Every work of art is an uncommitted crime


-Theodor Adorno-

daDa ποiησΗ dAda λογοtεΧνiα dadA pUnk dADa

Τελάλης:

Σάββατο, Νοεμβρίου 28, 2009

Αναδημοσίευση


Πέρασε καιρός από τότε που δημοσιεύτηκε το κείμενο του ψυχιάτρου και ποιητή κ Παστάκα Σωτήρη. Ενδιαφέρον, όπως και η συζήτηση που ακολούθησε. Αναδημοσιεύω το δημοσιευμένο κείμενο και επίσης το σχόλιο που είχα κάνει. Ο κύριος Πατιός σχολίασε με τη σειρά του το δικό μου σχόλιο εδώ, στη δημοσίευση "καθημερινές κινήσεις".

Η αναδημοσίευση γίνεται μιας και βρίσκω την εισήγηση του κ Παστάκα αρκετά ενδιαφέρουσα -χθες μάλιστα είχα μια συζήτηση επί του θέματος με έναν φίλο, και δε θα ήθελα να κλείσει η συζήτηση έτσι, αλλά να πυροδοτήσει σκέψεις, να γεννήσει διάλογο. Εάν...


Σωτήρης Παστάκας, η Φυσική της Ποίησης (εισήγηση στο συνέδρειο της ΕΕΦ)


Η τέχνη και η επιστήμη είναι παράλληλοι κόσμοι. Τα μόρια που υπάρχουν ανάμεσά τους όταν απωθούνται-έλκονται συντελούν στην δημιουργία του σύμπαντος. Πίστευα ακράδαντα πως η αρχή είναι ο λόγος. Ο λόγος δηλαδή είναι η απαρχή του σύμπαντος. Από τον Όμηρο και ακόμα πιο πριν με τον Ησίοδο όλη η ανθρωπότητα πίστευε και ενθουσιαζόταν από τον ποιητικό λόγο. Αυτό συνεχιζόταν μέχρι το 1950 περίπου, ή για να είμαστε πιο ακριβείς μέχρι τις 6 Αυγούστου του 1945: με την έκρηξη της ατομικής βόμβας στη Χιροσίμα, ο κόσμος μαγεύτηκε από κάτι που θα διέβρωνε σιγά-σιγά το ενδιαφέρον του για τις καλές τέχνες.

Οι ραγδαίες εξελίξεις της Φυσικής και της επιστήμης γενικότερα μετατόπισαν σιγά-σιγά το ενδιαφέρον από την τέχνη στα επιτεύγματα της τεχνολογίας.
Τα επιτεύγματα της επιστήμης την τελευταία 50ετία είναι τόσο θεαματικά, χαράζονται τόσο επίμονα στο φαντασιακό ασυνείδητο όλων μας, σε βαθμό που να έχουν αντικαταστήσει την έκπληξη που μέχρι πρότινος την παρείχε μόνο η τέχνη.
Η προσωπική μου άποψη είναι πώς η κρίση που περνάνε όλες οι τέχνες στις μέρες μας δεν οφείλετε σε όλα αυτά τα κοινότυπα που ακούμε κάθε μέρα: την κρίση των δημιουργών, την αδυναμία των έργων, την ελλιπή προβολή από τα ΜΜΕ, τους έφηβους που δεν διαβάζουν κ.τ.λ., κ.τ.λ.

Από χρόνια έχει εδραιωθεί η προσωπική μου πεποίθηση πως οι τέχνες έχουνε πάψει να εκπλήσσουν τον καθημερινό άνθρωπό. Η έκπληξη που του προσφέρουν οι επιστημονικές ανακαλύψεις που μας βομβαρδίζουν όλους μας σε καθημερινή βάση, έχουνε μετατοπίσει το ενδιαφέρον του και τις φαντασιωτικές του ανάγκες στην Φυσική, στην Βιολογία, την Ιατρική και την Πληροφορική.
Ο ποιητής φαίνεται να μην μπορεί να συγκινήσει πλέον: κλεισμένος σε μια καθημερινότητα που πολλές φορές είναι ακόμη πιο μίζερη κι από αυτή των αναγνωστών του αναλώνεται σε τετριμμένες καθημερινές εμπειρίες πουν δεν έχουν το άλλοθι του μοναδικού και του ανεπανάληπτου.
Η ποίηση, όπως και οι άλλες Τέχνες έχει επείγουσα ανάγκη ν’ ανακαλύψει εκ νέου τη φυσική της: εκείνη την προωθητική δύναμη που την ταξίδεψε από τον Όμηρο μέχρι τις μέρες μας για να μας πάει ως το τέλος του κόσμου…Εν αρχή ην ο λόγος, κι ο λόγος πάλι θα γράψει τη λέξη τέλος.
Μια εσχατολογική ποίηση είναι αυτή που θα έχει και πάλι τον πρώτο λόγο στις συγκινήσεις μας…Φτάνει πια να εφησυχάζουμε με τη σκέψη πως σε «αντιποιητικούς» καιρούς, το καθήκον του καλλιτέχνη είναι να κρατάει αναμμένη απλώς, να συντηρεί, τη φλόγα του κεριού του με την ελπίδα πως θα έρθει μια νέα εποχή…
Δεν μπορούμε να περιμένουμε άλλο…Ο Αντρέι Ταρκόφσκυ, ο τελευταίος ποιητής, μας έχει δείξει το δρόμο: ο Ποιητής (με το Π κεφαλαίο, πλέον) είναι ο επίμονος καλλιεργητής του απόλυτου. Για να το κυνηγήσει προϋποθέτει τη Θυσία του εαυτού του.
Μόνο όταν ο Καλλιτέχνης είναι διατεθειμένος να κυνηγήσει το απόλυτο και να θυσιάσει για χάρη του την προσωπική του ύπαρξη, μόνον τότε θα έχουμε πάλι ποιητές. Ως τότε, μέχρι να εμφανιστούν αυτοί οι νέοι καλλιτέχνες (στη μουσική, στον κινηματογράφο, στη ζωγραφική, στην ποίηση) η Τέχνη θα εξακολουθεί να παραμένει ένα προϊόν προς κατανάλωση και τέρψη, και θα συνεχίσει να υπολείπεται σημαντικά από την επιστήμη.


-δημοσιεύτηκε στο Ποιείν στις 8 νοεμβρίου-



Σχόλιο


(Ζητώ προκαταβολικά συγγνώμη από τους συνομιλητές και αναγνώστες για το «σεντόνι» που ακολουθεί -όπως λένε στου Σαραντάκου. Επίσης για το ότι παρακάμπτω την ενδιαφέρουσα συζήτηση για να εκθέσω σκέψεις που γεννήθηκαν με αφορμή το γόνιμο κείμενο του κ. Σωτήρη Παστάκα)

Το δέντρο της γνώσης δεν είναι το δέντρο της ζωής έλεγε ο Νίτσε.

Η επιστήμη δεν θα μπορέσει ποτέ να νικήσει τον μύθο όσο κι αν το ποθεί. Αυτό ξεκίνησε ως η αναγκαία σύγκρουση με τη φρίκη και ανοησία των εκκλησιών -εναντίον της μυθολογίας του χριστιανισμού που εξουσίαζε με τρόπο αισχρό καταστρέφοντας ό,τι αντετίθετο στα είδωλά της τα οποία φρόντιζε να εκτρέφει με κάθε μέσο ισχυροποιώντας τη βασιλεία μιας «ιερής επιχείρησης». Πλέον τα θρησκευτικά δόγματα έχουν αποδυναμωθεί και φορές απομυθοποιηθεί από τις συνειδήσεις ανθρώπων που αναζητούν ελεύθερα την ελευθερία τους -αν μπορώ να το πω- μια ελευθερία της οποίας τα χαρακτηριστικά είναι μεταβλητά, και η άλλοτε μία και αληθινή οδός έγινε απροσμέτρητοι δρομίσκοι και ατελείωτα μονοπάτια στα δάση της ύπαρξης. Τόσες αλήθειες όσες και οι άνθρωποι. Ο καθείς και τα όπλα του, με τη φωνή του Ελύτη. Η έκφραση της αλήθειας του καθενός αναλόγως με τα μέσα που διαθέτει, την κλίση του, σαν το βάδισμα που σε κάθε άνθρωπο είναι διαφορετικό, συνιστά μια ποικιλία που πάντα είναι προς όφελος της ίδιας της ζωής. Η ζωή δεν έχει ανάγκη από τη δημιουργία ενός προτύπου (είτε είναι κάποιος χριστός είτε κάποιος φιλόσοφος, ποιητής, τραγουδιστής, χορευτής κτλ) το οποίο πρέπει οι άλλοι να ακολουθήσουν. Η ζωή ζητά να εκφραστεί μοναδικά μέσα από την κάθε ύπαρξη, κι αυτή είναι άλλωστε και η ομορφιά της ζωής -η ομορφιά της, γιατί αλήθεια ίσως δεν υπάρχει. Όταν δεν αντέχουμε τη ζωή, όταν δε μας αρκεί, ψάχνουμε το νόημα, την αλήθεια, δηλαδή ψάχνουμε κάτι άλλο από αυτό που ήδη έχουμε και είμαστε, κάτι που είναι έξω από εμάς. Τι είπε ο ένας και ο άλλος είναι προτεραιότητά μας. Την στιγμή που αδυνατούμε να γευτούμε τη ζωή μέσα μας και αυτή να είναι αρκετή. Σαν ένα λουλούδι μοναδικό που μεγαλώνει, ανθίζει και πεθαίνει. Τόσο απλά.

Η επιστήμη είναι εξίσου καλοδεχούμενη όσο και οι τέχνες, όσο και οι μύθοι, όσο και το έγκλημα ή η σιωπή. Όλα είναι κομμάτια, εκφράσεις, αυτού που λέγεται ζωή.

Για την “κρίση” στις τέχνες: δεν νομίζω να υφίσταται κάτι τέτοιο παρά μόνο μέσα από το δικό μας πρίσμα που αδυνατεί να συλλάβει την αδιάκοπη κίνηση που συντελείται σε παγκόσμιο επίπεδο -εικαστικά, ποίηση, συγγραφή, κινηματογράφος κτλ- γιατί πάντα είναι σαν να κοιτάζει φωτογραφίες, στιγμές και εικόνες, και μάλιστα από συγκεκριμένα συνειδησιακά επίπεδα-συρτάρια όπως είναι καταχωρισμένα από το υπερεγώ. Αυτές, οι τέχνες, δεν έχουν να φοβηθούν τίποτα. Όσον αφορά την απουσία έκπληξης στον σημερινο άνθρωπο απέναντι στα έργα τέχνης, αυτό ήταν κάτι που πάντα, θαρρώ, συνέβαινε, και μπορεί κανείς να το δει πχ. (εμφανώς) στους πρώτους μοντέρνους. Ποιος ήξερε τον Ρεμπώ εκτός από τον Βερλαίν, τον Ιζαμπάρ, και λιγοστούς ακόμα ποιητές της εποχής; και απ’ αυτούς ποιος τον καταλάβαινε και ποιος εκτιμούσε την ποίησή του εκτός από δυο-τρεις; Τα άνθη του κακού -ποιος μπορούσε να γευτεί το μεγαλείο τους; ποιος το μεγαλείο του Οδυσσέα του Τζόυς εκτός μερικών κορυφαίων δημιουργών της εποχής και λίγων φίλων; Ποιος τον Βαν Γκογκ, ποιος τον Μοντιλιάνι όσο ήταν εν ζωή; ο Βαν Γκογκ λένε ότι πούλησε μόνο έναν πίνακα όσο ζούσε, και ο Μοντιλιάνι πλήρωνε με τους πίνακές του το κρασί που έπινε. Αμέτρητα τα παραδείγματα. Ακόμα και ο Ηράκλειτος ήταν σκοτεινός για τους αρχαίους. Οι αλχημιστές και οι μυστικοί απατεώνες. Ο Τζορντάνο Μπρούνο πέθανε στην πυρά. Ο Πεσσόα συζητιέται μόλις τα τελευταία περίπου εικοσιπέντε χρόνια. Ο Νίτσε πέθανε ως ένας τρελός ποιητής του οποίου η Σκέψη δεν έλαχε καμίας ιδιαίτερης τύχης μέχρι τις παραδόσεις του Χάιντεγγερ και την ερμηνευτική του πάνω σε κείμενα του πρώτου. Η λίστα μπορεί να γίνει πολύ μεγάλη. Λαμβάνοντας υπόψη ανθρώπους αλλά και κινήματα. Πχ. δεν νομίζω οι καταστασιακοί του Ντεμπόρ να πέτυχαν και πολλά στις συνειδήσεις των γάλλων, ούτε το περί αθλιότητας των φοιτητικών κινημάτων απέτρεψε από την αθλιότητα τα φοιτητικά κινήματα. Μπορεί αξιωματικές φράσεις τους να γίναν συνθήματα του Μάη που κλόνισε τις πολύ συντηρητικές τότε κοινωνίες, όμως μια μέρα μετά όλα είχαν εξαργυρωθεί. Οι καταστασιακοί διαλύθηκαν (με την απόφαση του Ντεμπόρ) η κοινωνία συνέχισε χωρίς να ρωτήσει κανένα. Η κοινωνία πάντα ήταν και πάντα θα είναι αντίθετη στη δημιουργία, στην τέχνη. Άσχετα αν αυτή (κοινωνία) καταφέρνει να την αφομοιώνει μιας και είναι ο τρόπος της να την καθιστά ακίνδυνη. Όπως και ήταν αντίθετη στην επιστήμη προτού αυτή γίνει η νέα εξουσία που αντιμάχεται -όχι πάντα, και απαραίτητα, ευθέως- τον μύθο, την αχαλίνωτη και δημιουργική φαντασία, την ποίηση, ωστόσο δημιουργώντας τη δική της «μεταφυσική» και μυθολογία την οποία μάλιστα κανείς μη ειδικός δεν δύναται να γνωρίζει αλλά και να ελέγξει -τη δεχόμαστε όπως κάποτε ο απλός κόσμος τον χριστιανισμό, πιστεύουμε ή όχι στο big bang, πιστεύουμε ή όχι στο δαρβινισμό, αποδεχόμαστε ή όχι, κι αναμασάμε τόσες θεωρίες μετατρέποντάς τες στο αντίθετο από αυτό που η επιστήμη πρεσβεύει. Μετατρέπουμε το γίγνεσθαι σε είναι, παγιώνουμε τα πάντα σε αλήθειες για τις οποίες δεν γνωρίζουμε και πολλά (πχ η πλειοψηφία δεν γνωρίζει πως λειτουργεί η τηλεόραση, το αυτοκίνητό τους, πόσο μάλλον τι λέει η θεωρία της σχετικότητας ή το θεώρημα της μη πληρότητας του Γκέντελ, και ποια η σημασία τους) -ο αναγεννησιακός τύπος του homo universalis ανήκει στην εποχή του και μόνο. …Το ίδιο και με την ποίηση. Προσπαθούμε να τη βάλουμε σε καλούπια, να βρούμε την αλήθεια της. Δεν είναι αντικείμενο του νου η ποίηση. Είναι ο μοναδικός τρόπος με τον οποίο κάποιος εκφράζει τη ζωή μέσα από το δικό του πρίσμα, το δικό του Σώμα (χωρίς τη διάκριση σε res extensa και res cogitans), αναλόγως με το τι έχει ψηλαφήσει, γευτεί, αγγίξει, δει, μυρίσει, σκεφτεί. Και να προσεγγίσει κανείς τη μοναδικότητα του άλλου, την στιγμή της αλήθειας του, σημαίνει ως ένα βαθμό τη θυσία της δικής του παγιωμένης αλήθειας, τη σιγή του δικού του βουητού. Ακόμα, η Ποίηση δεν είναι κατανοητή ούτε από τον δημιουργό της -ή μάλλον είναι κατανοητή σε κάποιο βαθμό μόνο- γιατί πολύ απλά τον ξεπερνάει, είναι μια στιγμή «αλήθειας», συναισθητότητας που περνά και χάνεται. Οι λέξεις μειώνουν ή και σκοτώνουν αυτή την αλήθεια που δεν είναι πρόταση αλλά σπινθήρας, στερεοποιώντας την μέσα στις λέξεις. Αυτό που κατανοεί είναι ένα ελάχιστο το οποίο προσπαθεί να περισώσει δίνοντάς του μορφή. Θεωρώ πως η ποίηση πάντα θα είναι υψηλότερα της επιστήμης γιατί δεν νοιάζεται για αλήθειες του «πως», μα αγωνιά να εκφράσει το «τι» του κόσμου, του εαυτού της, ακόμα κι αν πρέπει να φτειάξει έναν ολόκληρο κόσμο για να τον καταστρέψει σε μια ανάσα. Ας θυμηθούμε εκείνους που κατασκεύαζαν έναν γιγάντιο βούδα -εξαιρετικής γλυπτικής αξίας- από βούτυρο για να τον τοποθετήσουν στον ήλιο -ο ήλιος αυτός, άτεγκτος σαν φύση θα καταστρέψει τον ανθρώπινο θεό μέσα σε λίγες ώρες, ζωή ενός μεσημεριού μόνο. Αυτό είναι ποίηση και μάλιστα δίχως λέξεις.

Το τι πρεσβεύει η κοινωνία, τι συμβαίνει με τις τέχνες, πού πάει η επιστήμη, δεν ενδιαφέρουν και πολλούς έξω από τους προνομιούχους και από αυτούς που έχουν την Τύχη -κατά τον τρόπο που ο κόσμος μας Τυχαίνει να αναπτύσσει αυτού του είδους τη ζωή, μέσα από συγκεκριμένους, περιοριστικούς, νόμους. Οι περισσότεροι άνθρωποι σκέφτονται πώς θα εξασφαλίσουν μια ζωή έξω από την πείνα και την ένδεια. Και πάλι όταν την εξασφαλίζουν δεν κάνουν τίποτα περισσότερο από το να διαιωνίζουν μια κοινωνία κάτω από συγκεκριμένα πρότυπα του ζην. Το μόνο παρήγορο είναι πως ό,τι και να λέγεται τελικά υπάρχουν Ποιητές, Επιστήμονες, Εικαστικοί, Κινηματογραφιστές, Μουσικοί. Χιλιάδες; εκατοντάδες; δεκάδες; δύο; ένας; -λίαν καλώς. Μια κοινωνία που θα λάτρευε τους ποιητές θα σήμαινε μια κοινωνία δίχως ποιητές ή μια κοινωνία με πυρετό και παραισθήσεις. Η μόνη διαφορά με περασμένα χρόνια κι εποχές είναι πως κάποτε το «μέσα» είχε σημασία για τις κοινωνίες, και λάμβανε την αξία που εκείνες του απέδιδαν, τώρα, όπως λέει ο psycho Κρίστιαν Μπέιλ στο τέλος της ταινίας american psycho: inside doesn’t matter. Και συνεχίζω την αντιγραφή των τελευταίων -φοβερής έντασης- λέξεων του ψυχοπαθή:
…There are no more barriers to cross. All I have in common with the uncontrollable and the insane, the vicious and the evil, all the mayhem I have caused and my utter indifference toward it, I have now surpassed. My pain is constant and sharp, and I do not hope for a better world for anyone. In fact, I want my pain to be inflicted on others. I want no one to escape. But even after admitting this, there is no catharsis. My punishment continues to elude me, and I gain no deeper knowledge of myself. No new knowledge can be extracted from my telling. This confession has meant nothing.

