Every work of art is an uncommitted crime


-Theodor Adorno-

daDa ποiησΗ dAda λογοtεΧνiα dadA pUnk dADa

Τελάλης:

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 16, 2011

Homo Kariolis



από τις σημειώσεις για το μυθιστόρημα "η χρονιά του ποντικού"


Τότε που ο ινδιάνος ξυπνούσε, τέντωνε το γυμνό κορμί του και στεκόταν μπρος στη θάλασσα που εκτεινόταν με ρίγη στο χάος του ωκεανού που σαν σεντόνι σκεπάζει το μουνί της θηλυκής γης. Ο ήλιος ανέβαινε στον θρόνο του και περνούσε κάτω από το κόκκινο δέρμα του, τον γέμιζε με ζωή, με μια νέα μέρα σφύζουσα από ομορφιά κι ελευθερία. Αγριότητες πέρα μακριά στη ζυγαριά του δάσους, σκύψιμο πάνω από ένα φύλλο που ιδρώνει λάμποντας, ένα άγγιγμα, κάθε οσμή που προσμειγνύει τις ύλες των ζώντων όντων στο αλχημιστικό τραπέζι της ζωής. Τότε που όλα όσα υπήρχαν ήταν αρκετά, και ήταν καλά ως αυτά που υπήρχαν. Τα ποτάμια κυλούσαν. Ο αίλουρος μέσα στα βάθη της εγρήγορσης, της υγρασίας, του τρομαχτικού πράσινου, της άγριας γης. Πατημασιές και ίχνη, ακόντια, δόντια που ξέρουν πότε να σταματήσουν. Αφθονία. Και θάνατος που δεν ήταν τίποτε παραπάνω από τη διάλυση και πάλι στις σταγόνες του ήλιου, επιστροφή στην κληματσίδα και σ’ αυτήν τη χούφτα χώμα, σε μια πλαγιά, σε μέλι, σε ήχο του νερού που ψιθυρίζει στα σπλάχνα των ζωντανών.

Και ένα πρωί σε κείνη την ακρογιαλιά, πάνω στην ίδια γη, ένας καριόλης είδε και είπε «γιατί», τότε που σάλεψε μέσα στην κοιλιά του μια ανικανοποίηση, τότε που το υπάρχον δεν ήταν πλέον αρκετό. Τότε που η ζωή δεν αρκούσε. Τι να υπάρχει πέρα από αυτήν; Μια πλήξη, μια διεστραμμένη ανάγκη για δημιουργία που δεν είναι πια τεχνική, δεν είναι ακόνισμα της λεπίδας, δεν είναι ράψιμο μιας κουβέρτας, ούτε συριγμοί φωνών γύρω από τη φωτιά στο άκουσμα ενός κεράτου που βοά μέσα στη νύχτα. Είναι η γέννηση μιας κατασκευής, ενός νου που αποσχίζεται από τη ροή, από το γίγνεσθαι, που καρφώνει ένα Είναι πάνω στον ουρανό -ακινητώντας τον κόσμο όπως ο φόβος τα πόδια του- που ενώ αυτός το δημιουργεί έπειτα ρωτάει τι είναι, γιατί είναι, λες και η δημιουργία της μιζέριας του κρύβει την αλήθεια. Δημιουργεί το πρόβλημα και έπειτα προσπαθεί να το λύσει. Το μεταφέρει μέσα του, μετατρέπεται ο ίδιος σε είναι, φτειάχνει μέσα και έξω, αξιολογεί, βαφτίζει κατά πως τον βολεύει. Έχει γίνει ήδη αρχηγός και μάγος, άντρας, γυναίκα, παιδί, ήρωας, και η καταβύθιση μέσα στην εποχή μας έχει ξεκινήσει με αργά πόδια.

Δεν υπάρχει απάντηση στα ερωτήματά του. Και συνεχίζει να ρωτάει τις ίδιες αναπάντητες ερωτήσεις, την ίδια στιγμή που εντείνει την ανελέητη και διαστροφική του πορεία στη γη ως αντιστάθμισμα μιας πεισματάρας, δήθεν αθάνατης, πνευματικότητας.


γ. γεωργίου

_________

σημείωση nobeliefin: η φωτογραφία είναι της fallom jimenez και τραβήχτηκε στις άνδεις. διαδρομή bogota-cali. κάθοδος με το λεωφορείο-ο-χάρος.

(χιλιόμετρα πιο κάτω, φτάσαμε ως το τέρμα. κάτι πιο απαίσιο από την κόλαση βασίλευε εκεί. κάτι πιο ανθρώπινο. οι παραγκουπόλεις. τα φαντάσματα που η υλικότητά τους τότε έμοιαζε ν’ ανήκει σ’ έναν άλλο κόσμο, και πια μια πραγματικότητα εφικτή για όλους. πάντα με τη χάρη του κυρίου -ή των κυρίων- ημών)


2 σχόλια:

  1. Θυμάμαι,θυμάμαι,θυμάμαι..
    τον καρόδρομο με τις ώρες στα βουνά εκείνα πριν τις παράγκες,τις τρίχες στο πληκτρολόγιο που σιχαινόσουν να πιάνεις..,τα λόγια για τα συρματοπλέγματα..
    Κι ύστερα είδα τις εικόνες.
    Μετα απο καιρό ανταλλάξαμε μια χειραψία,τα πίναμε μπροστά στο μουσείο..
    Πέρασε κάποιος αγχωμένος ολόδικός σου καιρός-τότε δεν καταλάβαινα ή δεν σε ήξερα τόσο καλά για να με κάνω να καταλάβω τα λόγια που τώρα διαβάζω και τότε μου πρόφερες σα να'ταν βολτα στο πάρκο,μα χωρίς ουρανό και δίχως σύννεφα..

    τράβηξα μερικές φωτογραφίες..
    το αρχείο μου,όπως έλεγα, που γελώντας θα πουλούσα ακριβά
    εκείνη την τρώγλη κάτω στο κέντρο με το πάτωμα που έγερνε..,το τελευαταίο αντίο πριν πάει στο διάολο εκείνη η χώρα,την πιστωτική κάρτα και την πρώτη αγκαλιά καθως έμενε πίσω ο χαμένος καιρός της ζωής της..
    Τωρα βγάζω νοήματα..
    η παράνοια μας οδηγεί στην ολοκλήρωση του τίποτα της αγάπης,κι αυτή μας βοηθάει να το ονειρευόμαστε..
    τωρα καταλαβαίνω και συγνώμη που κλαίω μα αδειάζουν τα λόγια μου μέσα στα μάτια μου.
    Σας αγαπάει πια το αίμα μου.

    Χρήστος Μαθιουδάκης.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Με συγκίνησες γαμώτο. Ήδη με τη σημείωση στη φωτογραφία επέστρεψαν τα εκεί φαντάσματα. Τώρα φυσικά που έχουμε τους δικούς μας εφιάλτες με τα δικά τους φαντάσματα, τα φαντάσματα γίνηκαν ρουτίνα. Σε λίγο δε θα μπορεί κανείς να ξεχωρίσει τίποτα. Είν’ ο κόσμος του πόνου που χωρίς την όποια αυξομείωση γίνεται μονόχρωμος. Πρώτα πεθαίνεις από τη θλίψη κι έπειτα από την πείνα. Έτσι πάει. Κάπου αλλού βέβαια -μη γελιόμαστε- όλα κυλούν φυσιολογικά: πρώτα-πρώτα πεθαίνουν από την πείνα…
    Είδα στα λόγια που έγραψες και πάλι μια ιστορία (την ιστορία εκείνη) που κι αν έχει ως τόπο της τον πόνο μπόρεσε ωστόσο να ξεπηδήσει κάτι το υπέροχο. Τα ελάχιστα εκείνα ανοίγματα που φέρνει η ζωή ανάλογα με τις διαθέσεις της, και που δεν πρέπει να την πολυψάξεις, παρά να τραβήξεις μια γερή εισπνοή.
    Θυμήθηκα και πάλι το ταξίδι, το ατελείωτο bogota-cali, cali-bogota, την επιστροφή, για έναν μήνα νεκρός, εκείνα τα τελευταία βράδια στην ομόνοια, σ’ αυτό το γαμημένο δωμάτιο, “εκείνη την τρώγλη με το πάτωμα που έγερνε”, τη γενική παράνοια με τσίτα το γκάζι. Στο τέλος αυτού του κεφαλαίου ήταν το άραγμα στον βράχο, η χαλαρή κουβέντα από σπλάχνα άδεια, αποφορτισμένα, κι ενεργοποιημένα σαν ανοιχτό παράθυρο που φέρνει καθαρό αέρα. Είχε στα μάτια της δάκρυα χαράς.

    ΑπάντησηΔιαγραφή