
Διάβασα και πάλι το κείμενο που έγραψα την παραμονή των χριστουγέννων για τον kevin carter, ως kevin carter. Βαρύ και ενοχλητικό πράγμα η πραγματικότητα. Την ένιωσα και πάλι ως πόνο. Τις συσπάσεις μου προσπαθώ να προλάβω πληκτρολογώντας λέξεις. Από τη θύμηση στην ιστορικότητα του παρόντος.
Η πραγματικότητα στέκεται σαν άλλος κόσμος πίσω από την πέτσα του νου που γεννά όλους τους άλλους κόσμους. Αν μπορούσε κανείς ν’ ανασηκώσει τούτη την πέτσα και να την κομματιάσει, θ’ αντίκριζε τον θάνατο. Γιατί ο νους δεν γίνεται να παύσει. Όπως δεν γίνεται να βιωθεί η πραγματικότητα. Δεν αντέχεται. Το ψέμα, η ψευδαίσθηση, είναι η ανθρώπινη συνθήκη.
Δεν θυμάμαι -νιώθω. Είναι ένα ζόρικο παρόν. Κάτι που πολύ θέλω να βγω έξω του, να πιαστώ από δυο τρεις εικόνες μας ζωής κατασκευασμένης και να συνεχίσω μουδιασμένος, χαρούμενος, δυστυχισμένος, προσκολλημένος έστω από λίγο πνεύμα, λίγη μεγαλοσύνη, σπουδαιότητα και νόημα. Θα μείνω στο αίσθημα όμως, με δόντια σφιγμένα και σκληρό πρόσωπο, να χτυπηθώ με όλο μου το ψέμα. Είναι έτσι, νιώθω άσχημα, φρικτά θα έλεγα για όλες εκείνες τις στιγμές, για όλη εκείνη τη μεταμόρφωση που με ανοίγει στον κόσμο του πραγματικού. Είναι στιγμές που προσπαθώντας να συλλάβω κάτι, αδειάζω τόσο που είναι σαν θάνατος. Ανυπόφορη ώρα. Καταστρέφω τα χριστούγεννά μου ακόμα κι όταν δεν σημαίνουν τίποτα για μένα, τις νύχτες μου που θέλω να είναι μόνο δικές μου, το συκώτι μου το οποίο δε θέλει να έχει καμία σχέση με όλα αυτά. Η καθημερινή μου ζωή βουλιάζει. Τίποτα άλλο δεν αλλάζει πέρα από τη δική μου διακύμανση. Αυτό είναι κατάρα. Με τρελαίνει. Κι όμως δεν μπορώ ν’ ασχοληθώ με αυτά τα δόντια που μου τρώνε τις σάρκες, δόντια του νου μου που τόλμησα να ξεσκεπάσω. Έτσι όσο και ν’ αντιστέκομαι, όσο και να μου κόβεται η όρεξη, όσο και να συρρικνώνομαι στον πόνο, πολύ εύκολα τα παρατάω για να τσιμπήσω κάτι, να κατασπαράξω κι εγώ λίγη ζωή. Και τι να έκανα; Έχω και στομάχι. Κι ένα σπέσιαλ φιλετάκι μαριναρισμένο στη συντήρηση. Καμιά μπιρίτσα, κανα τσιγαράκι. Νευρώνες, αισθήσεις. Ξέρω. Αυτό που καταλαβαίνω είναι πως θα συνεχίσω να υποφέρω παλεύοντας με τη συνείδηση που σαν πιάνει μια κορυφή ξυπνά το μένος του νου-δία που δε θα σταματήσει να υπερασπίζεται τα σκήπτρα του. Ποτέ. Μόνο αν μπορούσα να καταλάβω πως δίας δεν υπάρχει -αυτός κατασκευάζεται από μόνος του, εκ του μη όντος.

Ό,τι όμως αποτελεί κατανόηση εδώ, δεν μπορεί να ανήκει στον νου. Επιβάλλεται μια κατανόηση σωματική. Ένας οργανισμός που αναπνέει με τέτοιον τρόπο ώστε δεν μπορεί να υπάρχει κανένας δίας. Είναι σαν ο νους -ο πρώτος δίας, το πρώτο αφεντικό, ο πρώτος δολοφόνος- να έχει όλους τους τρόπους δικούς του. Ό,τι προσπαθείς, ό,τι κατακτάς, ό,τι ονειρεύεσαι, ό,τι ελπίζεις, ό,τι σου ομορφαίνει την καθημερινή ζωή, είναι δικός του τρόπος, μαζί πάντα με ό,τι σε κάνει να αποτυγχάνεις, ό,τι σε κοροϊδεύει, ό,τι σου πουλάει ψέμα, ό,τι σε νεκρώνει. Ο οργανισμός ο οποίος έχει αποβάλλει αυτή την ανθρωπιά (η μεγαλύτερη εφεύρεση του νου - ο ίδιος τη μεταφράζει πάντα ως την υψηλότερη. Μα φυσικά, κι οι λέξεις δικές του είναι, δική του η ποίηση της ύπαρξης, δική του η ποίηση του κόσμου) είναι γιατί δεν έχει κανέναν τρόπο, καμία αναζήτηση, κανένα όνειρο. Του είναι αρκετή η ζωή. Μα για στάσου ‘δω, δώσε μου τα μάτια σου -βλέπεις; αμέσως ο νους εξεγείρεται, νατος, τον άκουσα αμέσως που μου είπε: “είναι αρκετή η ζωή;”, με αυτόν τον περιφρονητικό του τόνο, σαν να ‘ταν κάτι ανώτερο απ’ αυτήν, σαν να πρέπει να τον πιστέψω. Το μαρτύριό μου: κάθε στιγμή να τον ακούω και κάθε στιγμή έκθετος στη σαγηνευτική του πλάνη, την καταστροφή μου, τη γαμημένη ανθρωπιά μου. Ο οδυσσέας δέθηκε σφιχτά στο κατάρτι και πέρασε, μα κι αυτό είναι εξυπνάδα, πονηριά, λες και υπάρχει ο τρόπος. Μα είναι δικοί του όλοι οι τρόποι, τρόποι του νου, τρόποι αυτού που πρέπει να αποβληθεί γιατί δεν είναι εσύ, είναι η κοινωνία όλη, όλο το αιματοκύλισμα, η παραφροσύνη της δύναμης, η γεννήτρια της απάτης. Ο νους. Δεν υπάρχει πουθενά κατάρτι, αυτά γίνονται μόνο στη ποίηση για να μας ησυχάζει, να μην αγανακτούμε με την πραγματικότητα που ποτέ δε θα δούμε δίχως αλλοίωση, η ποίηση που γίνεται πέρα από ψεύτης ένας σωτήρας, μια ελπίδα και ένα ακόμα κοινωνικό συμβόλαιο. Ούτε κατάρτι υπάρχει, ούτε σειρήνες. Υπαρχει μόνο το μέσα που είναι και έξω… αν θέλω να είμαι πιο ακριβής: είναι ένα με μας, ούτε μέσα ούτε έξω, επιδερμίδα μας, σκάρτο αίμα, ελαττωματικά όργανα, νεκρές αισθήσεις, μουδιασμένες συνάψεις. Απόδειξη ότι ζωή δεν υπάρχει εκεί. Αφύσικοι. Ζωντανοί νεκροί. Ωστόσο μιαν αλήθεια μας τη λέει η μεγάλη ποίηση -κοιτώντας πίσω από το μεγαλείο της: πως οι μνηστήρες δε διαφέρουν από τον οδυσσέα, δε διαφέρουν στο ελάχιστο πριν το ταξίδι της επιστροφής. Δε διαφέρει από κανένα μνηστήρα έξω από την ποίηση. Μόνο αυτή τον κάνει να διαφέρει, του δίνει ένα ταξίδι στο οποίο ωριμάζει, εξελίσσεται, πνευματοποιείται. Πως στην πραγματικότητα όλοι οι μνηστήρες είναι ο ίδιος του ο εαυτός που δε νικιέται με προσευχές, ούτε με αγάπη, ούτε με πίστη, ούτε με ειρήνη. Θα τους σφάξει όλους τους καταπατητές της ιδιοκτησίας του, του εγώ του, έναν έναν, κανείς, τίποτα δε θα μείνει. Μόνο αυτός, που όταν ήταν ν’ απαντήσει γεμάτος τρέλα, εισροή απόκρυμνης ζωής στα σωθικά του, το ποιος είναι, τ’ όνομά του, ούρλιαξε πάνω από τα κύματα “κανένας”. Το ταξίδι που του τό ‘δωσε η ποίηση, το έδωσε ο νους, του δίδαξε όλους τους τρόπους πώς