος ιδεαλισμού, δείχνει ακόμα την ελπίδα ή μάλλον την πίστη στο μέσα. Είναι ένα κείμενο του μέσα. Του δικού μου μέσα. Θα ‘ταν ανόητο να αλλοιώσω εκείνο το μέσα, μόνο και μόνο για να ακουστεί το τώρα. Κανένας καλλωπισμός δε θα μ’ έκανε να νιώσω καλύτερα. Το κείμενο το αγαπώ όπως κανείς σκέφτεται έναν παλιό του έρωτα, μια παλιά του ιδιαίτερη αίσθηση, έναν ιδιότυπο πόνο που μετασχηματίζεται μαζί με το σώμα μέσα στα χρόνια. Δεν τίθεται θέμα καλύτερου ή χειρότερου. Είναι μια πορεία που καταλήγει στον θάνατο. Και όπως αυτός είναι πραγματικός έτσι και κάθε άλλη πραγματικότητα που καταλαμβάνει λίγο λίγο τις εκτάσεις του δεν μπορεί να επιδέχεται εγκεφαλικές, κατασκευασμένες παρεμβάσεις -θέλει (η εκάστοτε αυτή πραγματικότητα) να ζήσει τούτη την πορεία προς τον θάνατο, ή αλλιώς ο θάνατος να ιδωθεί με το σώμα της. Το μόνο που αξίζει είναι τα σωθικά, οι αναστεναγμοί τους, τα ανοίγματά τους, οι ανακατατάξεις τους, είναι εντέλει ο βαθμός ζωής τους, οι άπειροι θάνατοί τους και οι άπειρες μεταστοιχειώσεις τους. Δεν έχει σημασία αν μπορούσα να το κάνω καλύτερο το κείμενο -το λέω σε μένα που μου πέρασε από το μυαλό- δεν έχω να δώσω λόγο ούτε στον εαυτό μου με τον οποίο ασχολούμαι αυτή τη στιγμή, στον οποίο θα ήταν γελοίο να πω ψέματα, θα ήταν ανεπίτρεπτο να του βάλω μάσκα. Οι λέξεις έπονται, η γλώσσα έπεται, γιατί πρώτα ξεδιπλώνεται η ωμότητα, ή αλλιώς, πιο “χριστιανικά”, η ειλικρίνεια -κάπου στη μέση: η φυσικότητα. Από δω ξεπηδούν και οι λέξεις, η γλώσσα: ακολουθούν τον ρυθμό του σώματος που γίνεται. Ποτέ δε θα προηγούνται αυτές, διαφορετικά θα κατασκεύαζαν πραγματικότητες, διαφορετικά θα ήταν δοσμένη γλώσσα, λέξεις επίπλαστες, γεννήματα του ματαιόδοξου και παράφρονα νου που ξέρει να παίζει το παιχνίδι του κόσμου αυτού, ξέρει να εξαπατά, ξέρει να γεννάει αθανασίες.
Ας γίνει ό,τι γίνεται αρκεί αυτό: μακριά από την αθανασία. Η αθανασία είναι ίδιον της εξουσίας.

_______
-εδώ μπορείτε να διαβάσετε/τυπώσετε το βιβλιαράκι "η Ανάσα της Ιστορικότητας"

γ. γεωργίου

Δευτέρα, Ιουλίου 05, 2010

Χωρίς Τίτλο


Υπάρχουν φορές που οι λέξεις είναι σιχαμένες, όπως υπάρχουν φορές που μπορεί κανείς να είναι βέβαιος γι' αυτό που αισθάνεται. Όχι με λέξεις. Όχι με τη γνώση ή την εμπειρία. Τότε που μπορεί να είναι σώμα, πέρ' από τους κυματισμούς της σκέψης, την ταραχή, βράχια που χτυπιούνται με τη θάλασσα, τα τζάμια θολωμένα. Κουνήσου στην καρέκλα σου και μη σε νοιάζει. Ο κόσμος κάθε φορά θα τρώει την ουρά του με πιο μοντέρνο στιλ. Ανάσα στο χιόνι της μνήμης. Ακόμα κι αν. Η νύχτα θα λάμψει τα δόντια της και θα τινάξει κατά πάνω του τη μαύρη μπέρτα της προτού πυροβολήσει με το κρυμμένο πιστόλι του άλλου χεριού. Λίγο πριν να μείνει τίποτα. Ντουπ-ντουπ. Ντουπ-ντουπ. Προσπαθεί να γράψει το βιβλίο που θα εκφράσει έναν εαυτό γυμνό. Εάν γινόταν. Το κρύο να ημερέψει. Δεν ξέρει γραφή, δεν ξέρει ανάγνωση. Επιθυμεί τις σελίδες της ζωής να ιστορήσει με μυς και κόκαλα, μήπως και βρει τον τίτλο της. Θέλει να ξεράσει τον έρωτά του, τα σωθικά του πλέουν, δυο τρεις συσπάσεις, το τζάμι, το τζάκι, το ποτήρι ποτό, αναγούλα η αγάπη. Μυρίζει τη θέλησή του που σιγά σιγά πεθαίνει, σαν δάσος σκεπάζεται από αδυσώπητα χέρια που σκοπεύουν ένα ζευγάρι σκουλαρίκια. Θα σου τα κάνω δώρο κι εσύ θα μου καθίσεις, έλα όμως που δεν το ξέρεις, δεν ξέρεις τίποτα, αυτή η λάμψη. Αιώνιο παραμύθι. Κάτι σαλεύει για λίγο μέσα, μια ουρίτσα σκέψης ανταποκρίνεται στον θάνατο που συνεχώς επιστρέφει. Τα ξύλα θα τελειώσουν νωρίς. Να θέλεις να γίνεις κάτι, κάποιος, νά που σαλεύεις, πως ζεις νομίζεις. Η φλόγα καίει, το καταλαβαίνεις από την καμινάδα. Όσο χτυπάει η καρδιά. Κανονικά δεν θα υπήρχε σ' αυτό το σπίτι τζάκι, ούτε το κάδρο με τον φρικτό πίνακα από πάνω. Οι σκιές μεγαλώνουν, η θέληση πασχίζει να πάρει γκριμάτσα, τεντώνεται και ξαφνικά λιγοστεύει, γεμίζει τον χώρο καπνό. Καπνίζει αλλά δεν είναι το τσιγάρο. Όχι ακόμα. Θα κάνει μια παύση μα δεν μπορεί να την αποφασίσει. Ίσως να πεθάνει. Αδυνατεί να κολλήσει μεταξύ τους δύο λέξεις. Να σκεφτεί. Θα πεθάνει. Απαίσιες λέξεις σαν κορμιά καμένα. Όλοι λέγαν ψέματα πως για να διακρίνεις χρειάζεσαι παιδεία, ανθρωπιά κι ευαισθησία. Κανείς δε σου 'πε για την όσφρηση, ξέχασες να είσαι σάρκινος μαζί με την τελευταία δόση αυτοκινήτου, πτώχευσες σε μία μέρα, κι ακούς θρύλους ψίθυρους, για δυο θαυμαστά ρουθούνια, σε μια γλώσσα που δεν καταλαβαίνεις. Μην ανατρέχεις στη βαβέλ, μπροστά σου κοίτα. Μεσα στη σάρκα του δάσους τίποτα δεν επιτρέπεται πάνω από το ένστικτο. Και σαν λάμψει, ο πάνθηρας θα σου 'χει πάρει τα μούτρα με ξυράφι. Μείνε στη νύχτα και σώπασε κάτω από τούτα τα φύλλα, χώμα το σώμα και στη βροχή πέτρα. Σφύριγμα του ανέμου ή μαρσάρισμα, μια ληστεία, πορεία, προεκλογική εκστρατεία, το τσιτάχ κόβει της αντιλόπης την τραχεία. Έτσι κι αυτός κάνει πολλά για χάρη της. Την αγαπάει, βλέπεις. Δεν αντιλαμβάνεται πως άλλο η ορμή της φύσης και άλλο η αδυναμία του νου. Ο φόβος του. Ο κυνηγός, ο μάγος, ο εραστής, ο ήρωας. Όλοι οι ρόλοι για να είσαι μέσα στον μεγάλο ρόλο, εκείνον του άντρα, να διατηρείσαι μέσα στη λάσπη με τα αδηφάγα στόματα, συναισθήματα, κουρτίνες πράσινες κι ένας θεός κόκκινος, ήλιος αιματοβαμμένος. Βλέπεις; Να διατηρείσαι και να λιγοστεύεις προς κάτι άλλο, συμπαγές, άκαμπτο, θαρρείς μηχανικό. Η φλόγα σβήνει, έσβησε στην πίεση της παγωνιάς. Είναι μόνος στο δωμάτιο όπως άλλωστε και στη ζωή του. Δίχως λέξεις. Ασχέτως του νου που χορογραφεί όλους τους κόσμους, αρκεί να κρύψει το αληθινό του πρόσωπο. Ένα σύριγμα ή ένα λεπίδι, τη θυμάται, τα μαύρα της μαλλιά, το κρύο μπερδεύει μια καρδιά πληγωμένη. Μουγγός, καταπίνεται εύκολα από το σπίτι. Τα δέντρα τεντώνουν δάχτυλα κι ο άνεμος ελίσσεται. Το χαλάζι σφυροκοπάει, απώλειες μιας άλλης ζωής πιο ποθητής, το νευρικό σύστημα σαν μεταλλόφωνο, θυμάται, κατασκευάζει αντιδρώντας έναν κόσμο, διαρκώς σχηματοποιείται, να την άγγιζε στα στήθη και να λειώναν βόρεια του κορμιού του αυτοί οι πάγοι. Όλοι οι φθόγγοι. Αν ξέρει κάτι είναι ότι δεν μπορεί να πεθάνει. Γιατί δεν μπορεί να ζήσει. Αδύνατον με τέτοιον νου, τέτοια δήθεν καρδιά που τον γεμίζει με όλα τα τεχνάσματα, αρκεί να μην αγαπήσει για να αγαπήσει, αρκεί να μην πεθάνει για να πεθάνει. Όχι απόψε. Ούτε αύριο. Μήτε σε τρεις χιλιάδες χρόνια. Σηκώνεται και ανάβει το καλοριφέρ με ένα κουμπί.


γ. γεωργίου


σημείωση: το κείμενο δημοσιεύτηκε στο κοντέινερ της ελευθεροτυπίας (τεύχος 9, 5/7/2010).

σημείωση: για όσους θέλουν να διαβάσουν ολόκληρο το περιοδικό, εδώ