Για άλλη μια χρονιά δεν πήγα εκκλησία. Αν αυτό μου γίνει παράδοση, συνήθεια, θα το σκεφτώ για του χρόνου, να περάσω καμιά βόλτα, κι ας η αισθητική μου μού απογορεύει τα γκαρίσματα των παπάδων, τις μαύρες μπέρτες τους, τις χοντρές πεινασμένες από ψέμα κοιλιές, τα γαμψά τους νύχια. Μια στο τόσο αισθάνομαι αδιαπέραστος από την ιερή τους μιζέρια και μου αρέσει να πηγαίνω προς τα κει, ένα τσιγάρο γύρα, να παρατηρώ όλους αυτούς με τα κεριά και τα καλά τους ρούχα, διάσημους και ασήμαντους, τις μόνιμες εκφράσεις τους, κοινές ενός κοινού πλαισίου κατανόησης, μιας ταύτισης που απαντάει σε όλες τις άλλες κραυγές κάθε είδους διαφοροποιημένης μάσκας. Δεν πήγα εκκλησία. Το holymarket της γειτονιάς έφτανε μέσα από τα μεγάφωνά του στην ησυχία μου, κράζοντας σαν κόρακας ή σαν μπούφος την επιτυχία του, μαζί φυσικά με τον ερχομό της άνοιξης. Το άγριο φως ήρθε και πάλι με κλοτσιές στα καλάμια των κιτς παπάδων, ημιτρυφερά-ημιάγρια σπρωξίδια με δειλές σφαλιάρες και κόκκινα μαγουλάκια, με αρκετά βραχνά «το πήραμε το φως, και πάλι σας γαμήσαμε, ωε ωε ωε ωε», άντε και καμιά ροχάλα στα μαλλιά και τα γένια. Αυτά στους άγιους τόπους και ενίοτε και στις τηλεοράσεις. Όχι στο παλιό τούρκικο σπίτι της μάνας μου στις σέρρες. Φέτος το ενδιαφέρον ήταν ότι κανείς από την οικογένεια δεν πήγε. Ούτε καν ευχή έπεσε στο τραπέζι, ούτε φιλιά, ούτε σάλια. Εντυπωσιακότατο θα έλεγα, εντελώς απροσδόκητο θα συμπλήρωνα. Αν και δεν ήθελα να γράψω τίποτα για αυτές τις μέρες, παρακινήθηκα από τα ανοιγμένα στον ορίζοντα γεγονότα. Ναι, δε θέλουμε το φως των απατεώνων, ας βάλουν φωτιά τα μούσια τους. Έφαγα νωρίς το σάββατο βράδυ, το μεγάλο σάββατο των χριστιανών, και άραξα. Κάποιος ηλίθιος δημόσιος υπάλληλος, γείτονας από τους πολλούς, βαρούσε βεγγαλικά με πολυβόλο έξω από το παράθυρο, ασταμάτητα. Αναρωτιέμαι σε τι κοινωνία γίνεται να μην συλλαμβάνεται με πελώρια απόχη και οδηγείται στο άσυλο της γειτονιάς, ή έστω να εξοστρακίζεται από την πόλη πάνω σε μια σιδερένια ράγα γεμάτος πίσσα και πούπουλα. Αυτός συνέχιζε στον δικό του ανύπαρκτο πόλεμο που συγγένευε με τη διεστραμμένη χαρά του. Ίσως ποτέ μου να μην καταλάβω γιατί το κάνει κάποιος αυτό, πώς είναι η χαρά του, τι αισθάνεται και τι αισθάνεται γενικά. Η αηδία που νιώθω αυτές τις στιγμές για όλες αυτές τις παραδόσεις, όλη αυτή την ανάγκη τού να είσαι τυφλός, δίχως θέληση, ανήμπορος να πεις ένα «μπα δεν γουστάρω», «δε μ' αφορά», ή ακόμα «βαριέμαι», θαρρείς και πρέπει να κάνεις ό,τι και οι άλλοι αλλιώς κάτι κακό θα συμβεί -όπως το να μην περάσεις κάτω από σκάλα, ας πούμε, ή να μην σπάσεις τον καθρέφτη ώστε ν' αποφύγεις τα εφτά χρόνια γρουσουζιά- κινητοποιεί μια εικόνα σαν όραμα, σαν βαθιά επιθυμία, που ενώ είναι εικόνα ενός τέλους -αυτό δείχνει- με κάνει να αισθάνομαι καλύτερα, το τέλος η μόνη μου στιγμή αισιοδοξίας. Όλη αυτή η κατασκευασμένα μαγική αντιμετώπιση ενός άγονου -μέσα στην καθολική απομάγευση του υπαρκτού- κόσμου, τον οποίο αναπαράγει, είναι εύκολη και βαρετή. Αποσκοπεί στην τάξη αυτού του κόσμου -αντίθετα από τις χαοτικές εκφράσεις του πραγματικού. Μια (ανάγκη για) τάξη προχριστιανική ακόμα, ένα κλείσιμο από τους αρχαίους χρόνους που βρήκε την πιο ακίνητη μορφή της στους πατέρες της επιχείρησης «εκκλησία». Η καταπίεση μιας τέτοιας θέασης που ως συλλογικό ασυνείδητο πιέζει όλους όσοι βρίσκονται στον ορίζοντά της προς μια φρικτή εξομοίωση, μια δυσμορφία ομαδική, θα έπρεπε να έχει οδηγήσει στην έκρηξη εδώ και καιρό. Θα έπρεπε όμως; όχι, αφού τελικά δεν είναι καθόλου καταπιεστική. Είναι το ιδανικό, αυτό που μας βολεύει. Φτειάξαμε συνήθειες για να γεμίσουμε το κενό που μας τρόμαζε, και τώρα οι συνήθειες μας καταβρόχθισαν. Ξημέρωσε κυριακή. Πρέπει να γιορταστεί η ανάσταση του θεανθρώπου. Η λίγδα του πλούσιου τραπεζιού αντιστοιχεί στη λίγδα των ιδεών. Σύγχυση πραγμάτων που μόνο ο νους μπορεί να αντέξει, σπάνια δε το στομάχι. Μην ανοίξεις την τηλεόραση. Μην φύγεις ποτέ για τη θεσσαλονίκη. Αυτό ήταν, τέλος το θείο δράμα μέσα σε εμετούς και βλαστήμιες αχόρταγων νεοελλήνων. Ίσως να νομίζουν πως τα κοκορέτσια είναι σαν τις πόρσε. Ή σαν τα γεννητικά όργανα νεαρών αγοριών και κοριτσιών, μια υπόσχεση και μια αναστολή ενός τεράστιου, απελευθερωτικού οργίου. Άλλη μία μέρα και πίσω. Στη θεσσαλονίκη. Δεν είναι μόνο το φασισταριό σ' αυτήν τη σκατούπoλη που οι τυφλοί βρίσκουν ακόμα ωραία, ούτε όλοι οι κρετίνοι που τρέχουν να τους ψηφίσουν με την ελπίδα να χωθούν σε κάποια δημόσια υπηρεσία την οποία οι υπόλοιποι μαλάκες θα πληρώνουν πολύ δημοκρατικά, όπως και στην αγαπημένη τους αρχαία αθήνα: γιατί δημοκρατία χωρίς σκλάβους δεν νοείται πια -το ξέρουμε, το έχουμε χωνέψει, φτάνει με την παραμύθα. Δεν είναι αυτή η φάτσα του δημάρχου, του νομάρχη, του σιχαμένου παπά, που αν δεις μια φορά θα σε στοιχειώνει πάντα, το στιλ, η άνεση, η καλή ζωή, το κεφάλι της μέδουσας. Δεν είναι το δήθεν πένθος και το μηχανοποιημένο σαν κλάσιμο «καλή ανάσταση» και «χρόνια πολλά» του κάθε ανθρώπου για έναν τζίζους σούπερσταρ, που έκανε το ένα ψάρι δυο και τα τρία των φαρισαίων δύο. Είναι ο νους αυτός που οδηγεί από την ευχή στην απάτη, από την αγάπη στο έγκλημα, από κάθε ωμό ήχο στη λέξη, από κάθε βήξιμο στην εκπνευμάτιση -σε έναν κόσμο χωρίς πραγματικότητα. Είμαστε οι συνήθειές μας, που είναι η συμφωνία του υποτιθέμενα διαφορετικού με τον νου της κοινωνίας -εξαπατημένοι, με ξένα, ως προς την αναγκαία λειτουργία του οργανισμού, συναισθήματα, ανίκανοι για ένα μηδαμινό θάνατο, κάποια ρήξη, έστω ένα ξέρασμα. Η παράδοση σε έχει φασκιώσει σαν μούμια κι εσύ χαίρεσαι με τη σπουδαία πυραμίδα που χτίζουν, δίχως ν' αναρωτιέσαι ποιος εκεί μέσα θα θαφτεί. Είσαι νεκρός μεγάλε, πάρτο χαμπάρι, μετά το αναστάσιμο ψέμα ενός θεού που είναι γιος ανθρώπου αλλά με πατέρα θεό και μάνα αγία παρθένο, μετά απ' όλη αυτή τη μπουρδολογία που σου σφίγγει τ' αρχίδια, είσαι άξιος κάθε απάτης, μπεκετικέ, μικρέ μου έλληνα. Καλή η ανάσταση όπως κάθε χρόνο άλλωστε, και πολλά χρονιαπολλά με μπουκωμένο από τ' αβγά στόμα. Μην ανησυχείς, ο αθάνατος, όπως κι ο νεκρός, δεν πεθαίνει άλλο πια -ποτέ σου δε θ' αλλάξεις. Η βασιλεία ενός παιδιού-βαμπίρ.
γ. γεωργίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου