Every work of art is an uncommitted crime


-Theodor Adorno-

daDa ποiησΗ dAda λογοtεΧνiα dadA pUnk dADa

Τελάλης:

Σάββατο, Δεκεμβρίου 12, 2009

Φαντάσματα



Στο δωμάτιο κελί με τον σύρτη και το χοντρό λουκέτο, μου είπε πολύ απλά: don't go out with the camera. You're gonna be killed.

Σκέφτομαι πολύ σε αυτήν την εικόνα. Είναι μία από τις πολλές που με έχουν πληγώσει, άλλες φορές με την φυσικότητά τους, άλλες με την ωμότητά τους, άλλες με την πεποίθηση που μου γεννούν ότι έρχονται από το μέλλον. Φορές θαρρώ πως ήταν σαν να 'μουν ο μόνος που τις είδε, παγιδευμένος σε κάποια παρανοϊκή ταινία, σαν να 'χα ξυπνήσει κατσαρίδα ας πούμε και να με ανησυχούσε η αδυναμία μου να πάω στη δουλειά, γι' αυτό και δυσκολεύομαι αφάνταστα να βρω μέσα στη γλώσσα εκείνα τα στοιχεία που θα τις κάνουν πραγματικές, ανθρώπινες ιστορίες -πώς θα μπορούσαν να γίνουν αυτό που είναι; ανθρώπινες, ιστορίες ανθρώπων;

Το σπιτάκι που μέναμε ήταν απλό με δυο τρία αντικείμενα, βρόμικο χαλί και πλαστικά λουλούδια στο μικρό τραπέζι. Χαμηλοτάβανο, με δύο πόρτες σιδερένιες, κλειδαριά, μεγάλο σιδερένιο σύρτη και χοντρό λουκέτο. Δίχως παράθυρα, ή μάλλον με λιγοστά, που δεν ανοίγαν προς τα έξω ούτε προς τα μέσα. Άνοιγαν συρταρωτά στο πλάι, και πριν δεις τον έξω κόσμο έβλεπες τα σιδερένια κάγκελα που κάποτε εμπόδιζαν ακόμα και ένα χέρι να περάσει μέσα. Εμείς δεν τα ανοίγαμε σχεδόν ποτέ μιας και πέρα από το ότι δεν υπήρχε και τίποτα που άξιζε να δει κανείς, δε θέλαμε να μας δει κανείς, κανείς να μην ξέρει -όσο λιγότεροι τόσο καλύτερα- ότι εκεί μένουμε -μία όμορφη κοπέλα και ένας ξένος, ασπρουλιάρης, και πόσο μάλλον ευρωπαίος άρα και με χρήμα. Δεν θα ρίσκαρα κάτι τέτοιο, ούτε μπορείς να εξηγήσεις σε κάποιον που δεν έχει να φάει ότι παρόλο που ήρθες από μια χώρα ευρωπαϊκή δεν έχεις λεφτά -άσε που ούτε καν ευρωπαϊκή θα την έλεγες τη χώρα εκείνη. Κανείς δεν θα σε πιστέψει -σαν να σε δει η γυναίκα σου να κοιμάσαι στο κρεβάτι με κάποια άλλη -τύχη κακιά- και μόλις διασταυρωθεί το βλέμμα σου μ' εκείνης, πεις, «δεν είναι αυτό που νομίζεις». Τα ίδια πάντα λόγια. Τα ίδια σπίτια ήταν όλα τους εκεί, μικρά το ένα πάνω στο άλλο και κολλημένα μεταξύ τους, με σιδερένιες πόρτες και σύρτες λουκέτα κλειδαριές. Με τα ίδια παράθυρα. Με τους ίδια φοβισμένους ανθρώπους. Γύρω γύρω είχε μικρούς μπαχτσέδες με εξωτικά λουλούδια. Και πιο πέρα ένα γύρο το συρματόπλεγμα, ψηλό σαν φυλακή. Η φυλακή ήταν αρκετά ασφαλής για όσους ζούσαν φυλακισμένοι. Φρουρός πάντα ήλεγχε στην πύλη η οποία δεν άνοιγε δίχως την παρέμβασή του. Οι άλλοι έξω από τη φυλακή ήταν τα ζόμπι. Ανάμεσά τους και δωδεκάχρονα με μωρά στα χέρια ή παραπεταμένα δίπλα και μέσα στις μύξες τους, παιδιά με κοιλιές φουσκωμένες κυοφορώντας δυστυχία, και περίεργοι τύποι με βλέμματα και εκφράσεις που δεν μπορείς να κατανοήσεις, ούτε να ψυλλιαστείς, άγνωστες τελείως από κάθε σου μαμόθρεφτη, «ευρωπαϊκή», εμπειρία. Κι όταν κέρδιζε ή έχανε η ομάδα τους στο ποδόσφαιρο αυτοί ξεχύνονταν αφηνιασμένοι στους δρόμους των παραγκουπόλεων και το πέρασμα της νύχτας άφηνε πίσω του κορμιά βιασμένα, πληγωμένα, κάποιες φορές και ακρωτηριασμένα. Την επομένη ανοίγαν και πάλι τα "ιερά μαγαζιά" (κι ήταν τόσα πολλά σε κείνη τη γειτονιά) πουλώντας μια καλύτερη ζωή μετά θάνατο. Πρωινή προσευχή και πάμε πάλι άλλη μια μέρα με νέες εκπλήξεις.

Οι παραγκουπόλεις μπροστά μας που εκτείνονταν μέχρι τις πλαγιές του βουνού, τα γκέτο της εξαθλίωσης που ποτέ μου δε θα έχω εικόνα εκτός από αυτήν την εξ αποστάσεως, σαν καρτ ποστάλ μα με την ένταση του τοπίου της στο σώμα μου. Όταν ρώτησα τη μάνα της τι παίζει εκεί, μου είπε κάτι στα ισπανικά που η μετάφρασή του έλεγε πως εκεί δεν πηγαίνεις. Ρώτησα γιατί.

«Είναι πάρα πολύ επικίνδυνα»

«Γιατί, εδώ δεν είναι;»

«Είναι, όμως όχι τόσο». Μου έδειξε με το δάχτυλο σχηματίζοντας όρια ενός χάρτη νοερού, νοητού. Ήταν η άλλη πόλη. «Η μισή και παραπάνω πόλη είναι πολύ επικίνδυνη, κανείς δεν πηγαίνει εκεί αν δεν μένει εκεί»

«Η μισή πόλη; και πόσο πληθυσμό έχει η Cali;»

«5-6 εκατομμύρια…»

5-6 εκατομμύρια, έτσι μου είπε… ωστόσο η google δίνει ένα νούμερο πάνω από 2 εκατομμύρια, «μόνο». Αναρωτιέμαι, κοιτάζοντας τη μεγάλη αυτήν πόλη την οποία γύρισα σχεδόν από τη μία άκρη ως την άλλη -εκτός της απαγορευμένης ‟πόλης” των εξαθλιωμένων, μέσα στην πόλη- αν τα νούμερα και η αλήθεια τους έχουν σημασία, αν το νούμερο της google μετράει τη μισή πόλη, ή αν απλώς τα 5-6 εκατομμύρια δεν είναι παρά μια κακή εκτίμηση ή λάθος γνώση από πλευράς της μητέρας. Ωστόσο, σημειώνω ότι, διαβάζοντας από περιέργεια στην google για την Cali σχηματίζεται στο νου μου μια γενική εικόνα της πόλης που δεν τέμνεται πουθενά με την γνώση των ματιών που δεν μπορούν παρά τραυματισμένα να συνεχίζουν να βλέπουν θαρρείς σε μαρτύριο. Που είναι τα περιφραγμένα γκέτο; που είναι οι στατιστικές βιασμών και σεξουαλικής κακοποίησης -παιδοφιλίας- μέσα στις οικογένειες, και μάλιστα με την γνώση των περισσοτέρων; τι θα έλεγε μια τέτοια στατιστική και κατά πόσο θα μπορούσε να μιλάει για την πραγματικότητα; Που είναι οι χιλιάδες που πεθαίνουν ανήμποροι στα πεζοδρόμια και στις σκοτεινές γωνιές; και που οι μπάτσοι που τους κλοτσούν να πάνε κάπου αλλού να ψοφήσουν; Που είναι τα μαύρα αστέρια με το κίτρινο περίγραμμα που οι αρχές κολλούν στο τσιμέντο, εκεί που οι άνθρωποι χάνουν τη ζωή τους για πάντα; που περπατώντας προς τα μουσεία ή προς οπουδήποτε μπορείς να μετρήσεις τους νεκρούς, να διαβάσεις την ιστορία του εκάστοτε δρόμου -και να τον αποφύγεις ίσως. Που είναι εκείνο το πρωτοσέλιδο εφημερίδας -ανάμεσα στα τόσα άλλα παραπλήσια- όπου ένστολος περισυλλέγει ένα τυχαίο διαμελισμένο σώμα κρατώντας στη χούφτα του το κεφάλι; σε εφημερίδα, που σημαίνει σε κοινή θέα. Πού όλη εκείνη η ψυχολογική βία που σχεδόν τη συλλαμβάνεις από τα ρουθούνια σαν να 'ταν άνεμος κακών μαντάτων, σκεπάζοντας την ήδη, με βεβαιότητα, υπάρχουσα πραγματικότητα, κάνοντάς την φάντασμα φοβερό που απειλεί την κάθε επόμενη στιγμή με ξέσπασμα φρίκης; Η μόνη αναφορά της google στην πραγματικότητα -ωστόσο, άνευρη σαν κουφάρι, δοσμένη μέσα από τη στατιστική- με τον τίτλο Crime, καταλαμβάνει -«στατιστικά»- μηδαμινή έκταση στο άρθρο. Όποιος και να είναι ο αριθμός των κατοίκων που ολοένα αυξομειώνεται από τις ακατάσχετες γεννήσεις, τις δολοφονίες, τους εκτοπισμένους από τη γη τους ινδιάνους, ένα είναι σίγουρο: δεν πας εκεί, του οποίου μόνο ένα μέρος είχε δείξει το δάχτυλο και έπειτα υπονοήσει πίσω από τα κτήρια.

Όσο δυνατός και να πίστευα ότι είμαι, ο ένας μήνας διαμονής σε κείνη τη γειτονιά με τσάκισε.

Δεν έβγαινα και πολύ από το σπιτάκι. Και όταν έβγαινα προσπαθούσα να γυρίσω όσο ήταν μέρα, μέχρι τις 6 περίπου το απόγευμα δηλαδή. Το μόνιμο αλάρμ κατά τις εξόδους μου μού έγινε τικ που χρειάστηκε να περάσει καιρός για να αποβάλλω. Και δεν ξέρω κατά πόσο το απέβαλα τελείως. Κάτι πρέπει να υπάρχει μέσα μου που κάνει μετάσταση στα αισθήματά μου, που κάνει αυτήν την καθημερινότητα συμπαγή σαν γροθιά που μου καίει τα σωθικά. Μία αίσθηση του φοβερού, κι έπειτα ναυτία, ότι δεν ήρθα από την Κολομβία, ότι δεν μπορεί να είναι έτσι καμιά χώρα και κανένας λαός, ότι ποτέ δεν υπήρξε, ποτέ δεν έγινε… -δεν μπορεί παρά να ήρθα από το μέλλον. Μια πεποίθηση παράξενη αφού ό,τι τη γέννησε έλαβε χώρα μπροστά στα μάτια μου, βαθιά πίσω από τον αμφιβληστροειδή μου. Ένα μέλλον ζοφερό. Και θα μπορούσα να γράφω μήπως ξορκίσω τούτο από μέσα μου και γίνω και πάλι τυφλός, αφελής και ιδεαλιστής να λέω μεγάλα λόγια, όπως ίσως κάποτε, αγνοώντας αυτό που πλησιάζει, πεισματικά αρνούμενος τα σημάδια, αποστρέφοντας το πρόσωπο, και να εκσπερματώνω πνευματικώς, όπως τόσοι λόγιοι και ποιητές -όλη τούτη η εκλεπτυσμένη γελοιότητα. Μου είναι αδύνατον πλέον. Το δηλητήριο της πραγματικότητας θα το πιω. Γι' αυτό γράφω, μήπως και φύγει από μέσα μου και στοιχειώσει τις λέξεις, δίχως να το αρνηθώ -μήπως τελικά σωθώ από τις λέξεις. Όμως οι άτιμες δε λένε να τελειώσουν, λερναίες ύδρες ή μπαμπούσκες που ξεπηδούν σε κάθε απόπειρα τέλους, τομάρι που κόλλησε πάνω μου με δηλητήριο ποτισμένο του Νέσσου το αίμα. Γι' αυτό και προσαρμόζομαι μέσα τους, τις αφήνω να μιλήσουν, να χορέψουν με μανία, με την ελπίδα φορές να με καταστρέψουν λυτρώνοντάς με από τη μνήμη του μέλλοντος.

Μην πας έξω με την κάμερα.

Μετά από μερικές μέρες δεν ένιωθα και πολλά πράγματα, ωστόσο πάντα έπαιρνα τα μέτρα μου. Ένα κίτρινο σορτσάκι δίχως τσέπη, μια φανέλα λευκή και παντόφλες -η στολή μου έξω. Όχι μόνο δεν είχα τίποτα μαζί μου αλλά και μου φαινόταν. Κάποια μέρα δεν ένιωθα τίποτα, μάλλον, πέρα από μια πλήξη που δεν μπορούσε να καταλάβει τον εαυτό της, ίσως και να μην την ένοιαζε πια. Πήρα τη μικρή πλακέ φωτογραφική μηχανή, την έβαλα μέσα στο σορτσάκι, αφήνοντας τον φακό απ' έξω, περπατούσα, σήκωνα λίγο την φανέλα και τραβούσα φωτογραφίες προσεχτικά -ό,τι έβγαινε. Επανέλαβα με περισσότερο θάρρος.

Πλέον οι φωτογραφίες που έχω από κει (σκέφτομαι να αποτελέσουν ξεχωριστή δημοσίευση) αποδεικνύουν την ύπαρξη εκείνου του τόπου, ωστόσο είναι νεκρές, δεν αισθάνονται και δεν εκπέμπουν τίποτα -τουλάχιστον σε μένα. Είναι σαν τα κέρινα ομοιώματα της Μαρί Τισό. Δεν αφηγούνται ιστορίες, δεν έχουν φόβο, δεν επιδρούν στο πετσί σου. Δεν γλυτώνεις από αυτές για να πας στο μικρό σου κελί να κλειδωθείς κι έτσι να νιώσεις καλύτερα.

Ένα μεσημέρι πήγαμε σε ένα μαγαζάκι της γειτονιάς που πουλούσε διάφορα τρόφιμα. Σάπιο κρέας εκτεθειμένο στην ατμόσφαιρα, βρομούσε, λίγα σάπια λαχανικά, κάτι αλλόκοτες κονσέρβες, κόλλησα, δεν μπορούσα να σκεφτώ κάτι που θα μπορούσα να φάω δίχως να νιώσω αηδία. Ίσως κανα κατεψυγμένο κοτόπουλο; Κάτι ξεκίνησα να λέω στ' αγγλικά στην όμορφη κολομβιανή, κάτι περί κοτόπουλου, όταν η μάνα και η κόρη, ιδιοκτήτες του μαγαζιού, σάστισαν και την ρώτησαν στα ισπανικά «καλά δεν μιλάει ισπανικά;». Σαν ποτέ τους να μην άκουσαν άλλη γλώσσα. Δεν μπορούσαν να φανταστούν ξένο σε κείνη τη γειτονιά, ίσως ούτε καν εν γένει -όχι ότι είχαν κανένα πρόβλημα με την παρουσία μου, ίσα ίσα έγινα κι αξιοθέατος. Σε κάθε περίπτωση φυσικά δεν με κολάκεψε καθόλου που ήμουν ο πρώτος ξένος, αν ήμουν, που προφανώς ήμουν. Η αλήθεια είναι πως ένιωσα τόσο ανήμπορος να υπάρξω εκεί, κι ας υπήρχα, τόσο μακριά από καθετί που είχα ζήσει. Ξένος. Κι όχι επειδή οι άνθρωποι δεν με δέχονταν -κάθε άλλο- ούτε επειδή ήμουν άλλης εθνικότητας, αλλά επειδή η απόσταση των ματιών από την αίσθηση ήταν ένα χάσμα. Γνώρισα κάποιους ανθρώπους οι οποίοι ήταν πολύ φιλόξενοι και ιδιαίτερα φιλικοί. Δεν πίστευαν πως ήμουν έλληνας, πως ήρθα από τόσο μακριά, που μόνο στις τηλεοράσεις ή στο σχολείο είχαν ακούσει. Και ό,τι γνώριζαν ήταν τόσο ωραιοποιημένο και έξω από την πραγματικότητα (σαν να διαβάζεις στην google για την Cali, ας πούμε) που στις συζητήσεις μας για την ελλάδα και την πραγματικότητά της δεν μπορούσαν παρά να ξαφνιαστούν ή σοκαριστούν με την απομυθοποίηση των όσων είχαν σχηματίσει στο νου τους ελλείψει ενός σώματος που να τους συνδέει με το πραγματικό μέσω του βιώματος. Ο χρόνος γι' αυτούς, υποθέτω, είχε παγώσει κάπου πολύ παλιά στους αρχαίους κόσμους, όπως και σε μας άλλωστε -το μεγάλο μας πρόβλημα που φαντάζεται θολά και πολύ φτωχά τους αρχαίους σαν παππούδες μας ενώ οι πατεράδες μας βαστάνε κάπου στο βυζάντιο, πίσω από τον σταυρό, το ψέμα, και την οκνηρία. Η διαφορά μεταξύ Ελλάδας και Κολομβίας όταν προσπαθείς να μιλήσεις περί αυτών είναι ότι στην περίπτωση της Κολομβίας δυσκολεύεσαι να βρεις λέξεις, να σχηματίσεις προτάσεις, να βρεις έκφραση που να περιγράφει σωστά την πραγματικότητα. Εκεί, η πραγματικότητα έχει ξεπεράσει τη λογοτεχνία.


γ. γεωργίου


7 σχόλια:

  1. Το δηλητήριο της τρομερής αυτής πραγματικότητας το χώνεψες και στοίχειωσε και τις λέξεις σου. Εξαιρετικό και συγκινητικό, με την έννοια ότι κινεί την ψυχή.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Συγκινητικό είναι, όπως το λες Χρήστο, και χαίρομαι ιδιαίτερα που ένιωσες μια τέτοια κίνηση. Έτσι το δηλητήριο λιγοστεύει φορές ή γίνεται πιο ανεκτό. Δείχνει ότι δεν είμαστε μόνοι, οι μόνοι.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Για σου Γιώργο.

    Δεν ξέρω αν θέλεις να τις αναρτήσεις στο internet αλλά θα ήθελα να δώ τις φωτογραφίες που τράβηξες. Βέβαια όπως και ο ίδιος είπες, πρέπει να είναι κανείς εκέι για να δεί την όλη πραγματικότητα...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. βρήκα μερικές φωτογραφίες στο internet για μια παραγκούπολη (Calvario) στο Cali

    http://www.flickr.com/photos/jansochor/3002804818/in/set-72157608648467593/

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Θέλω και δε θέλω, Νίκο.
    Όπως άλλωστε και με τις σκέψεις αυτής της ανάρτησης, αλλά και κάθε μου ανάρτησης. Ζορίζομαι σ' αυτήν την απογύμνωση και πάντα κρατάω κάτι για μένα. Εδώ, κράτησα τις φωτογραφίες, με την σκέψη να αποτελέσουν μια ξεχωριστή δημοσίευση, αν ποτέ συμβεί αυτό.
    Φυσικά (άσχετα με τα δικά μου ζόρια) όταν περάσεις από δω θα τις δούμε τις φωτογραφίες και θα τις συζητήσουμε.

    Η συνοικία (παραγκούπολη) που αναφέρεις είναι πολύ άθλια, ωστόσο δεν ανήκει στο κομμάτι εκείνο της πόλης που απαγορεύεται (από την ίδια σου τη λογική) να πας, που δεν πηγαίνεις ποτέ σου -ούτε καν στους εφιάλτες σου- γιατί δεν τρελάθηκες ακόμη. Σκέψου ότι είναι μία από τις αρκετά επικίνδυνες περιοχές της κανονικής, "ορατής", πόλης - ε, φαντάσου τώρα πώς μπορεί να είναι η άλλη μισή, η αόρατη μα πάντα παρούσα πόλη, αόρατη που σε περιτριγυρίζει, σε πνίγει. Έχω τραβήξει λίγες φωτογραφίες στις οποίες βλέπω στο βάθος τα στρατόπεδα συγκέντρωσης των περιφρονημένων, των μελλοθανάτων - ακόμα κι έτσι, εξ αποστάσεως, με πνίγουν. Βλέπω αλλά δεν βλέπω. Περικυκλωμένος.

    Η calvario είναι κυρίως εμπορική συνοικία, πάρα πολύ φτωχή, για πάρα πολύ φτωχούς κολομβιανούς. Αποτελείται από παραγκομάγαζα και είναι γεμάτη στο σκουπίδι. Διέσχισα ένα κομμάτι της, μέρα μεσημέρι φυσικά, και είδα ανθρώπους να μασουλάνε σκατοσακούλες, ρακένδυτους κι αρρώστους, με μάτια που ούτε καν πόνο φέρουν, ούτε καν δυστυχία, παρά μόνο έκπτωση. Έκπτωση από τους ζωντανούς -από κάθε τι που έχει μέσα του ζωή. Calvario… από το όνομα της συνοικίας, άλλωστε, καταλαβαίνεις περί τίνος πρόκειται. Γολγοθάς.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Μπράβο για το λινκ που έδωσες. Θα μπορούσε να γίνει μια ολόκηρη συζήτηση γύρω από τις φωτογραφίες, το κειμενάκι που μιλάει για την καθεμία απ' αυτές, και κυρίως τα σχόλια των περισσοτέρων που είναι εκτός τόπου και χρόνου. Οι φωτογραφίες αυτού του είδους δεν μπορεί να είναι ωραίες ποτέ, δεν μπορεί να σου στερούν τον πόνο, την θλίψη, την τρέλα, το έγκλημα των ισχυρών, ψυχασθενών, δυτικών κοινωνιών απέναντι στις κολομβίες αυτού του κόσμου. Η κοινωνία του θεάματος ψεύδεται πάντα, ακόμα κι όταν ισχυρίζεται πως κάνει έργο, φωτορεπορτάζ, πως μάχεται για μια ιδέα, αλήθεια, αξία κτλ. Δεν γίνεται να με ξεριζώνουν από την πραγματικότητα για την οποία θα έπρεπε να μιλούν, με ένα γλυκούλι κάδρο, μια χαριτωμένη σύνθεση, ένα εντυπωσιακό χρώμα, λίγο φώτοσοπ καμιά φορά, ένα «έργο τέχνης» νεκρό, ναρκισσιστικό. Έτσι λοιπόν, ρίχνεις ένα βλέφαρο, γράφεις κανα «ουάου πολύ όμορφη σύνθεση», μπορείς να συμπληρώσεις και με ένα «ω μα τι σκληρό» και να πας να καταβροχθίσεις την πίτσα σου κάνοντας τσατ στο φέισμπουκ, ή βλέποντας κανα ριάλιτι στην τιβί, ή τραβώντας μια μαλακία σε πορνό σάιτ, ή κι όλα μαζί ταυτοχρόνως. Άσε που οι περισσότεροι εκεί, στον σχολιασμό των φωτογραφιών, δεν λένε τίποτα πέρα από την τοποθέτηση του προσωπικού τους λινκ που οδηγεί στο προφίλ τους -δηλ. δεν υπάρχει σχόλιο. Αστεία πράγματα, πράγματι. Και εμπίπτουν σε μια γενικότερη αστειότητα, πολύ ανησυχητική. Από κάτι πρόσφατο: σαν τις συζητήσεις στις τηλεοράσεις, που δεν καταλαβαίνεις πια σε ποιους απευθύνονται, ούτε πως οι συμμετέχοντες σε αυτές γίνονται ανεκτοί από εκείνον τον κόσμο που δεν αντέχει να πληρώσει όλους αυτούς που τον κοροϊδεύουν καθημερινά, με τον λογαριασμό της ΔΕΗ, το κλέψιμο των δημοτικών αρχών (στη Θεσσαλονίκη πληρώνω για τον λογαριασμό της ΔΕΗ περισσότερα λεφτά για τον δήμο-ΕΡΤ-και λοιπούς κηφήνες, παρά για το ρεύμα που καταναλώνω) το νοίκι, το φαϊ, τον αέρα που κοστίζει -όλη αυτή η ανοησία, η προκλητική, φαντασιωσική ευμάρεια και ασυδοσία, που έχει συγκεκριμένα αντανακλαστικά, που μπορεί να ακούσει ένα ωμό ρεπορτάζ ή να δει δυο τρεις βίαιες εικόνες και να εκφράσει τη θλίψη της, ενώ αμέσως μετά, λέγοντας «ας πάμε σε κάτι πιο ευχάριστο», να συζητά με άλλους ομοιοπαθείς το πως θα χάσουν τα παραπανήσια κιλά που ΘΑ πάρουν την περίοδο των διακοπών. Καταλαβαίνεις για τι πράγμα μιλάμε έτσι; Είναι η κενότητα που τρομάζει.

    Και κάτι τελευταίο όσον αφορά τα κειμενάκια που συνοδεύουν τις φωτό. Κάγχασα με αυτό το «theft, drug abuse, unemployment never let the slum people jump off the misery and stop being the second category citizen in the rigid catholic society of Colombia». Έχω βαρεθεί να ακούω μαλακίες, ειλικρινά.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. (Κάτι συνέβη και δεν εμφανίζεται ολοκληρωμένο το τελευταίο μου σχόλιο, τουλάχιστον σε ό,τι εγώ βλέπω. Το συμπληρώνω...)

    "Καταλαβαίνεις για τι πράγμα μιλάμε έτσι; Είναι η κενότητα που τρομάζει.

    Και κάτι τελευταίο όσον αφορά τα κειμενάκια που συνοδεύουν τις φωτό. Κάγχασα με αυτό το «theft, drug abuse, unemployment never let the slum people jump off the misery and stop being the second category citizen in the rigid catholic society of Colombia». Έχω βαρεθεί να ακούω μαλακίες, ειλικρινά."

    ΑπάντησηΔιαγραφή