Every work of art is an uncommitted crime


-Theodor Adorno-

daDa ποiησΗ dAda λογοtεΧνiα dadA pUnk dADa

Τελάλης:

Κυριακή, Αυγούστου 29, 2010

Σοκολατένιος Ιησούς



"Rattle big black bones

in the danger zone

there's a rumblin' groan

down below

there's a big dark town

it's a place I've found

there's a world going on

Underground

they're alive, they're awake

while the rest of the world is asleep

..."

(Underground)



Είναι ωραία να είσαι είκοσι χρονών, γιατί έχεις την ψευδαίσθηση πως ανακαλύπτεις τον κόσμο, πως όλα ρίχνονται μπροστά σου μόνο για σένα, χωρίς ευθύνες, κι αν νομίζεις πως είσαι γεμάτος ζωή η φλυαρία σου σε προδίδει. Χτίζεις λίγο λίγο πέτρα πέτρα τα τριάντα σου χρόνια, τα πενήντα, τον θάνατό σου. Αυτό που σε γεμίζει είναι αυτό που σε καταστρέφει. Δεν ξέρω αν διάβασες κάφκα ποτέ. Ούτε έχει καμιά σημασία. Η ζωή που ήθελες να κάνεις με το σώμα δεν έβρισκε τον τρόπο της, ήσουν παγιδευμένος μέσα του κι ένιωθες ξένος. Κι άργησες να καταλάβεις πως ήσουν πράγματι ξένος. Κι ακόμα περισσότερο πως δεν ήσουν τίποτα, και ό,τι ήταν ξένο ήταν απλώς ξένο. Εσύ ήσουν το σώμα. Αλλά δεν είσαι πια. Γίνεσαι. Είσαι σχεδόν αόρατος, ρευστός, γεμάτος από σάρκα που ιριδίζει, που μεταλλάσσεται, που γίνεται θυμός και γίνεται σεξουαλική πράξη, φόνος και τσέλο και κίτρινο δάσος, μπλαβιάζεις, γίνεσαι βοή, ένα φως σκοτεινό κι ένα φως αρπαχτικό, δροσιά, αέρας, πολτός, ανάστημα, έρεβος. Δεν καταλαβαίνεις τίποτα. Ακολουθείς έναν κρυφό ρυθμό. Μόνο η μουσική που άκουγες παραμένει η ίδια. Η παραλία που σου άρεσε να κολυμπάς και να καίγεσαι μαζί με τον ήλιο που βουτάει από ψηλά το μεσημέρι. Το μπαράκι που σε τραβούσε τα βράδια με μελαγχολία γιατί δεν γινόταν να μεγαλώσεις με κανενός άλλου τη μεζούρα. Σφηνάκια. Απλωμένη νύχτα με μυρωδικά της σάρκας. Ερωτευμένος ήμουν τότε, θυμάμαι. Γυρνούσα το πρωί κενός, με μια λεπτή, σχεδόν διάφανη δυστυχία, πύρινος και ζαλισμένος, έβαζα το small change, πατούσα play και βυθιζόμουνα στο πάτωμα σε ένα κάλεσμα των blues. The piano has been drinking (not me). Repeat. Repeat για πάντα.



Τον ήξερα τον tom. Έκανε παρέα με τον bukowski, φορές διάβαζε corso δυνατά, άλλες έπιανε τον ginsberg, on the road, έφευγε κι έσβηναν οι πάνθηρες στη νύχτα. Το δάσος έπινε τεκίλα. Πολλοί χώθηκαν σε τριγωνικές σκηνές και συνομίλησαν μαζί του, με πυρσούς ή με λευκά δόντια, κανείς τους όμως δεν κατάλαβε τι ήθελε να πει. Τι να πιει. Ποτάμια ανέβαιναν σαν κουρτίνες στον γυμνό ουρανό που γινόταν συμπαγής. Και όταν τα πτηνά μπήγονταν στην κοιλιά της γης, μέσα σε κείνο το τέντωμα της πραγματικότητας μπορούσες να χαστουκίσεις το φεγγάρι, και όλο το τοπίο ανακατωνόταν, νιφάδες απλώνονταν προς κάθε κατεύθυνση, σε ένα παιχνίδι για μεγάλους που παρέμειναν παιδιά. Μου συστήθηκε: tom. Τον κέρασα ένα φτηνό ποτό και κάτσαμε σιωπηλοί με πλάτη γυρισμένη ο ένας στον άλλο, σαν φίλοι. Προσπάθησα, μα ήτανε αδύνατο με τέτοιο πουκάμισο βρόμικο. Πού να θυμηθώ τι είδους βραχνιασμένη νύχτα ήταν που πρωτοκάναμε παρέα μέσα σε μια ξύλινη γούβα στην ερημιά χωρίς νερό, με φέτες από πορτοκάλι και ελάχιστο φως. Θαρρείς και πάντα μου, κάπου πίσω από κάποιο λερωμένο τοίχο ή μοναχική γωνιά, σε σπασμένα αισθήματα κι ανάγλυφα νεύματα, σε bars με πιάνα ασήκωτα, σε δρόμους ελλειπτικούς, χιονισμένα όνειρα και θέατρα μικροσκοπικά σαν σ’ εφιάλτη, σ’ εστιατόρια μπερδεμένα με αγιάζι στο πουθενά, σαξόφωνα που τρικλίζουν σε νύχτες υγρές με παπούτσια κόκκινα, μπάντες μελαγχολικές και μπίρες ζεστές, πάντα κομμάτια μουσικής σαν σκισμένες σελίδες ή σαν εστίαση από τόσο κοντά που γεμίζεις πεποιθήσεις, ψευδαισθήσεις, δάχτυλο θέλει στο λαρύγγι, να ξεράσεις, για ν’ ακούσεις τη μουσική χωρίς προφυλάξεις, με χαλασμένο συκώτι και ραγισμένη καρδιά, κάτω από μπλε γράμματα ερωτικά, παρέα με αδέσποτα σκυλιά, πουτάνες με όνειρα νεκρά στα χέρια -θαρρείς και πάντα μου αυτά, τόσο οικεία σαν, πάντα ήχοι που βουτάν κι αναμειγνύονται με τη ζωή μας παν, και ξοδεύονται σε μια πράσινη νύχτα, blues, and I said baby, i'm so far away from home, and I miss my baby so, I can't make it by myself… η πόρτα ανοίγει και η πορτορικάνα με το ελάχιστο μακιγιάζ απομακρύνεται άρυθμα με κωλοδάχτυλο, αληθινό χαμόγελο, και τακούνι σπασμένο …i love you so.