να κάνει την πανουργία δικαιοσύνη και αλήθεια και πνεύμα. Ξέρει πως να σε ξεγελάσει με το εντυπωσιακό “κανένας”. Μην μπερδεύεσαι, αυτός ήταν, ο οδυσσέας. Η ποίηση τού έδωσε μια ολόκληρη ιθάκη για να μας καταστρέφει χιλιάδες χρόνια δείχνοντάς μας τον σκοπό. Εξαιρετική η ποίηση και τι αγαλλίαση η ιθάκη. Ωστόσο, να ακόμα ένα ψέμα (η ποίηση θέτει ως σκοπό μιαν ιθάκη), ούτε ιθάκη υπάρχει. Εσύ είσαι ο οδυσσέας. Ένας σίσυφος που κάθε στιγμή μπορεί να πετάξει βλαστημώντας τον βράχο χάμω και να φύγει. Δεν υπάρχει κατάρτι, ούτε σειρήνες, ούτε ιθάκη, ούτε βράχος, ούτε θεοί. Απόδειξη: ότι τα ‘πε, τα εξύψωσε, τα παγίωσε σε νεκρούς οδοδείκτες η ποίηση. Η ποίηση δεν είναι ζωή. Είναι πονηριά, είναι κατάρτι, σειρήνα και ιθάκη, η ποίηση είναι θεϊκή. Άραγε υπάρχει; Κάτι μου έρχεται, μια σύσπαση, κάτι βγαίνει: αυτοί που απαντούν θετικά είναι εκείνοι που σου πουλούν ποίηση, οι παπάδες της και τα σούπερμάρκετ της. Ούτε ποίηση υπάρχει. Υπάρχει ένας οργανισμός πάντα που προσπαθεί να εκφραστεί, τον ρυθμό του τις ανάσες του, και είτε ψεύδεται είτε λέει αλήθεια για τον εαυτό του, προκαλώντας το ενδιαφέρον ή όχι, την έλξη, την πίστη, τη ροχάλα -τίποτ’ άλλο. Γιατί όταν ψεύδεται μας λέει την αλήθεια του: ποιο είναι το ψέμα του, μας κάνει να δούμε εκεί ακριβώς που πάσχει, σημείο γυμνό για τα μάτια που κοιτούν με τα μάτια -ενδιαφέρον στον βαθμό που πρέπει να γνωρίζεις τους φίλους και τα πρότυπά σου για να τους ξεράσεις από μέσα σου. Ενώ σαν λέει την αλήθεια του δεν αφορά κανένα γιατί πέρα απ' αυτόν τον εαυτό δεν είναι κανενός άλλου αλήθεια, συνεπώς δεν φτειάχνει οπαδούς, δεν ζητάει χειροκρότημα, δεν αποτελεί χέρι βοηθείας.
Μας αφορά λοιπόν η ποίηση, είναι γεμάτη από ψέματα.

“Δε βρήκαν τρόπο να ικανοποιήσουν τη φιληδονία τους χωρίς να βλάψουν τους άλλους”. Blaise Pascal.
Σ’ εμάς το λέει. Μόνο που αγνόησε πως όταν φιλοσοφεί κανείς κατ’ αυτόν τον τρόπο το πρώτο πρόσωπο είναι πάντα το πλέον έντιμο. Συμφωνώ μαζί του. Δεν βρήκαμε τον τρόπο να ικανοποιήσουμε τη φιληδονία μας χωρίς να βλάψουμε τους άλλους -για μας μιλάω, την ανθρωπότητα. Δεν βρήκα τον τρόπο να ικανοποιήσω τη φιληδονία μου χωρίς να βλάψω τους άλλους -ναι για μένα λέω, θέλοντας και μη, η ανθρωπιά είναι αυτή που με χαρακτηρίζει οντολογικά, την οποία στρεβλώς τη βλέπω/βλέπουμε ποιοτικά ενώ είναι απλώς ζήτημα κατηγοριοποιήσεως καθόλου αξιακής.
Η πραγματικότητα δεν αλλάζει όσο κι αν κλάψουμε, χτυπηθούμε, ουρλιάξουμε, όσο και να εξεγερθούμε. Η μορφή της κοινωνίας ναι, η μορφή της εξουσίας ναι, το σαλόνι μου ναι, ίσως κι ένα καινούργιο αμάξι ναι. Όχι η πραγματικότητα. Αυτό αν το κάνουμε το κάνουμε μόνο όσον αφορά την ιδιωτική μας σφαίρα, την ιδιοκτησία μας, το εγώ μας. Ο κόσμος είναι πολύ μεγάλος για να τον αγκαλιάσει το εγώ μας -μια καρφίτσα στον χάρτη. Και αυτό το τίποτα -μια μηδαμινότητα- ξέρει καλά πώς να νιώθει ολάκερος κόσμος. Έστω ότι γίνεται κόσμος, έστω ότι κλαίει, χτυπιέται, ουρλιάζει, εξεγείρεται, παίρνει λίγο όγκο, φουσκώνει κι εξεγείρεται πλανητικά. Μα τότε θα καταστραφεί σαν εσωτερική βόμβα μεγατόνων. Και πάλι τίποτα. Η ανθρωπιά μας, το είδος της ύπαρξης που μας χαρακτηρίζει, μας προσφέρει τη φαντασιακή δυνατότητα να είμαστε κόσμος, σύμπαν, θεός, εγώ, με αντάλλαγμα έναν ψεύτικο κόσμο, κάλπικο, θεμελιωμένο στη δυστυχία, τη δυστυχία όχι λόγω αξιών, όχι λόγω μιας ηθικής ή μη, αλλά εξαιτίας του φρικτού περιορισμού ενός τέτοιου κατασκευασμένου κόσμου: φαντάσου, ένα δοχείο με μια ποσότητα ύλης. Και φαντάσου πως εκεί βάζει το χέρι του όποιος προλάβει παίρνοντας όσο η χούφτα του μπορεί και προφταίνει. Η ποσότητα του δοχείου είναι συγκεκριμένη. Όποιος προλάβει και μετά τίποτα. Αυτός είναι ο κατασκευασμένος κόσμος μας. Δεν έχει για όλους. Όσο και να φτειάξεις τη ζωή σου, όσο και να την παλέψεις δε θα περιοριστεί η δυστυχία. Για να είσαι ευτυχισμένος πρέπει κάποιοι να υποφέρουν, να εξολοθρευτούν, να εκμηδενιστούν. Δεν έχει για όλους. Πάντα έτσι ήταν. Θα έπρεπε να σπάσει αυτή η κατασκευή, να γίνει κομμάτια, σκόνη. Θα έπρεπε -αυτός είναι ο σωστός χρόνος. Ευχόμαστε για μια στιγμή ευσυγκινησίας και πνεύματος, για να συνεχίσουμε αμέσως τη βλαβερή μας πορεία στον κόσμο που είναι έτσι, είναι αλλιώς, είναι χίλια δυο, και εμείς στην απέξω. Δεν υπάρχει τρόπος. Το να αποβάλλουμε την ανθρωπιά μας, μάλιστα. Πως όμως; Και κυρίως γιατί; Δεν θέλουμε, ούτε θα θέλαμε, ποτέ δε θα αντέχαμε κάτι το οποίο δεν έγινε ποτέ του όνειρο, δεν έγινε ποτέ ιστορία, θρύλος. Η πραγματικότητα είναι το αδύνατο, το μηδέν. Πως θα βαστούσαμε σε σπλάχνα κάτι το οποίο δεν έγινε ποτέ ποίηση; Αχ η ποίηση… άτιμη καριόλα. Αυτή φταίει για όλα, αλλά κανείς δε θα με πιστέψει, κι ούτε θα έπρεπε, ούτε θα ενδιαφερόταν. Τα άσυλα είναι πάντα με τις αγκάλες ανοιχτές. Να πουλήσουν κι αυτοί λίγη επιστήμη, λίγη ανθρωπιά. Όμως δεν έχει για όλους. Είναι μόνο για εκείνους που πρόλαβαν. Και πρόλαβαν επειδή οι υπόλοιποι δεν πρόλαβαν, δεν ήταν ευλύγιστοι να φτάσουν ως εκεί, δεν είχαν χέρια, ή πέθαναν στην προσπάθεια (δεν τους βοήθησαν, δεν τους άφησαν, τους εξαπάτησαν, τους δολοφόνησαν). Μόνο γι’ αυτό υπάρχουν ευτυχισμένοι ηλίθιοι, μόνο γι’ αυτό υπάρχει πνεύμα, μόνο γι’ αυτό έρωτας, γι’ αυτό και μόνο το τρελό γαμήσι. Αν θέλεις μια καλύτερη ζωή θα πρέπει να την πάρεις από μερικούς άλλους. Κι αν ποθείς να ‘ναι πιο πνευματική κάποιοι πρέπει να καούν στην πυρά, κάποιοι των οποίων το πνεύμα απειλεί το δικό σου με αφανισμό. Ποιητή, κορόιδεψέ μας κι άλλο, συγκλόνισέ μας με το αδηφάγο μεγαλείο σου. Το φαινόμενο της πεταλούδας είναι ανόητο σαν λογαριάζεται για επιστημονική θεωρία, γι’ αυτό και μετράει μόνο στον δικό σου κόσμο, όπως και σ’ εκείνων που τον ποθούν: γράφεις ένα ποίημα στον θρόνο σου κι ένας σεισμός γίνεται στην αϊτή, απαγγέλεις δυο τρεις στίχους και μια βόμβα πέφτει καταλάθος σ’ ένα νοσοκομείο στο ιράκ, γράφεις τη μίζερη και κλισέ σου άποψη κι ένας καινούργιος ιός θερίζει την αφρική. Συνέχισε το έργο σου καλλιτέχνη μου και μην ανησυχείς. Τον κόσμο όλο κι αν καταστρέψεις πάλι το πνεύμα σου θα μείνει. Ή έστω το μεγαλύτερό σου άλλοθι, η ποίηση.
γ. γεωργίου
____________