γ. γεωργίου


Αντιγράφω το σχόλιο του κ Πατιού και το σχόλιό μου που ακολούθησε το δικό του


Καλησπέρα,σου γράφω εδώ κάποιες πρόχειρες 'απαντήσεις' στο ΄σεντόνι' σου, γιατί το 'ποιείν' είναι κυρίως για ποίηση, ενώ αυτά που θέλω να γράψω αφορούν καθαρά τη φιλοσοφία.
1)Ο αρχαιότερος τρόπος αναζήτησης 'νοήματος' αφορούν ένα νόημα που προυπάρχει της ύπαρξής μας και πρέπει να ψάξουμε πάρα πολύ για να το βρούμε. Δες όλα τα τελετουργικά των θρησκειών και τις διάφορες μυήσεις που -υποτίθεται- πως εκπαίδευαν τους μυόμενους.
2) Θυμήσου τη φιλοσοφία του Πλάτωνα και τις Ιδέες που πρέπει να αλλάξουμε τρόπο ύπαρξης για να τις θεαθούμε, σου θυμίζω το κλασικό παράδειγμα του σπηλαίου από την Πολιτεία.
3)Ο Νίτσε δεν έγινε γνωστός από τις διαλέξεις του Χάιντεγκερ οι οποίες άλλωστε πέρασαν στο ευρύτερο κοινό πολύ αργότερα από τον β΄παγκ. πόλεμο.
4)Τίποτε δεν εμποδίζει την ύπαρξη ενός και μόνο έγκυρου και καθολικού νοήματος. Ακόμη κι αν δεν υπάρχει, το ταξίδι και η αναζήτηση είναι από μόνο του ένα παγκόσμιο νόημα, θυμήσου τον Οδυσσέα του Καβάφη.
5)Αν περάσουμε στην 'εφεύρεση' του νοήματος από την κάθε μία ανθρώπινη οντότητα, αναζητώντας όχι την οντολογία της πραγματικότητας (μπορεί να μην υπάρχει) αλλά το αυτεξούσιο της εμπειρίας, οδηγούμαστε αναγκαστικά στα λόγια με τα οποία έκλεισες.
6)Η πλάκα είναι πως ο Χομπς στον Λεβάθιαν, ακολουθεί τη συλλογιστική σου, μόνο που αντί να οδηγηθεί στην ελευθερία, οδηγείται στο κυρίαρχο κράτος.
7) Δεν υποστηρίζω πως υπάρχει ένα και μόνο νόημα το οποίο πρέπει ντε και καλά να ψάξουμε. Ο δρόμος που παίρνεις όμως-νομίζω- θα μας οδηγήσει απαραίτητα στην αυθαιρεσία της βίας και όχι στην ελευθερία της δημιουργίας.
8)Ο Νίτσε καταφέρθηκε εναντίον της απόλυτης εγκυρότητας της -κάθε- γνώσης, αλλά τελικά οδηγήθηκε στο να δημιουργήσει έναν 'νομοθέτη' (Ζαρατούστρα).

Με εκτίμηση, Γ.Πατιός



Γειά σου Γιώργο Πατιέ (ο ενικός δεν είναι έλλειψη σεβασμού, κάθε άλλο). Σε ευχαριστώ για το έναυσμα που μου δίνεις με τις σκέψεις σου. Εκτός ποιείν λοιπόν. Ως επαγγελματίας της φιλοσοφίας είσαι ένας χρήσιμος συνομιλητής και είμαι διατεθειμένος να συζητήσω και να πάρω από σένα. Ίσως είναι καλύτερα που επέλεξες να "απαντήσεις" εδώ -στο ποιείν οι τσακωμοί είναι συχνοί τελευταία. Ωστόσο θα ήθελα και την άποψη του Παστάκα κυρίως από τη σκοπιά τού επαγγελματία ψυχιάτρου -αλλά και του ποιητή.

Για το θέμα του Νίτσε (με τον Χάιντεγκερ) που ανέφερα δεν θα επιμείνω καθώς δεν μπορώ να έχω άποψη προσωπική αλλά είναι κάτι που διάβασα και δε θυμάμαι να σου πω την πηγή -όχι ότι έγινε γνωστός, δεν έγραψα αυτό, αλλά ότι άρχισαν να τον παίρνουν στα σοβαρά σαν φιλόσοφο όταν ο διάσημος, από τα τέλη κιόλας του '20, μαθητης του Χούσερλ και έπειτα φιλόσοφος του «dasein» -διάσημος ως καθηγητής, για τον τρόπο που προσέγγιζε τα φιλοσοφικά κείμενα στις παραδόσεις του- συμπεριέλαβε στους κύκλους μαθημάτων του (τη δεκαετία του '30) κείμενα του Νίτσε με τα οποία και ασχολήθηκε σε βάθος. Τέλος πάντων δεν με απασχολεί αυτό το ζήτημα. Απεναντίας έχουν ενδιαφέρον οι θέσεις σου που βλέπουν την σκέψη που διαπνέει το σχόλιο στο ποιείν να οδηγείται στην αυθαίρετη βία, κτλ. Έχω σκεφτεί πολλά και δεν ξέρω πως να αρχίσω. Ελπίζω να είμαι όσο σαφής γίνεται. Δεν υποστηρίζω ότι δεν υπάρχει αλήθεια ή νόημα. Λέω ότι η ζωή προηγείται, όπως θα έλεγε ένας πολύ καλός μου φίλος. Όταν αναφέρομαι στη ζωή και στην αίσθηση δεν αναφέρομαι στη «ζωούλα μου», στο «γουστάρω, δεν γουστάρω». Μιλάω για την αίσθηση της Ζωής μέσα μας, για το ίδιο το γεγονός της ζωής ως πληρότητας. Λέγοντας πως «αλήθεια ίσως να μην υπάρχει», δεν αναιρώ την ύπαρξη αλήθειας αλλά την απόλυτη εγκυρότητα την μίας αλήθειας όπως οι κοινωνίες με τα ιερατεία τους επιβάλλουν και ο κόσμος δέχεται δουλικά, είτε μιλάμε για επιστημονικές αλήθειες είτε για φιλοσοφικές. Αυτό είναι φασισμός. Όχι η εμπειρία της Ζωής. Αυτή εμπεριέχει και σκέψη και μουσική και χρώμα. Όλο αυτό το παιχνίδισμα δημιουργεί νόημα. Αλλά είναι το δικό μου/σου νόημα το οποίο δεν «νιώθει» καμία ανάγκη απόρριψης του νοήματος του άλλου. Αν δε μου αρέσει, δεν μου πάει, στρίβω. Όταν η ζωή δεν μου αρκεί, γράφω, τότε αναζητώ κάτι έξω από μένα, ένα νόημα να πιαστώ. Θα μπορούσα να είμαι αυτιστικός θα μου πεις, ή ψυχασθενής, αρνούμενος την οντολογία της πραγματικότητας. Βεβαίως. Θα μπορούσα όμως να είμαι και ο Πεσσόα, ο Μπλέηκ, ο Ρεμπώ. Το αυτεξούσιο της εμπειρίας μπορεί να οδηγήσει τόσο στην αυθαίρετη βία όσο και στην ελευθερία και δημιουργία. Όπως και το να ψάχνεις μια αλήθεια έξω από σένα μπορεί να οδηγήσει στην αυθαίρετη βία. Ο καθένας διανύει τον δρόμο του με τα δικά του «όπλα». Το «τόσες αλήθειες όσες και οι άνθρωποι. Ο καθείς και τα όπλα του, με τη φωνή του Ελύτη», που γράφω στο σχόλιο, επιθυμεί μια ελεύθερη κοινωνία που σέβεται την παρουσία του άλλου. Δεν χωρίζει σε εμείς και εσείς, εγώ και οι άλλοι. Εδώ είναι η διαφωνία μου, στο ότι θεωρείς αναπόφευκτη τη βία.

Όταν λέω: «Σώμα, χωρίς τη διάκριση σε res extensa και res cogitans…», δεν εννοώ ένα ακέφαλο σώμα, αλλά ένα σώμα το οποίο δεν είναι προϊόν διχασμού. Αυτό, το Σώμα, συνδέεται με την ποίηση ως εκείνο που προσεγγίζει και συλλαμβάνει. Αισθάνεται με άλφα κεφαλαίο. Είναι κάτι σαν το intuition αν μπορώ να πω. Η κίνηση που διαγράφεται δεν απορρίπτει το νόημα ή την αλήθεια. Έχει τη δική του αλήθεια η οποία δεν είναι απόλυτη, ούτε όμως αυθαίρετη απαραίτητα. Είναι ωστόσο απαλλαγμένη από την Αλήθεια και το Νόημα που μια κοινωνία προάγει. Αυτή η Αλήθεια και αυτό το Νόημα έχουν οδηγήσει την ανθρωπότητα στη φρίκη και τη βία. Απλώς η κοινωνία τείνει να εκλογικεύει πάντα κάθε της πράξη και να την παρουσιάζει όπως αυτή θέλει προς συμφέρον της. Τοποθετεί τη βία μέσα μας. Το νόημα καταντάει μια κοινωνική κατασκευή ώστε να μπορέσει η ίδια να υπάρξει. Κι ενώ είναι ο καμουφλαρισμένος δολοφόνος, αντιστρέφει τα όσα κάνει σε αλήθεια. Ακούμε κάθε μέρα τις ανοησίες περί πατρίδας και θρησκείας, βιώνουμε το ρατσισμό (έντονα εδώ στη θεσσαλονίκη που ζω αυτή την στιγμή), το απαράδεκτο, το ψέμα, την υποκρισία, την ανοησία, όλη τη βία του κυρίαρχου και εξουσιαστικού λόγου. Από εδώ παράγεται ο ανορθολογισμός. Από δω και η ψύχωση. Μην ξεχνάμε ότι για την ψυχανάλυση είμαστε όλοι νευρωτικοί. Και η νεύρωση συνδέεται με την ίδια την κοινωνία και την πίεση που αυτή ασκεί στα άτομα.

Επειδή το σχόλιο αφορούσε την τέχνη και πιο συγκεκριμένα την ποίηση θα ήθελα εδώ να καταθέσω τον τρόπο με τον οποίο γράφω. Ποτέ μου δεν ξεκινάω από μια αλήθεια ή προσπαθώντας να ντύσω κάποιο νόημα με λέξεις. Ακολουθώ έναν ήχο, ένα χρώμα, έναν ρυθμό. Ακολουθώ μια αίσθηση. Μια αστραπή. Μια διέγερση. Προσπαθώ αυτό που «βλέπω» να το αγγίξω. Αν τα καταφέρω, στο τέλος το ποίημα φέρει νόημα και φέρει και την αλήθεια αυτού που το έγραψε, που δεν είναι ούτε απόλυτη ούτε αυθαίρετη, επαναλαμβάνω, ωστόσο είναι κάτι από το οποίο εγώ μπορώ να μάθω. Είναι σάρκα μου. Μαθαίνω από τα ποιήματά μου, καταλαβαίνω πράγματα που αλλιώς δε θα μπορούσα. Ο ποιητής δεν είναι φιλόσοφος, είναι δημιουργός. Και μαθητής. Η ποίηση τρέφει. Στην έννοια της δημιουργίας πάντα υπάρχει και η έννοια της ζωής. Γι' αυτό μιλάω για ζωή.

Ο ψυχασθενής της ταινίας ομολογεί στον δικηγόρο του πως έσφαξε αρκετούς ανθρώπους (δίνοντας και κάποια στοιχεία ή ονόματα για τους νεκρούς), όμως δεν γίνεται πιστευτός -απεναντίας ο δικηγόρος γελάει και όταν ο psycho επιμένει πως πράγματι έχει σφάξει κι έχει μάλιστα γευτεί και ανθρώπινη σάρκα, αυτός θυμώνει και τον παρακάμπτει λέγοντας «αρκετά, δεν είναι πια αστείο». Δεν γίνεται πιστευτός γιατί τον θεωρούν έναν βαρετό τύπο, έναν φλώρο, και τα όσα λέει φάρσα. Και στην πραγματικότητα κανείς στην ταινία δεν νοιάζεται για τίποτα έξω από την κενότητα της ίδιας του της ζωής. Αυτοί, ωστόσο, οι χαρακτήρες έχουν ένα (κοινό) νόημα το οποίο δεν επιδέχεται καμία άλλη πρόσμειξη, είναι νόημα πετρωμένο, δίχως κόπο, και δίχως σκέψη. Ο ψυχασθενής έχει ομολογήσει αλλά δεν έχει λυτρωθεί, και λέει μέσα του: inside doesn't matter. Αυτό χαρακτηρίζει την εποχή μας, τον σημερινό άνθρωπο. Λέω: inside matters, αλλά το «μέσα» δεν είναι το νόημα και η αλήθεια που κάποιος απλώς έχει λάβει από έξω μόνο και μόνο για να μη νιώθει κενός, να μην υποφέρει, και να κοιμάται τα βράδια ήσυχος. Η αλήθεια όπως προσφέρεται από την κοινωνία δεν είναι παρά πρόζακ και ζάναξ, την καταπίνει κανείς και παει για ύπνο. Καταφέρομαι εναντίον οποιασδήποτε αλήθειας όταν απουσιάζει ο προσωπικός μόχθος και πόνος που υποφέρει κανείς για χάρη της. Κάπου, το τελευταίο αυτό, το λέει ο Βιτγκενστάιν καλύτερα.

Πολύ φιλικά

Υ.Γ. Κι εδώ σεντόνι άπλωσα όπως φαίνεται…

γ. γεωργίου


8 σχόλια:

  1. Γιώργο δε μπορώ να εκφραστώ τόσο λεπτομερώς και αναλυτικά όσο εσύ, αλλά βρίσκω τις ιδέες σου υγιείς, δημιουργικές. Δε θα μπω στον κόπο να αναλύσω τις δικές μου καθώς δεν ξέρω αν τις διατυπώσω και όμορφα. Θα ήθελα να παρατηρήσω πάντως πως η άποψη του κ.Παστάκα περί «Θυσίας του Ποιητή» όχι μόνο δε με βρίσκει σύμφωνο, αλλά τη θεωρώ πως στοχεύει και σε λάθος κατεύθυνση. Ίσα ίσα, πιστεύω πως πρέπει να «ελαφρύνουμε» τη δημιουργική διαδικασία και τα ίδια τα έργα (κι ακόμη περισσότερο αν θέλουμε ο απλός κόσμος να προσεγγίσει τα ποιήματα, να το πω και πιο ..ανώδυνα). Το ξεχωριστό πλάσμα (ποιητής) που γράφει τα ξεχωριστά του κείμενα με τεράστιες θυσίες κλπ θυσιάζοντας τη ζωή του (!) , καταλήγει νομίζω να φτιάχνει κείμενα εξεζητημένα για ειδικούς, ομοίους του.
    Επίσης, η «καλλιέργεια του Απόλυτου» στο κείμενο του κ. Σωτήρη πιστεύω πως είναι ιδέα ΡΟΜΑΝΤΙΚΗ, που επιζεί ακόμη από την εποχή του ιστορικού ρομαντισμού, που θεωρεί τον καλλιτέχνη σαν κάποιο ιδιαίτερο πλάσμα που επικοινωνεί μόνος αυτός με θεϊκούς κόσμους. Έχω την εντύπωση πως πάντοτε υπήρχε μια τέτοια εικόνα για τους καλλιτέχνες, αλλά η έκταση που πήρε αυτήν την ιστορική περίοδο δεν είχε ξανασυμβεί. Καθώς όμως οι καιροί αυτοί έχουν παρέλθει κι έχουμε μπει σε εποχές ταχύτητας, δυνατότητας συμμετοχής όλων στη διακίνηση των πληροφοριών, σε εποχές που τα πάντα μετριούνται σε νούμερα κλπ, πιστεύω πως ο ποιητής, ή καλύτερα, κάποιος που προσπαθεί να εκφραστεί δημιουργικά μέσω της γλώσσας, πρέπει απλά να ζήσει μέσα στον κόσμο αυτόν και να μιλήσει με τη γλώσσα του, μια γλώσσα απλή και περιεκτική.
    Τέλος δε βρίσκω το λόγο γιατί η ποίηση να μη διαβάζεται για τέρψη όπως θεωρεί κατάντια της ο κ. Παστάκας, τι περιμένουμε δηλαδή να φτιάξει; Επανάσταση;
    Ελπίζω να μην ανακάτεψα πολύ τα θέματα. Μου αρέσει να διαβάζω αναλύσεις αλλά δεν είμαι καλός στο να γράφω. Να τελειώσω με μια φράση του Beuys που συχνά με απασχολεί κι εμένα:

    jede Mensch ist ein Kunstler (κάθε άνθρωπος είναι καλλιτέχνης)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. χ.ζ.
    Για αυτό που λες περί εξεζητημένων κειμένων ή ποιημάτων: αν γράφουμε ποίηση με κάποιον συγκεκριμένο τρόπο σαν να μαγειρεύουμε με συνταγή κι όχι με την γεύση μας, ό,τι και να φτειάξουμε δε θα μας «μιλάει» καθόλου για τη «γεύση» μας, αυτήν την ιδιαίτερη αίσθηση που καλλιεργούμε ως δοκιμαστές διαφορετικών πραγμάτων, πραγμάτων του κόσμου τούτου, συμπεριλαμβανομένου του ίδιου του κόσμου. Γράφοντας ένα ποίημα χωρίς τη γεύση, την όραση, την αφή, την ακοή, την όσφρηση, του σώματός μας που έκθετο ίσταται στο παιχνίδισμα και ξεδίπλωμα του κόσμου, δε θα έχουμε ποτέ το ποίημα που μιλάει για μας, που μιλάει για τον κόσμο μέσα από μας, αλλά για κάτι ξένο, κάτι που δεν γίνεται ποτέ κόσμος. Αν ας πούμε ανοίγουμε ένα λεξικό και βρίσκουμε λέξεις που μας αρέσουν γιατί είναι «ψαγμένες» (πολλές φορές έχω αυτή την αίσθηση όταν διαβάζω ποιήματα διαφόρων ποιητών -ένα είδος συνταγής: οι λέξεις), ή κατέχουν στην εκπαιδευμένη μας ψυχή -αυτήν την κοινωνική κατασκευή- υψηλή εκτίμηση (κατά τον τρόπο που μαθαίνουμε ακόμα να βλέπουμε το ωραίο το οποίο από εποχή σε εποχή διαφέρει ή κατά τον τρόπο που μας αρέσει η σπαλομπριζόλα επειδή ο πατέρας μας την απολάμβανε κάθε τόσο, ή ο διαφημιστής μάς έπεισε για τη νοστιμιά της), τότε το ποίημα δε θα λέει τίποτα πέρα από το πρόβλημα μας - πέρα από την τυφλότητα και προκατάληψή μας που ωστόσο σύμφωνα με την κοινωνία αποτελεί το ήθος μας και επιβραβεύεται μιας και ως τέτοιο είναι πάντα ασφαλές- θα είναι ένα ποίημα «εσωστρεφές», δίχως άνοιγμα στον κόσμο, δίχως «ματιά», και συνεπώς προβληματικό. Θα του έλειπε η ειλικρίνεια, η φυσικότητα, θα του έλειπε ακόμα η ζωή. Τίποτα δε θα μπορούσε να γεννηθεί από κει. Ίσως ένας μορφασμός μόνο. Αυτά τα εξεζητημένα ποιήματα που λες τα αποστρέφομαι, γιατί δεν φέρουν τίποτα από την προσωπική αλήθεια του γράφοντος, όποια κι αν δύναται να είναι αυτή. Συγκαταλέγονται σε αυτό που αποκαλώ πνευματικό αυνανισμό. Είναι σαν να γράφει κανείς ποίηση και αυτό που προκύπτει δεν είναι η συνουσία αλλά ο αυνανισμός. Να γράφει κανείς σαν να αυνανίζεται -δεν υπάρχει το ταίρι, δεν υπάρχει ο κόσμος.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Η θυσία στην οποία αναφέρεσαι και διαφωνείς (κι εγώ επίσης), σκέφτομαι τώρα, πως δεν είναι παρά ένας μύθος που πολλοί ποιητές οικειοποιούνται, και ο οποίος συντηρεί ένα απροσπέλαστο αποδίδοντάς τους κύρος και εξουσία, αλλά και δικαιολογεί φορές μια μετριότητα. Επίσης είναι ένας μύθος που καλλιεργείται φορές μαζί με την καλλιέργεια του Απολύτου. Ωστόσο αυτός ο μύθος όσο μπορεί να συντηρεί το ψέμα και την απάτη άλλο τόσο μπορεί να αποτελέσει και το υλικό με το οποίο θα δημιουργηθεί κάτι το συναρπαστικό. Ο κ. Παστάκας στο κείμενό του λέγοντας «Θυσία» παίζει με τους όρους του Ταρκόφσκυ (συνδέοντας τη «Θυσία του εαυτού» που λέει παρακάτω, με τη Θυσία, την τελευταία ταινία του όντως σπουδαίου κινηματογραφιστή, που έχει χαρακτηριστεί από πολλούς ως ο ποιητής της έβδομης τέχνης). Θα έπρεπε να δω την ταινία ξανά ώστε να είμαι σε θέση να πω περισσότερα σε αυτό το σημείο, όσο αφορά το νόημα που ο κ. Παστάκας αποδίδει με τη σύνδεση που κάνει. Όμως μπορώ να πω ευθέως πως είναι ένας άνθρωπος με ειλικρινές ενδιαφέρον και πάθος για την ποίηση -από το «ποείν» του μπορεί κανείς να καταλάβει περισσότερα- ώστε να ανήκει σε εκείνους που ο μύθος της θυσίας τρέφει δημιουργικά, σε πείσμα της όποιας διαφωνίας μας.

    Δηλώνω υπέρ της τέρψης, επίσης, που είναι κάτι που διεγείρει ολόκληρο τον οργανισμό όπως ένα νοστιμότατο φαγητό τον ουρανίσκο. Ωστόσο αυτό που ο κ. Παστάκας λέει δεν αντιτίθεται νομίζω στην τέρψη με την έννοια που γράφω γι' αυτήν παραπάνω, και όπως αισθάνομαι συμφωνείς κι εσύ, αλλά με το είδος της τέρψης συνδεδεμένο με την κοινωνία του θεάματος και της κατανάλωσης.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Ακόμα θα ήθελα να πω ότι κι εμένα μου φαίνεται ρομαντικό το κείμενο -οι ιδέες του- και το ρομαντικό δεν το λέω καθόλου υποτιμητικά. Στην προκειμένη περίπτωση πετυχαίνει να γεννάει σκέψεις που με ενδιαφέρουν ως τέτοιες. Πχ. στην αρχή δεν μπορούσα να καταλάβω τι είναι, τι σημαίνει, ο καλλιεργητής του απολύτου -είναι μια αδυναμία μου φορές να κατανοήσω πια έννοιες αυτού του είδους, έννοιες της ιδεαλιστικής παράδοσης της σκέψης. Τώρα, θαρρώ πως κατανοώ τη θέση του κ Παστάκα και αυτή η κατανόηση οδηγεί την αντίθεσή μου σε μια (ανώτερη) σύνθεση. Η αντίθεσή μου αφορά την έννοια του Απολύτου ως Απολύτου, την οποία έχω πάψει να δέχομαι από κάθε άποψη εδώ και χρόνια, μιας και το Απόλυτο (το δίχως περιορισμό και πλήρες, πχ. ο θεός) δε θα μπορούσε παρά να ήταν είτε νεκρό είτε ανεκδήλωτο, ποτέ όμως υπάρχον. Ωστόσο δεν γνωρίζω σε αυτό το σημείο αν ο κ. Παστάκας γίνεται περισσότερο ποιητικός λέγοντας Απόλυτο όχι με το φιλοσοφικό ένδυμα της λέξης, αλλά με την παλαιά, γυμνή, λαχτάρα των ποιητών (πολλοί από αυτούς, ασχέτως φιλοσοφίας, δημιούργησαν και εξαιρετικά έργα που ακόμα κι αν «διαφωνούσα» θα απολάμβανα, όπως πχ. ποιήματα του John Keats, του William Blake, ή ακόμα του Paul Celan). Θα έλεγα λοιπόν πως η σύνθεση μιας διαλεκτικής, δυναμικής αλληλεπίδρασης με τον «επίμονο καλλιεργητή του απολύτου» του κ. Παστάκα, θα ήταν: ο επίμονος καλλιεργητής του απολύτου ενός απολύτου (όμως) απείρως σχετικού και μοναδικού, αφού δεν είναι πάντα παρά μέσα από τον εκάστοτε ξεχωριστό κι επίμονο «καλλιεργητή», εκείνον που δεν επαναπαύεται ποτέ -γι' αυτό και επίμονος- και εκείνον τον ίδιο που δεν επαναπαύεται πουθενά -γι' αυτό και καλλιεργητής. Θα σήμαινε πως ο ποιητής ως τέτοιος δεν θα έπρεπε να αρκείται σε αυτό που του προσφέρεται από έξω του ως νόημα και αλήθεια, αλλά να καλλιεργεί το νόημα αυτό και την αλήθεια αυτή, να εναποθέτει εντέλει προσωπικό μόχθο.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Μόχθος, ενάντια στην ευκολία και νωθρότητα, ενάντια σε αυτό που οι καταστασιακοί αποκαλούσαν κοινωνία του θεάματος, ενάντια στο αντιφυσικό όπως θα έλεγε ο Νίτσε, ενάντια στην ετερονομία όπως θα έλεγε ο Καστοριάδης, ενάντια στο παραδεδομένο ανενεργό. Και ο μόχθος αυτός πάντα προαπαιτεί ένα θάρρος, γιατί η καλλιέργεια, αυτή η εναντίωση στο στέρφο (το κάθε τι που είναι στέρφο, από την κοινωνία και τα τοτέμ της μέχρι εμάς τους ίδιους με τις πολλές ιδέες), δεν γίνεται μόνο με τα χέρια αλλά και με την καρδιά.

    Και αυτό, το να είναι κανείς ποιητής, ισχύει για όλους, ώστε κάθε άνθρωπος να είναι ποιητής (παραφράζοντας τον Beuys). Δεν θεωρώ προνομιούχο κανέναν επειδή αυτοαποκαλείται ποιητής ή κάποιοι τον χαρακτηρίζουν ποιητή ή είναι απλώς που γράφει στιχάκια. Ο καθένας μπορεί να μοχθεί με θάρρος ενάντια σε αυτό που στείρο πνίγει καθετί ζωντανό. Αυτό που αναφέρω στο αρχικό μου σχόλιο με τον θεό που πεθαίνει από το πρώτο λεπτό έκθεσής του στον ήλιο, είναι ένα ποίημα και μάλιστα χωρίς λέξεις. Δεν χρειάζεται να είναι κανείς ποιητής για να είναι ποιητής. Πριν χρόνια είχα συναντήσει έναν «τρελό» και αλκοολικό τύπο, τον Μιχάλη. Γυρνούσε με το παντελόνι ξεκούμπωτο, παραμιλώντας και τρομάζοντας έτσι αρκετούς ανθρώπους, ασχέτως με το γεγονός ότι ήταν εντελώς ακίνδυνος. Τον πλησίασα τότε και κάθισα δίπλα του. Μου ζήτησε μπίρα. Έβγαλα κάτι ψιλά να του δώσω μα θύμωσε. Ήθελε μπίρα! Ωραίος ο Μιχάλης. Πήγα στο περίπτερο και του πήρα μια μπίρα. Την ήπιε αστραπιαία και ρεύτηκε. Μετά χάρισε στον αέρα μερικούς στίχους, ίσως ένα αυτοσχέδιο ποίημά του, με φωνή καμπάνα: ω άγριες λίμνες των δασών, το πιάνο του Χατζιδάκι θα σας συνοδεύει… (ό,τι θυμάμαι αυτοί οι πρώτοι στίχοι, μα ομολογώ πως με άγγιξε πάρα πολύ η απαγγελία του -αυτό ήταν, το είπε στον αέρα και χάθηκε με αυτόν. Αυτή είναι και η αξία του, ήταν ένα ποίημα που μόνο ο άνεμος το έπιασε για τα καλά).

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Ελπίζω να μην κούρασα ούτε να έγινα ακατανόητος. Θέλησα να δείξω πώς ένα κείμενο με το οποίο διαφωνώ, αν πλησιάσω τι μπορεί να συναγάγω από αυτό, πώς μπορεί να με θρέψει. Έτσι το κείμενο καθίσταται γόνιμο.
    Εκεί που κυρίως διαφωνώ με το κείμενο του κ. Παστάκα, και λέγοντας «κυρίως» θέλω να πω ότι είναι κάτι που δεν μπορώ να συνθέσω -απλώς αντιτίθεμαι-, είναι ο αγώνας της ποίησης να ξεπεράσει σε σημαντικότητα την επιστήμη και ο πόνος που επιφέρει η έλλειψη συγκίνησης της ποίησης από τον κόσμο. Προσωπικά δεν με ενδιαφέρει αν έρθει μέρα που κανείς δεν θα ενθουσιάζεται από την ποίηση. Μου αρκεί ότι για το σώμα μου είναι αναγκαία κάποια ποιήματα όπως και το νερό, η τροφή, το σεξ, το γέλιο, ένας φίλος.

    Σ' ευχαριστώ χ.ζ. για την ευκαιρία διαλόγου (με την ευκαιρία, με άγγιξε η ιστορία σου «Πάτρα-Κέρκυρα, με το πλοίο», θα μπορούσα να σχολιάσω από κάτω, αλλά δεν έχω κάτι περισσότερο από το ειλικρινές «με άγγιξε»)

    Υ.Γ. Για τη φράση του Beuys: έχει μια ελευθερία που με ελκύει. Θα άξιζε κάποια στιγμή να συζητηθεί. Εδώ, ομολογώ, θα με ενδιέφερε η άποψη του κ. Ζενάκου Αυγουστίνου.

    Υ.Γ.2. Κρατάω τον τίτλο της εισήγησης του κ. Παστάκα που μου αρέσει πολύ: η φυσική της ποίησης -με κεφαλαία ή χωρίς.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. Αγαπητέ μου είσαι χείμαρρος...! γενικά συμφωνώ με τις ιδέες σου που ήταν και απόλυτα κατανοητές. Μου άρεσε η παρατήρησή σου περί απολύτου...ένα προσωπικό, σχετικό Απόλυτο που αναδιαμορφώνεται σε κάθε απόπειρα αποτύπωσής του μπορεί να γοητεύει κι εμένα. Διαφωνώ με τις ιδέες του κ. Παστάκα αλλά τον εκτιμώ απεριόριστα όσο είναι δυνατόν να σχηματίσει κανείς γνώμη για κάποιον από το Δίκτυο. Τέλος σε ευχαριστώ για το σχόλιό σου πάνω στο κειμενάκι.Να είσαι καλά!
    χρήστος ζάχος

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  8. Την καλημέρα μου Χρήστο -μέχρι την επόμενη διαδικτυακή μας συνάντηση

    ΑπάντησηΔιαγραφή