Clap hands, clap hands

Clap hands, clap hands



Δεν θυμάμαι αν ήμουν ερωτευμένος, αν ήμουν αλκοολικός, αν άκουγα jazz, αν μου άρεσε η τρομπέτα και το μπάντσο. Ίσως να άκουσα την φωνή του σε κάποιο μπαρ κι έπειτα μέθυσα μιας και όλα συστράφηκαν μέσα μου, οι εξωγήινοι με τα ποτά τους, οι γκόμενες με τα ερεθισμένα σώματα και τις μπερδεμένες εκφράσεις τους, τα φρικτά χαμόγελα του barman, ο θάνατος της καθημερινότητας που πλησιάζει σαν απειλή κι αμέσως αποσύρεται αφήνοντάς σε δεμένο εκεί, σε ένα πάτωμα κρύο, χωρίς νερό, δίχως φαϊ, ένα ακόμα ποτό παρακαλώ, δεν θα κλάψω, θα με σύρουν έξω στα σκουπίδια του ονείρου, και όταν ξυπνήσω θα έχω ξαναγεννηθεί. Ίσως πάλι να με γέννησε αυτή η βοή, μέσα από τους κρότους μιας μουσικής αναταραχής που σπέρνεται με βία από τα χέρια παθιασμένων πλασμάτων με περίεργα καπέλα και νύχια μυτερά. Μπορεί να ήταν και το κόκκινο μέσα στο πράσινο φανάρι που με έκανε να σταματήσω, και μέσα από κόρνες και βρισιές να αφουγκραστώ εκείνο το εξπρεσιονιστικό τέμπο που ρουφάει σαν δίνη γωνιασμένα σώματα ντίξι χορευτών μπροστά από έναν χαρτονένιο ήλιο με φοινικόδεντρο, σε ένα γεμάτο στάχτες δωμάτιο στη Νέα Ορλεάνη, τα κάγκελα σκουριασμένα. Παράσιτα στην τιβί, απλώνονται, σκεπάζουν εκτάσεις, η αύρα της γης. Άντε ρε μαλάκαααα… παράσιτα πίσω από την πλάτη μου, ανοιχτές πόρτες αυτοκινήτων, φάτσες σφιγμένες, αλλοιωμένες, ηλίθιες, χέρια που κουνιούνται με θυμό αναδεύοντας έναν πηχτό αέρα. Buzz off θα είπα αδιάφορα και περπάτησα αργά τη λεωφόρο μέχρι το ακορντεόν της επόμενης μέρας -οι κόρνες και οι βρισιές ακόμα θα βαστούν γύρω από το παρατημένο μου αυτοκίνητο. Ίσως ν’ ακινητοποίησε τον κόσμο όλο. Ίσως μερικοί να ψάχνουν να βρουν ένα πτώμα μου. Ίσως πάλι να βαρέθηκαν να ζουν όπως ζούσαν. Zoom out σε ένα καμμένο από το φως τοπίο. Θα έφτασα ως την έρημο κι όταν άκουσα τον κροταλία σαμάνο έστριψα κάτω. Βαθιά σε μια παραίσθηση δίχως τύψη, σε μια αίσθηση χωρίς δύση, λίμνες των μέσα τόπων μωβ, φυσάει και ξεντύνονται, ένα απαλό ροζ γυναικείο στήθος αντανακλά στον ήλιο το σκοτάδι του. I'm as blue as I can possibly be.. Is there any way out of this dream?



Παύση

Μόνο μουσική

Βοή

Μια ανάσα καπνισμένη



Το rock 'n roll ειναι η μόνη αληθινή επανάσταση της ιστορίας

Ο Tοm Waits μου ταιριάζει όπως και οι κολομβιανές μπότες μου

Πιο βαθιά από τη μουσική ζει μια ποίηση άτεγκτη

Προτιμώ τη νύχτα αρκεί να έχω τα τσιγάρα μου

Δεν αναζητώ τίποτα. Είμαι ικανοποιημένος με έναν σοκολατένιο ιησού


γ. γεωργίου





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου