Η βαλίτσα με τα φάρμακα κι η βαλίτσα με τα όπλα
Απόλυτο σκοτάδι. Βρίσκονται μέσα του. Θα περίμεναν να δουν ζωγραφισμένα τελάρα. Οτιδήποτε άλλο δεν είναι τέχνη, όπως ο Χ επαναλαμβάνει τόσο συχνά με φάτσα σαν να γεύεται σκατό. Είναι διάσημος και μάλιστα διεθνής, σαν τον άλλο τον φίλο του τον νταή καλλιτέχνη που έτσι και του πεις τίποτα θα σου ρίξει στα μούτρα ένα «η τέχνη θέλει μπράτσα», ή αν δεν φοβάται να συντάξει μεγαλύτερη πρόταση θα τολμήσει το «στρατό έχεις πάει; ε πάνε πρώτα να γίνεις άντρας και μετά έλα να μου μιλήσεις». Ο Χ δε, αναμεμιγμένος μπούφος με φασίστα, είναι επίσης διάσημος ως ο καθηγητής που αρνήθηκε να δεχτεί σπουδαστή στο εργαστήριό του μιας και ήταν αλβανός, γιατί απλά «εγώ αλβανούς δεν παίρνω στο εργαστήριό μου» κι έπειτα γλύτωσε την πίσσα και τα πούπουλα καθώς οι επαναστάτες φοιτητές ασχολούνταν τότε με την τέχνη τους -εδώ, είναι αξιοπερίεργο το συλλογικό πνεύμα της σχολής. Χ και νταής είναι ο μεγάλος πειρασμός μου για αυτήν την πτυχιακή. Τους σιχαίνομαι, όπως σιχαίνομαι τη σχολή, όπως σιχαίνομαι την «τέχνη», αυτήν την πολιτισμένη θείτσα. Μετά από τέσσερα χρόνια καθαρού αέρα, εκτός σχολής, να που είμαι και πάλι εδώ, σε αυτό το σκοτεινό δωμάτιο, με τους πέντε καθηγητές. Ο Χ κάθεται έξω αρνούμενος να δει, αλλά θα βαθμολογήσει, αλλά θα πληρωθεί. Ο άλλος δεν ήρθε καν -το συνηθίζει. Ο νταής είναι μέσα, θα μασουλάει το καρότο του πάλι. Αυτοί είναι πανεπιστημιακοί. Έτσι και τους γνωρίσεις λιγάκι παραπάνω θα νομίσεις ότι πέρασες σε κανα ίδρυμα. Χαρακτηριστικό αυτού του τύπου ανθρώπου είναι η λαγνεία για εξουσία μιας και είναι ο μόνος τρόπος να καλυφτούν, και να θαφτούν μέσα του, οι καρπαζιές που εισέπραττε τα χρόνια του σχολείου. Είμαι επιεικής μήπως; Δεν ξέρω, δε μ' ενδιαφέρει. Έμπλεξα μ' αυτούς. Ήμουν μικρός όταν αποφάσισα να χτυπηθώ σε αυτό το γελοίο σύστημα των εισαγωγικών εξετάσεων που αν είχα την ελάχιστη υποψία δεν θα έμπαινα σε κόπο. Ο ρομαντισμός μου εκείνος που μου γέννησε επιθυμίες περί σπουδής της τέχνης αποδείχτηκε ηλιθιότητα, όπως άλλωστε κάθε ρομαντισμός (για) την εποχή αυτή, που αγνοούσα το λάδωμα ως ήθος αυτής της σχολής, ως τρόπο επιτυχίας, που αγνοούσα ακόμα το καθ-ιερωμένο γλείψιμο το οποίο κλείνει το μάτι φιλικά στον υποψήφιο καλλιτέχνη καριερίστα. Μου αρέσει ή όχι, όχι, είμαι εδώ, στην σκοτεινή αίθουσα. Πρέπει να ξεμπλέξω. Για τον δυτικό άνθρωπο η σκέψη θαρρείς περιορίζεται στην όραση, σ' αυτό που βλέπει, έμαθε να βλέπει και βλέπει με συγκεκριμένο τρόπο -κρίνω βάσει αυτού που «βλέπω»- που κι αν τυφλωνόταν πάλι το ίδιο θα έβλεπε. Τα υπόλοιπα είναι ζόρικο άθλημα. Τους έχω στερήσει την όραση. Δεν πρόλαβα να τοποθετήσω ύλες στο δάπεδο, νερό, κόλλα, χώμα, χαλίκι, που θα ενέτεινε τον ερεθισμό των αισθήσεων -πρόφτασα τελευταία στιγμή, όπως πάντα. Δεν βλέπουν και συνεπώς δεν γνωρίζουν ότι πίσω από το σκοτάδι στέκει μια άδεια, λευκή αίθουσα. Δεν υπάρχουν οπτικά αντικείμενα. Παίζει πράξη ηχητική, δύο φωνές μιλούν, διαδέχονται η μία την άλλη, στο βάθος Cave. Αισθήσεις. Αφιερωμένο στον Guy Debord και στο hurlements en faveur de Sade. Διέγερση. Για μια στιγμή αδυνατώ να συλλάβω το πώς τοποθετούμαι στον χώρο. Ο χώρος γίνεται ρευστός. Θα τελειώσει και ο Ηλίας θα ανοίξει το φως. Θα διαπιστώσουν ότι δεν υπάρχει τίποτα. Ό,τι υπήρξε ή μπορεί να υπάρξει είναι δημιούργημα της δικής τους σκέψης που κινητοποιείται από το ενεργό σώμα, από τις ερεθισμένες -πρώην νεκρές ή έστω μουδιασμένες- αισθήσεις, εάν. Γουστάρω. Ο νταής με μία κίνηση του χεριού μού στερεί το βάθος, μου βλάπτει την κυοφορία. Η φοβία του, η αίσθηση ανασφάλειας που αντικαθιστά την απολεσθείσα αίσθηση της όρασης, που δεν υφίσταται χωρίς αυτήν -ξένος αυτός ως προς το σώμα του- κάνει μια χειρονομία ανάλογη εκείνης που ξύνει, μουτζουρώνει, ευτελίζει τον πίνακα του ζωγράφου, ανοίγει το παραβάν και επιτρέπει το φως, («εμείς εγκλωβισμένοι στη γεωμετρία/ η σαφήνεια των αντικειμένων είναι η απόκρυψη του βάθους από το φως/ το φως ως στέρηση», λέει η φωνή με ένταση νύχτας), παρεμποδίζει τη διαδικασία όπου το έργο γίνεται, έτσι επειδή δεν αντέχει, επειδή εν τέλει δεν έχει καμία ευαισθησία. Εξουσία. Και τι έγινε που σε λίγο θα αποδειχτεί ότι δεν έχει ιδέα για το ποιος είναι ο Debord, που δεν έχει ακούσει ποτέ του το όνομα Wittgenstein; -τι έλεγε ο Nietzsche; παλαβός δεν ήταν αυτός; Κάτι πήρε το αφτί μου για τον de Sade. Και λοιπόν; Πράγματι δεν έχει σημασία αν ξέρει ή έχει ακούσει κάτι, αρκεί που έχει κάνει κοπελίτσες να κλάψουν στις πτυχιακές επιβεβαιώνοντας την αρσενική ισχύ του, αρκεί το ότι ζει στο σήμερα που τα αξιώματα σού προσδίδουν την αξία τους σε πνεύμα αντικειμενοποιώντας σε, κατά τον τρόπο που ο μητροπολιτης γίνεται αυτομάτως σεβασμιότατος και παναγιότατος. Όσο για τους επαναστάτες φοιτητές, αυτοί δεν αγωνίζονται, τώρα, για τη μη-αξιολόγηση των νταβατζήδων τους; δεν αγωνίζονται ώστε όλα να παραμείνουν ως έχουν; Τα ξέχασες αυτά; Όταν αποφάσισα να επιστρέψω στη σχολή και να κάνω την πτυχιακή έπεσα στις καταλήψεις. Οι ίδιοι οι καθηγητές -κάποιοι- είχαν ενημερώσει τους λακέδες σπουδαστές τους πως αν τάσσονταν με το μέρος τους, αν έβαζαν λουκέτο στη σχολή χωρίς φυσικά να τους εκθέσουν, θα τους βοηθούσαν στα πτυχία. Μάλιστα. Συστεγαζόμαστε σε προκάτ. Αυτά κάθε χρόνο βουλιάζουν, ομοιάζουν, ολοένα στη λάσπη πιο βαθιά, των κατοίκων τους τις συνήθειες. Είμαι σε ένα προκάτ και δουλεύω, όταν μια φοιτήτρια από εκείνες που δεν παίρνουν για καμιά δεκαπενταριά χρόνια πτυχίο μιας και προέχει η επανάστα στη σχολή, η κατήχηση και ο αγών, μπαίνει μέσα και ξαφνιασμένη που με βλέπει αρχίζει τη μπουρδολογία. «Απαγορεύεται να βρίσκεσαι εδώ» - «τι μου λες»; Δεν πτοείται, είναι εκπαιδευμένη. «Που βρήκες κλειδιά;» ανακριτικά βεβαίως - «δηλαδή πιστεύεις τώρα πως πρέπει να σου απαντήσω;», χωρίς καν βασανιστήρια; Σιγά που θα μασούσε, «έχεις πάρει άδεια από το συντονιστικό της κατάληψης;» - «τι πράγμα;». «Πρέπει να πάρεις άδεια. Οι αποφάσεις του συντονιστικού…» - «να πεις στο συντονιστικό ότι το γράφω στα παπάρια μου, αν ενοχλούνται που δουλεύω ας έρθουν να με βγάλουν». Έφυγε θυμωμένη -έτσι γίνεται όταν θεωρείς, σαν νιώθεις, πως έχεις εξουσία πάνω σε κάτι και αυτό το κάτι ξάφνου δεν σε υπακούει. Μίσος για τον μπάτσο που έχεις μέσα σου, για τον πολιτικό που έχεις μέσα σου, τον δικαστή, τον καθηγητή, τον δημόσιο υπάλληλο, τον καλλιτέχνη. Το μίσος σου απέναντι στον εαυτό σου. Όλα τ' άλλα είναι προβολές, εξωτερικεύσεις -η κοινωνική σου ζωή. Τα παιδιά του συντονιστικού έκαναν πάρτι στο κτήριο του παιδαγωγικού και η ανυπόφορη, σαν τη γλώσσα τους, μουσική έφτανε στα αφτιά μου ως τιμωρία για τη βλασφημία μου. Η ηχητική πράξη σβήνει. Αυτή είναι η σχολή, την τελευταία δεκαετία τουλάχιστον. Αν δε σ' αρέσει κάτσε σπίτι σου. Τα φώτα ανοίγουν. Όλοι μας αποστρέφουμε το κεφάλι από την πηγή του κακού. Ανάβω τσιγάρο. Ο νταή
Τελείωσα, αυτό ήταν. Άντε γεια.
Καλοκαίρι του δύο χιλιάδες έξι -κι όλες οι αισθήσεις μου ήταν πίσω από την εποχή τους, είχαν άνοιξη.
Στην ορκωμοσία ήθελα να γελάσω. Ή να ξεράσω. Έπεφτε ο όρκος σύννεφο κι από τ' αφτιά τού άϋπνου οργανισμού μου το μυρμήγκιασμα λέξεων-σκέψεων διάχυτων στον χώρο ολοένα και δυνάμωνε …να 'μαι καλός χριστιανός, καλός καλλιτέχνης, καλό παιδί, καλός δημόσιος υπάλληλος. Αν είσαι καλός όπως η κοινωνία σε θέλει θα ανταμειφθείς με βόλεμα, αξίωμα και μπόλικο πνεύμα. Ένας παραδείσιος θάνατος. Το κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσιν έχει μπει καλά κάτω από το πετσί μας, στις εκφράσεις μας, στη νοοτροπία μας. Αναρωτιέμαι αν θα έλεγε ή θεωρούσε ποτέ κανείς καλό, σε μια οποιαδήποτε κοινωνία από αυτές που γνωρίζουμε, έναν Rimbaud, Nietzsche, Debord, Duchamp, Εμπειρίκο, Caravaggio. Παραβλέποντας φυσικά πόσο γελοίο ακούγεται αυτό το «καλός» στην περίπτωσή τους -και συνεπώς πόσο γελοία μπορεί να είναι μια κοινωνία, που η αντίληψή της είναι δέσμια αυτής της ηθικότητας. Ωστόσο, την καταλαβαίνω αν πει πως δεν φταίει. Προστατεύει τον εαυτό της από την αλλοίωση, το γίγνεσθαι.
Η τέχνη εναντίον της κοινωνίας.
ή
κολάΖ
- Αν κάναμε μία ταινία τέχνης που αφορούσε αυτή τη γενιά, τη γενιά μας, δε θα 'ταν παρά μια ταινία πάνω στην απουσία των έργων της. Το έργο τέχνης είναι ον. Το ον αυτό δεν είναι αντικείμενο, είναι ένας κόσμος. Ο κόσμος του έργου τέχνης δεν είναι εξωτερικό σύστημα αναφοράς στο οποίο παραπέμπει το έργο. Ο κόσμος του έργου τέχνης είναι το ίδιο το έργο. Ο καλλιτέχνης είναι η προέλευση του έργου, το έργο είναι η προέλευση του καλλιτέχνη. Κανένας δεν είναι χωρίς τον άλλον. Μια ορμή για ενότητα, μια επέκταση πέρα από το πρόσωπο, την καθημερινότητα, την κοινωνία, την πραγματικότητα, πάνω από την άβυσσο του παρέρχεσθαι. Ένα παθιασμένο οδυνηρό ξεχείλισμα σε πιο σκοτεινές, πιο πλήρεις, πιο ρευστές καταστάσεις. Μια εκστατική κατάφαση προς το συνολικό χαρακτήρα της ζωής ως αυτό το οποίο παραμένει το ίδιο, εξίσου δυνατό, εξίσου μακάριο παρόλη την αλλαγή. Το μεγάλο πανθεϊστικό μοίρασμα της χαράς και της λύπης που καθαγιάζει και ονομάζει καλές ακόμα και τις πιο φοβερές και αμφίβολες ιδιότητες της ζωής. Η αιώνια θέληση για τεκνοποιία, για γονιμότητα, για επιστροφή. Το συναίσθημα της αναγκαίας ενότητας της δημιουργίας και της καταστροφής. Τα παπούτσια του Van Gogh, γεύμα στη χλόη, το ξυρισμένο κεφάλι του Duchamp σημαία. Το βραδινό αστέρι γκρεμιζόταν κι αυτό, αφήνοντας μια πορώδη καμπύλη. Η νέα ομορφιά θα είναι η δημιουργία καταστάσεων. Μπορείς πάντα να κάνεις ένα έργο όπως τραγουδάς ένα τραγούδι, με έκφραση ή χωρίς έκφραση. Άραγε μπορείς να αφήσεις έξω το έργο και να κρατήσεις την έκφραση; Πάντοτε είμασταν κάθετοι σε τούτο: η ατμόσφαιρα που δεν μπορεί να αποσπαστεί από το πράγμα -μα τότε δεν είναι ατμόσφαιρα. Γνωρίσαμε πολιτείες πολλές, μάθαμε πολλών ανθρώπων τις βουλές, και ζήσαμε καταμεσίς στο πέλαγος πάθη πολλά που μας σημάδεψαν. Έπεφτε η νύχτα μέσα από βράχια που την κλωτσούσαν πέρα δώθε με μανία. Ακούστηκαν και πολλές βλαστήμιες. Ώ αυτή η καταδίκη της αγρύπνιας, η μαρτυρία της βαναυσότητας, το σύριγμα του ανέμου που τρελαίνει, ο ύπνος των θεών. Χτυπούσε στα στήθη μας πόνος. Έξω έβρεχε, κι όπως όλα δείχνανε θα συνεχιζότανε ωσότου ο κόσμος πέθαινε στη γλάστρα του από αμέλια ή φροντίδα περισσή. Έπεφτε η νύχτα και τα βράχια την κλωτσούσαν κερδίζοντας τον χρόνο τους που λιγόστευε, κερδίζοντας από το μηδέν τη γραφική παράσταση μιας άρνησης, σπάζοντας την ελεύθερη πτώση, δημιουργώντας μια αιτία από τον πεισματικό τους λόγο, κλέβοντας μεδούλι απ' αυτό που δεν γνωρίζει έλεος. Η κούραση υποχωρούσε στο αδυσώπητο του νόμου της βαρύτητας. Στεκόμασταν εκεί κι ακούαμε τα συντελεσμένα. Πονούσαμε περισσότερο. Κι όμως παραμέναμε βουβοί. Η νύχτα έπεσε. Τα βράχια κοίταζαν με κομμένη ανάσα τα βάραθρα. Η παραγόμενη ηχώ της κάλυπτε κάθε βλαστήμια πέρα απ' το όριο του χρόνου. Εμείς εγκλωβισμένοι στη γεωμετρία. Η σαφήνεια των αντικειμένων είναι η απόκρυψη του βάθους από το φως. Το φως ως στέρηση. Δε θα θέλαμε να υποτιμήσουμε τις αξιαγάπητες αρετές. Αλλά το μεγαλείο της ψυχής δεν είναι συμβατό μ' αυτές. Ακόμη και στις τέχνες το μεγάλο στιλ αποκλείει το ευχάριστο. Μας δίδασκαν ανοησίες. Τώρα είμαστε ικανοί για κάθε είδους βλαστήμιες. Κοιτάξαμε μέσα μας. Μετά τις πρώτες αγριότητες βαδίσαμε τα δάση μας. Γίναμε και πάλι παιδιά. Γούστο σημαίνει εκλεπτυσμένη αίσθηση. Αλλά η αίσθηση δεν κάνει τίποτε, απλώς δέχεται. Το γούστο ρυθμίζει. Η γέννηση δεν είναι δική του υπόθεση. Το γούστο κάνει τα πράγματα αποδεκτά: σφίγγει ή λασκάρει βίδες -δεν κατασκευάζει ορολογιακούς μηχανισμούς. Ακόμα και το λεπτότερο γούστο δεν έχει καμία σχέση με τη δημιουργία. Ο μεγάλος δημιουργός δεν χρειάζεται να έχει γούστο. Το παιδί έρχεται στον κόσμο τέλεια διαμορφωμένο. Η έννοια δημιουργώ είναι σήμερα εντελώς μη ορίσιμη, μη πραγματοποιήσιμη, απλώς μια λέξη, μία υποτυπώδης επιβίωση από τις εποχές της δυσειδαιμονίας. Δεν μπορεί κανείς να εξηγήσει τίποτε με μία απλή λέξη. Αν κάναμε μία ταινία τέχνης που αφορούσε αυτή τη γενιά, τη γενιά μας, δε θα 'ταν παρά μια ταινία πάνω στην απουσία των έργων της. Τώρα μόνο το Σώμα, το Σώμα ως εννιαίο, υπέροχο, μαγικό. Ο Καρτέσιος αποκεφαλισμένος στο μεγάλο μεσημέρι μας.
- debordheideggernietzscheγεωργίουwittgensteinόμηροςγεωργίουγεωργίουnietzscheγεωργίουwittgensteinwittgensteinnietzschedebordγεωργίου
Ειπες όσα σκεφτόμουνα όσα με βασάνιζαν τα 4 τελευταια χρόνια που είμαι σε αυτήν την σχολή.Τα 2 πρώτα χρόνια καθώς είχα αποθέματα ενέργειας και υπομονής ερχόμουν αντιμέτωπος με πολλούς από αυτούς τους "τσιφλικάδες" της ανώτατης εκπαίδευσης βάζοντας σε δοκιμασία το ευαίσθητο στομάχι μου που κινδύνευε να εκραγεί κάθε γαμημένη μέρα.Σήμερα βρίσκομαι σε μια ηθελημένη εξορία, ως πότε άγνωστο.
ΑπάντησηΔιαγραφήΟρκωμοσίες,πτυχίακές παπαριές ..θα είμαι και εγώ εκεί σε αυτές τις παραστάσεις (μη) δηλώνοντας την άρνησή μου σιωπηρά.Και αυτό μου σπάει τα αρχίδια , η εκ προοιμίου ήττα μου.
Τελείωσαν οι πτυχιακές. Ήμουν πτυχιούχος μα ωστόσο χρωστούσα ένα παιδαγωγικό μάθημα, το οποίο λόγω των καταλήψεων μετατέθηκε μετά τις πτυχιακές. Έπρεπε να το περάσω για να ορκιστώ κι ας ήμουν πτυχιούχος. Άνοιξα μια μέρα πριν το βιβλίο που ήταν της ίδιας της καθηγήτριας φυσικά -μιλάμε για χοντρές κονόμες- και το βρήκα τόσο ανόητο που το έκλεισα. Την επομένη στις εξετάσεις του μαθήματος αυτού είμασταν πέντε ή έξι άτομα, πτυχιούχοι όλοι. Η εξέταση θα γινόταν προφορικά. Ξεκίνησε από μένα μιας και καθόμουν στη μία άκρη, την άκρη που βρισκόταν πιο κοντά στην καθηγήτρια. Είχε σφιγμένα χείλη γεμάτα κακία και εξουσία και αναρωτιόμουν αν ήταν δυνατό πίσω από αυτή τη μάσκα να υπήρχε έστω και η ελάχιστη αγάπη για τα παιδιά. «Είσαι διορισμένος και διδάσκεις στην τετάρτη δημοτικού. Πες μου το πρόγραμμα διδασκαλίας σου». Μου ξέφυγε ένα «πως;», τι μαλακία ήταν τούτη που μου ξεστόμισε! ένιωσε όλο το κορμί μου. Μου επανέλαβε την «ερώτηση» με την ίδια απάθεια και το ίδιο πείσμα. Της είπα ότι δεν καταλαβαίνω τι μου λέει, δεν καταλαβαίνω την ερώτηση και τι θα έπρεπε να απαντήσω σε αυτήν. Μου έιπε πως αν διάβαζα (το βιβλίο της) θα ήξερα να απαντήσω. Απίστευτα γελοίο, ήθελε να ακούσει τις δικές της αντιλήψεις, τις δικές της παπαριές -η ανοησία που αποκτάει αξία όταν ο εξεταζόμενος την προσφέρει ως απάντηση στην ερώτηση του ιεροεξεταστή. Η διδασκαλία, της είπα, είναι σύμφυτη με την εμπειρία. Πως δε θα μπορούσα ποτέ να έχω a priori ένα πρόγραμμα διδασκαλίας αν δεν βρισκόμουν εκεί, στην αίθουσα, με τα παιδιά, στη συγκεκριμένη τοποθεσία, με ζωντανούς οργανισμούς που αλληλεπιδρούν με κάθε ανάσα με το περιβάλλον. Μου είπε πως δεν διάβασα. Της είπε δεν έχει σημασία, δεν χρειάζεται. Μου έιπε πως θα με κόψει. Κοντοστάθηκα. Προσπάθησα να επαναπρογραμματιστώ στη γενική ηλιθιότητα της καλών τεχνών και νιώθοντας ντροπή της είπα, τα παιδιά έχουν κάνει τίποτα; έχουν κάνει καλλιτεχνικά σε άλλη τάξη; έχουν κάποιο βαθμό εξοικείωσης; Μου είπε εσύ θα μου πεις. Γέλασα, δεν άντεξα, και σκέφτηκα, οκ επιστημονική φαντασία, λες ό,τι θες. Έχουν κάνει της είπα. Τι έχουν κάνει; Έχουν κάνει κάτι χαρτοκοπτικές, κάτι ζυμάρια. Ενοχλήθηκε όταν είπα ζυμάρια -εννοούσα τις πλαστελίνες. Με παρατάει με λεπτή περιφρόνηση για τη διπλανή. Τους εξετάζει όλους με τη σειρά. Οι άλλοι λένε μαλακίες στην προσπάθειά τους να πετάξουν καμια θεωρία που το βιβλίο παρουσιάζει υπό τον μανδύα της επιστήμης, σπασμένα λόγια, δεν ακούω καν με προσοχή. Με το ζόρι συγκρατούμαι. Όταν τελειώνει η γύρα, μας λέει, δεν μπορώ να σας περάσω. Τι; σάλταραν όλοι. Δεν μπορώ να σας περάσω. Εκεί δεν άντεξα. Σοβαρά μιλάτε; της είπα, στον πληθυντικό (τόσο γελοίο έτσι; κι όμως της μιλούσα στον πληθυντικό). Ναι. Άντε βάλτε εκεί ένα βαθμό, μια βάση ίσα ίσα να τελειώνουμε να φεύγουμε, θα μας κόψετε σε αυτό το γελοίο μάθημα; Ναι. Κοιτάξτε, δεν με ενδιαφέρει το μάθημά σας, ούτε τα σχολεία μ' ενδιαφέρουν, τα σιχαίνομαι. Δε θα γίνω ποτέ δημόσιος υπάλληλος. Αφήστε που όταν βλέπω παιδιά μου έρχεται να τα αρχίσω στη σφαλιάρα (χονδροειδείς υπερβολές αλλά ήμουν νευριασμένος, και δεν μπορούσα να πω ποιον ήθελα να αρχίσω στη σφαλιάρα πραγματικά). Και που το ξέρω, μου λέει, ότι δε θα σε περάσω έτσι και μετά θα πας να γίνεις καθηγητής; -το είπε, αλήθεια! Έτσι ακριβώς. Λες και ήθελα να την κοροϊδέψω και να πάω στα ύπουλα να διοριστώ, τόση η ηλιθιότητα και κουτοπονηριά της. Σας είπα, δε θα γίνω. Θα πάω να κάνω μεταπτυχιακό στο εξωτερικό, θα φύγω, είπα μπούρδες προσπαθώντας να την πείσω και να κοντρολάρω ταυτοχρόνως τον θυμό μου που γέμιζε το κορμί μου. Άνετα θα της έριχνα γροθιά.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜόνο και μόνο για τον φασισμό της, την ηδονή που ένιωθε ότι είχε πέντε έξι μαλάκες εκεί, που κρέμονταν από αυτήν, κάνοντας το μάθημά της σπουδαίο -μια αξία που όπως όλες οι αξίες ανδρώνεται πάνω στα κορμιά που τσακίζει. Μεταπτυχιακό θα κάνεις; που; Απάλευτη η γριά μάγισσα. Θα κάνω μεταπτυχιακό, κι εξάλλου αν θελήσω ποτέ να διοριστώ θα πρέπει να δώσω εξετάσεις, που σημαίνει πως θα πρέπει να τα διαβάσω και μάθω τότε, έριξα από το μανίκι μου την τελευταία λογική κάρτα που με κρατούσε στο παιχνίδι να μην τινάξω το τραπέζι. Δεν γίνεται να βάλω βαθμό. Θα έπρεπε να είχες διαβάσει το βιβλίο, θα έπρεπε να είχατε διαβάσει. Πέστε μου κάτι, της λέω, και το πρόσωπό μου με βεβαιότητα ήταν αλλοιωμένο, αυτή η σχολή τι βγάζει, καλλιτέχνες ή δημοσίους υπαλλήλους; Πρέπει να καταλάβετε ότι δεν με ενδιαφέρει το μάθημά σας και η διδασκαλία. Τι βγάζει αυτή η κωλοσχολή; Δεν μου απάντησε. Είχε το πάνω χέρι έτσι κι αλλιώς. Αυτή η σχολή είναι μόνο για βόμβα, το είπα και αυτό, ναι. Μας έκοψε όλους τελικά. Οι άλλοι οι κρετίνοι συμφοιτητές μου κλαψουρίζαν, και μετά έξω από το γραφείο της γριάς μάγισσας ένας μου είπε ότι εγώ έφταιγα που μας έκοψε όλους, με τη συμπεριφορά μου. Τον έβρισα. Έγινε θέμα, πήραν τηλέφωνο τον πρόεδρο της σχολής, μου τον δώσανε στο τηλέφωνο. Του έιπα ότι είναι γελοία αυτά τα πράγματα. Μου είπε ότι αν δεν γουστάρω να μην πάρω ποτέ πτυχίο, σε υψηλούς τόνους. Ένιωσα κάτι να φεύγει από μέσα μου και να αδειάζει. Είχα την ευκαιρία να ικανοποιηθώ απεριόριστα, να του πω ένα άντε γαμήσου κι εσύ ρε, ηλίθιε. Δεν είπα τίποτα. Έκλεισα το τηλέφωνο στη μάπα του. Τελικά ορίστηκε ημερομηνία επανεξέτασης μετά από δυο περίπου βδομάδες. Ήταν σαφές ότι αν ήθελα το κωλοπτυχίο θα έπρεπε να διαβάσω τις αηδίες της και να τις πω να τις ακούσει. Ομολογώ ότι ποτέ μου δεν ένιωσα τόσο ξεφτιλισμένος. Έφτασα ως εδώ, έφαγα στη μάπα τόσα και τόσα, έκανα την πτυχιακή μου και το κατευχαριστήθηκα, τι σκατά, μόνο αυτός ο κέρβερος έμεινε με τα γαμψά βαμμένα νύχια. Διάβασα το βιβλίο. Και πήγα στην επανεξέταση. Μας εξέταζε έναν έναν αυτή τη φορά. Εξετάστηκα τρίτος. Οι άλλοι δυο βγήκαν σε πέντε με δέκα λεπτά χαρούμενοι, είχαν περάσει. Αυτός που μου είχε πει πως εγώ έφταιγα που μας έκοψε όλους γιατί την τσάτισα, αντί να κρατούσα το στόμα μου κλειστό, κρατούσε το βιβλίο της ανοιχτό και φαινοταν οι υπογραμμίσεις των πιο σοφών προτάσεων με χρωματιστούς μαρκαδόρους, έτσι να το βλέπει και η ίδια, να φαίνεται ο κόπος. Ήρθε η σειρά μου, μπήκα μέσα. Με ρωτάει διάβασες; με ένα ήπιο χαμόγελο κακίας. Της λέω, ναι, αλλά δεν πιστεύω τίποτα από όσα γράφετε εδώ μέσα, τα θεωρώ απαράδεκτα, ωστόσο θέλετε να τα ακούσετε; ήταν η ελάχιστη αξιοπρέπεια που προσπάθησα να διασώσω, περισσότερο για μένα, για το εγώ μου. Μου λέει, ναι. Με εξέτασε για πάνω από μισή ώρα, είπα πολλές μαλακίες, πάρα πολλές, και όταν αποφάσισε πως φτάνει, τελείωσε το μαρτύριο. Πέρασα το μάθημα και πήγαινα προς ολοταχώς στην ορκομωσία. Ωστόσο όταν βγήκα από την αίθουσα δεν ήμουν καθόλου χαρούμενος. Μια κοπέλα με κοίταξε και φοβισμένη με ρώτησε γιατί με κράτησε τόση ώρα μέσα. Κούνησα το χέρι μου, ισως και να μουρμούρισα «μαλακισμένη» για την καθηγήτρια. Κατέβηκα με τις σκάλες τον πύργο (το κυκλικό κτήριο του παιδαγωγικού) και βγήκα έξω. Ήταν ακόμα καλοκαίρι και ένιωθα ότι μπήκα εκεί μέσα, κατέβασα τα βρακιά μου και βιάστηκα. Ο ήλιος ήταν σκατά.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαι φαντάσου ότι είχα σταματήσει τη σχολή για 4 χρόνια, ότι είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου πως δε θα έπαιρνα ποτέ το πτυχίο από την κωλοσχολή. Ωστόσο όταν ένα μήνα πριν τις πτυχιακές αποφάσισα να κατεβώ, χωρίς καν να έχω έργα, δεν ήταν για το πτυχίο, αλλά για την προσωπική μου ικανοποίηση, να αντιμετωπίσω τους καθηγητές ζωγραφικής, τους εξεταστές, αυτούς που τους είχα σιχαθεί τα τέσσερα χρόνια που ήμουν φοιτητής εκεί, να τους σπάσω τα κόκκαλα. Και τους τα έσπασα. Πήρα το πτυχίο τόσο αποφασιστικά και σχεδόν χωρίς οπτικό αντικείμενο. Δεν κατάλαβαν τίποτα φυσικά, εκτός από έναν καινούργιο τότε καθηγητή τον κ. Κατζουράκη (φυσικά εξαιρείται η κ. Μακρή που πίστεψε και στήριξε τη δουλειά μου ως καθηγήτριά μου τα δύο τελευταία έτη) ο οποίος αναφώνησε ενθουσιασμένος πως θα μου έβαζε 10 (άριστα) -οπότε και οι υπόλοιποι, μιας και υπήρχε κάποιος που κατάλαβε, θα έπρεπε να βάλουν επίσης καλό βαθμό για να μη φανούν μπούφοι, οι μπούφοι, Έτσι σκέφτονταν γι' αυτό και έβαλαν όλοι άριστα με εξαίρεση τον Χ που δεν είδε τίποτα, ούτε μια ματιά έριξε, κι όμως μου έβαλε 6. Αν μετανιώνω για κάτι είναι που δεν τον άρπαξα από τον γιακά να του πω να τσακιστεί να κάνει τη δουλειά του θέλει-δε θέλει, σαν υπαλληλάκος που επέλεξε να είναι και μάλιστα με τα δικά μας, των φορολογουμενων, λεφτά. Ή πιο πολιτισμένα, με μια καταγγελία -αλλά αυτά τα είχαμε περάσει παλιότερα και τίποτα δε γινόταν με τις καταγγελίες, όλα τα πνίγανε οι ανώτερες πανεπιστημιακές αρχές. Τέλος πάντων, αυτά με την πτυχιακή, η «εξέταση» έλαβε τέλος και μάλιστα πανηγυρικά. Βέβαια στο τέλος μου τη φόρεσε η σκύλα η ειδική στην διαπαιδαγώγηση των παιδιών. Ασφαλώς θα μπορούσα να αρνηθώ πεισματικά να πω μαλακίες και να πληρώσω το τίμημα. Δεν το έκανα. Το «τελείωσα, αυτό ήταν. Άντε γεια» προς το τέλος του κειμένου της ανάρτησης είναι ψέμα. Το μόνο ψέμα που είπα εδώ μέσα. Γιατί μετά την πτυχιακή και πριν την ορκωμοσία παρεμβάλλεται η ιστορία που μόλις ξέρασα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΔεν έχω να σου πω τίποτα άλλο πέρα από την ιστορία μου. Δεν την χρησιμοποιώ ως παράδειγμα γενναίου, γελοίου, ιδιότροπου κτλ φοιτητή. Είναι η δική μου διαδρομή, και ίσως δεν αφορά κανέναν -δε θα έπρεπε να αφορά κανένα. Όμως ξεκινώντας εδώ να συνομιλήσω μαζί σου μου ήρθαν όλα αυτά ξανά στη μνήμη, και ακολούθησαν οι λέξεις, και τα δάχτυλά μου τις πληκτρολόγησαν στον υπολογιστή. Ακόμα και να το έχω μετανιώσει δεν υπάρχει επιστροφή, καταχώρισα ήδη πολλά.
Εγώ κουτσά στραβά τελείωσα, εσύ είσαι μέσα και πρέπει να τελειώσεις. Αλλά «πρέπει», φυσικά, δεν υπάρχουν. Καλή δύναμη «ανώνυμε» φίλε, ειλικρινά, γιατί σε νιώθω.
Η ζωή είναι εκτός των πανεπιστημίων, εκτός της κοινωνίας, εκεί που υπάρχει ακόμη λίγο οξυγόνο, εάν.
Φίλε μου αν δεν ήταν ο Χ. θαταν ο Ψ. ο Κατζουράκης και παέι λέγοντας.Το θέμα είναι ότι ο πανεπιστημιακός της Καλών Τεχνών - αναφέρομαι σε αυτήν γιατί σε αυτή βρίσκομαι και δεν θέλω να γενικολογώ- ήταν ένας αποτυχημένος καλλιτέχνης που είχε την τέχνη ως δικαιολογία για να τσιμπήσει μια θέση στο δημόσιο ή ένας κομπλεξικός που ποτέ δεν τα κατάφερε να γίνει έστω ένας αποτυχημένος καλλιτέχνης και παίρνει το αίμα του πίσω γεμίζοντας -με περισσό στόμφο και χυδαία αυτοπεποίθηση- θεωρητικές μαλακιούλες τα μυαλά των επίδοξων καλλιτεχνών.Ξέχασα και τους εν αποστρατία καλλιτέχνες-αυτούς που θέλουν 5-6 χρονάκια για να βγούν στην σύνταξη- που βλέπουν μια θέση στην Καλών(?) τεχνών σαν ευκαιρία για αρπαχτή όπως ο μεγαλοσκυλάς σε μπουζουξίδικα της επαρχίας.Αντε να πούμε πως υπάρχουν και εκείνες οι ελάχιστες εξαιρέσεις .Αυτή είναι η καλών τεχνών σήμερα, ένα ίδρυμα - όπως πολύ ωραία χαρακτήρισες.Ενα ίδρυμα που χρόνο με το χρόνο βουλιάζει κάτω από το βάρος των σαπιοκοιλιάδων των "φουσκωτών καλλιτεχνών".Οσον αφορά τους φοιτητές της , τέτοια κουρασμένα συμβατικά και φοβισμένα μυαλά δεν έχω ξανάδει σε νεαρά (και μή, μην ξεχνάμε οτι μεγάλο ποσοστό αυτών πατάει τα 50)κεφάλια! Μπήκα εδώ μέσα με την λαχτάρα να γνωρίσω ανθρώπους που με προκαλούν διανοητικά και βρέθηκα μέσα στην άγνοια και την υστερία ! Τώρα πια ξέρω δεν θα αναλωθώ μέσα σε αυτήν τον οχλαγωγία και την ακατάσχετη φλυαρία. Ισως αν όλοι εμείς που απείχαμε από αυτό το ανθυγιεινό περιβάλλον καταφέρναμε να συναντηθούμε και να δράσουμε , ίσως καταφέρναμε κάτι - αν και είμαι απαισιόδοξος προς αυτό άσε που μου έφυγε πλεόν η διάθεση. Οπότε λέω και εγώ - Δεν πάει να γίνει στάχτη και μπούρμπερη?
ΑπάντησηΔιαγραφήΔεν μπορώ να καταλάβω -με αφορμή την ιστορία σου για το παιδαγωγικό μάθημα (πολύ σε παραδέχομαι για την στάση σου!) - για ποιόν λόγο επιβάλλεται σε όλους τους φοιτητές αυτό το μάθημα-αν κατάλαβα καλά.Θεωρούν δεδομένη την δημοσιουπαλληλική μας σταδιοδρομία?Θα μου πεις συμβαίνουν εκεί μέσα παράλογα και παράλογα..να ήταν μόνο αυτό! Δύναμη την χρειάζομαι και μια σχετική απάθεια που δυστυχώς ή ευτυχώς δεν διαθέτω.
Στην υγειά των ανήσυχων μυαλών λοιπόν ,σε όσους διψούν για οξυγόνο!
Ναι μου έκανε απίστευτη εντύπωση όταν ξαναπήγα στη σχολη μετά από 4 χρόνια απουσίας το πόσο πιο χεσμένοι ήταν οι φοιτητές. Εκτός κι αν εγώ τα έβλεπα με λιγότερες προκαταλήψεις τα πράγματα, που κι αυτό είναι γεγονός. Ωστόσο έχω την υποψία ότι η σαπίλα είναι κάτι σαν πρόοδος εκεί μέσα και φαντάζομαι και σε κάθε άλλο πανεπιστημιακό ίδρυμα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαι απορώ όταν ακούω όλες αυτές τις μαλακίες περί παιδείας. Είναι εντελώς αστείο να μιλάνε για παιδεία. Η συνήθεια για πολιτισμό είναι μια κακιά συνήθεια. Αρκεί να δει κανείς τα αποτελέσματα. Και τον πληρώνουμε τόσο ακριβά που δεν μπορούμε πια να ζήσουμε. Πολλοί δε, σφαγιάστηκαν στα θεμέλιά του για να θεριέψει και να λέμε εμείς τώρα ότι απολαμβάνουμε πολιτισμό. Πολιτισμός ή ζωή, και για κάποιο ανεξήγητο λόγο επιλέγουμε πάντα τον πολιτισμό. Τι να τις κάνεις όλες αυτές τις ηλίθιες κατασκευές, τις ιδέες, όταν είσαι ανίκανος για απλότητα και ζωή, όταν δεν μπορείς καν να απολαύσεις αυτό που σου έχει ήδη δοθεί τόσο απλόχερα. Και κάθεσαι και συζητάς αν πρέπει να κάνεις το τετράγωνο αυτό πάρκινκ ή παιδική χαρά. Το πως θα καλυτερεύσεις τη ζωή σου όταν έχεις διαχωρίσει τη ζωή από τη σκέψη σου, έχεις κάνει μια κόλαση για σένα και ψάχνεις να βρεις τη λύση του πως να γίνεις πιο ελεύθερος κτλ. Είσαι ελεύθερος. Ο πολιτισμός είναι κατασκευή. Προσωπικά δεν θέλω πολιτισμό, δε θέλω να μου παρέχουν τίποτα και συνεπώς να μην πληρώνω, το μόνο που ζητώ είναι να με αφήσουν ήσυχο. Όχι. Ποτέ δε θα αφήσουν κανένα. Χαζοί είναι; Πολιτισμός με το ζόρι. Κι εκεί φαίνεται ξεκάθαρα πόσο ανόητη και ύποπτη κατασκευή είναι.
Όσο για το αν θεωρούν δεδομένη την δημοσιοϋπαλληλική μας σταδιοδρομία μάλλον είναι κάτι που εμείς το έχουμε θεωρήσει δεδομένο για εμάς. Και όχι μόνο αυτό, αποτελεί πλέον το όνειρο του νεοέλληνα. Ξέρει ότι τα έκανε σκατά και θέλει να καλύψει τον κώλο του, να τον βολέψει. Αλλιώς αυτή η κυρία θα είχε πάρει πόδι από τη σχολή (όπως και όλοι οι άλλοι) και θα έβρισκε καμιά πιο έντιμη δουλειά χωρίς να κοροϊδεύει τόσο κόσμο και κυρίως χωρίς τη ζημιά που κάνει στα παιδιά με τις ανόητες ιδέες της -άκου εκεί καθηγήτρια πανεπιστημίου! Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι έχουμε τα πανεπιστήμια που μας αξίζουν, τον νομάρχη που μας αξίζει, τον κράτος κτλ. Δεν γίναν εκ θεού. Αν δούμε την πραγματικότητα, το ότι έχουμε χρεωκοπήσει σαν χώρα (είναι βέβαιο αυτό -τέλος η «εθνική κυριαρχία», τώρα αποφασίζει το διεθνές νομισματικό ταμείο για μας) τι θα έλεγε αυτό σε μας για εμάς; το πόσο σπουδαίοι είναι οι αρχαίοι πρόγονοι όπως φαντασιωνόμαστε λες και μιλάμε για τους παππούδες μας -που πάλι γελοίο θα ήταν-; το πως φωτίσαμε την ανθρωπότητα με τον πολιτισμό μας; ή το πόσο μηδαμινοί, ασήμαντοι, φτωχοί ως υπάρξεις, είμαστε; γιατί στο πανηγύρι της ασυδοσίας και της ρεμούλας όλοι συντρέξαμε, από τους γονείς μας μέχρι τις ιδέες και όνειρά μας, μέχρι την μέχρι τώρα πορεία μας στη ζωή. Ντρέπομαι που λέγομαι έλληνας. Αυτά γι' αυτούς που βλέπουν φυσικά, γιατί η τυφλότητα είναι μια πανάρχαια πάθηση της ψυχής.