Δυο κόσμοι που ποτέ δε θα συμφιλιωθούν παρά μόνο στον θάνατο. Είναι ο μόνος τελικά που μας κάνει ίσους, που κάνει μηδέν μαζί με το εγώ και το ίδιο το σώμα. Ο ένας κόσμος είναι αυτος στον οποίο ζούμε ως άρχοντες και σκλάβοι. Ο άλλος είναι εκείνος ο κόσμος που δε θέλουμε ποτέ να μάθουμε, ακόμα κι όταν ρωτάμε -δεν μαθαίνεις κάνοντας ερωτήσεις, δεν ρωτάς επειδή σε ενδιαφέρει, είναι άτιμο παιχνίδι του οποίου οι προθέσεις πάντα ξεγυμνώνονται στο τέλος, σαν οι πράξεις σμικρύνουν στο ελάχιστο την κάθε λέξη, την κάθε ιδέα. Δεν θέλουμε να μάθουμε, γιατί ως άρχοντες το μόνο που συνηθίσαμε να ακούμε είναι οι κολακίες των άλλων, γιατί ως σκλάβοι δε θα γινόταν παρά να αυτοκτονούσαμε.
Ήμουν στην Αφρική φωτογράφος. Στην καρδιά του κόσμου που θέλουμε να αγνοούμε. Απεικόνιζα την κατάντια, το αποτρόπαιο, τη φρίκη. Ο κόσμος των αρχόντων και σκλάβων με αντάμειψε με χρήμα πολύ και δόξα και pulitzer. Ερχόμουν από την κόλαση του Αφρικανικού, σχεδόν άχρονου, εικοσιτετραώρου στους αγχωμένους καναπέδες του πολιτισμού μας, την κόλαση που ο δικός μου κόσμος έφτειαξε, που τόσο θέλησε, και τρώγαμε σε πολυτελή εστιατόρια εκείνες τις κουτσουλιές σαν χαίρεσαι να πληρώνεις αδρά και να λαμβάνεις μια ανόητη αξία ενός ξεχωριστού ηλίθιου, σπουδαίου. Είναι που γίνεσαι κι εσύ ένας μικρός άρχοντας, με τόσους υπηρέτες να σε φροντίζουν και άλλους τόσους κόλακες να σε επευφημούν για κάτι που είναι ανάξιο εντελώς, ωστόσο άψογα κατασκευασμένο. Δεν λέω ότι δεν μου άρεσε. Η λαγνεία της φήμης πρόσταζε τον νου να διαφύγει από την οδύνη των όσων έχω δει, έτσι απλά, με ένα σήκωμα του ποτηριού, με μια πρόποση. Τρώγαμε, και τους έβλεπα, μέσω κουτσομπολιού -εκείνος εκεί είναι ο τάδε ηθοποιός;- και καταστρώσεως σχεδίου τού πως θα εφεύρουμε νόημα και αξία να πουλήσουμε αέρα και να λάβουμε χρήμα, να ρίχνουνε και καμιά ματιά στο παιδί που εκλιπαρεί για μια μπουκιά φαγητό, λίγο νερό, που δεν υπάρχει τίποτα πέρα από την παράταση του τέλους. Ίσως να κοιτούσαν πότε πότε το κοριτσάκι που προσπαθεί να συρθεί ως τη μονάδα τροφοδοσίας και περίθαλψης του ΟΗΕ, που ωστόσο αδυνατεί, δεν έχει καμία δύναμη να αντιταχθεί στον θάνατο που πλησιάζει με σκιές, την ώρα που το όρνεο γνωρίζει πως ήρθε η άτεγκτη ώρα και περιμένει ξεδιάντροπα. Θα τα κονομίσεις χοντρά μεγάλε μ' αυτήν τη φωτογραφία. Εγώ έβγαλα αυτήν τη φωτογραφία. Τώρα βλέπω μέσα από τη φωτογραφία και υποφέρω για την απώλεια μιας πραγματικότητας που όλοι αυτοί, με τις γραβάτες και τις έξυπνες ιδέες, κατατροπώνουν πίσω από τα προβαρισμένα τους χαμόγελα. Κοιτούσαμε τη στιγμή του θανάτου ενός μικρού παιδιού, ενός μικρού κοριτσιού, θα λέγαμε δυο τρεις κουβέντες πόσο άδικο είναι να γεννιέσαι εκεί που ο μόνος στόχος είναι να βγάλεις ακόμα μια νύχτα, θα τσουγκρίζαμε τα ποτήρια μας και θα συζητούσαμε για δουλειές.
Όλοι τους ήξεραν πως θα μπορούσα να βοηθήσω το μικρό ετοιμοθάνατο κορίτσι, πως το κυρτωμένο στον εαυτό του πλάσμα θα μπορούσε να είχε βγάλει εκείνη τη νύχτα, πως θα μπορούσε να πεθάνει την επομένη έστω, αντικρίζοντας λίγη αγάπη. Δεν τη βοήθησα, στάθηκα εκεί και απαθανάτισα τη μάχη με τον θάνατο, εκεί που μέσα στο λιοπύρι το ισχνό πλάσμα πέθανε από εσωτερική παγωνιά, από ολοκληρωτική ερήμωση. Εγώ, ο φωτογράφος, έγινα ακόμα πιο διάσημος, μα τι ωραία φωτογραφία! Το καημένο το κοριτσάκι, έλα γειά μας. Ωστόσο πριν κοιμηθώ η φωτογραφία εκείνη άνοιγε πάνω από το κρεβάτι μου μιαν αλήθεια, άνοιγε έναν αφρικανικό ουρανό, κραυγές δίχως λαρύγγια δίχως χειρονομία, μια τρέλα που με στοίχειωνε. Σαν άλλο όρνεο παρατηρούσα τις τελευταίες στιγμές μιας ύπαρξης να κρατηθεί λίγο ακόμα στη ζωή, στιγμές αντανακλαστικές, που αν είχαν έστω την παραμικρή δύναμη θα την έπαυαν μια στιγμή νωρίτερα. Ναι, όρνεο, βλέποντας τη φρίκη μιας πραγματικότητας μέσα από το φακό της φωτογραφικής μηχανής, του τεχνολογικού φίλτρου που εξαγόρασε την "τέχνη" και έκανε την ευτραφή δύση ένα όμορφο πεπρωμένο, σαν τις οικογενειακές φωτογραφίες που αποκρύπτουν κάθε βιαιότητα, κάθε απανθρωπιά που ξεδιπλώνεται μέσα στη ροή και σκιά της καθημερινότητας. Μου άρεσε η δόξα και το χρήμα -ίδιον του δυτικού πνεύματος και πολιτισμού- όμως άφησα ένα παιδί να πεθάνει, όμως ζω μια ζωή με προοπτική, όμως νιώθω ότι είμαι υπεύθυνος -και ακόμα περισσότερο με τον τρόπο της ζωής μου που ευθύνεται για εκατομμύρια θανάτους. Φορές δικαιολογούμαι με τις αρρώστιες που πιθανόν το μικρό κορίτσι να έφερε, αρρώστιες που δεν κάνει να έρθεις σε επαφή αν είσαι ο αποστειρωμένος χέστης της δύσης που με το πρώτο συνάχι του χειμώνα σπεύδεις στον ειδικό να σε καθησυχάσει με μια λίστα φαρμάκων που αμέσως θα πας να αγοράσεις. Αν και ποτέ δεν υπήρξα χέστης. Αν και, δικαιολογούμαι, ο αδικαιολόγητος. Ναι, υπήρχε εντολή στους δημοσιογράφους να μην εμπλέκονται με τα ζόμπι. Όμως πως να χωνέψω που δεν έκανα τίποτα εκτός του να δώσω μια ευκαιρία στον εαυτό μου να πλουτίσει ή να γίνει σπουδαίος; Κι αν ήταν ένας δικός μου άνθρωπος μήπως δε θα έπεφτα με τα μούτρα να βοηθήσω ακόμα κι αν μας χώριζε ηλεκτροφόρο σύρμα; Ήταν οι αρρώστιες του μικρού κοριτσιού ή το ότι δεν είναι κάτι δικό μου, κάτι που να μου ανήκει με κάποιον τρόπο; Κάτι που να έχω εξουσία, εν τέλει, πάνω του; Αδιέξοδο αυτό που χτίσαμε. Τώρα το ξέρω -τώρα που δεν μπορώ να κοιμηθώ άλλο. Μπορεί να είμαι εγκληματίας μιας και η διαδρομή από τον σκλάβο στον άρχοντα περνάει μέσα από το έγκλημα, μέσα από την ατιμία, τον φόβο, τη δειλία, τα στραβά μάτια που προσπαθούν να βλέπουν όμορφα και ακριβά πράγματα, όμορφους και επιτυχημένους ανθρώπους. Μπορεί να είμαι και διάσημος. Μπορεί να είμαι όλα αυτά, όμως πλέον βλέπω ξεκάθαρα και δεν αντέχω άλλο τόση αλήθεια. Δε θα ρωτήσω για εκείνον τον κόσμο που κοίταξα μέσα από τον φωτογραφικό φακό, δεν έχει νόημα να ρωτήσω τίποτα, πλέον ξέρω και θα ήταν επιθυμητό να μην ξέρω τίποτα, δεν έχει πια σημασία καμιά. Είμαι γυμνός. Οι λέξεις και οι ιδέες δεν μετράνε πια. Να που στέκομαι εδώ, μέσα στο κόκκινο αυτοκίνητό μου, να το αέριο που εισβάλλει μέσα κάνοντάς με να σκεφτώ όλη μου τη ζωή. Βλέπω να 'μαι εκεί, να αφήνω τη φωτογραφική μηχανή στο χώμα και να σπεύδω να αγκαλιάσω το μικρό κορίτσι, σαν να ήταν η κόρη μου -την αγκαλιάζω και κλαίω, την σφίγγω για μια στιγμή, κι έπειτα μουδιάζω, μουδιάζω, μουδιάζω ολοένα... Κλείνω τα μάτια.
Ο Kevin Carter αυτοκτόνησε με μονοξείδιο του άνθρακα σε ηλικία 34 ετών προσαρμόζοντας ένα λάστιχο από την εξάτμιση στο εσωτερικό του αυτοκινήτου. Στο σημείωμα που άφησε, μεταξύ άλλων έλεγε: «I'm really, really sorry. The pain of life overrides the joy to the point that joy does not exist».
Kevin Carter -portrait
Η επιλογή του να αυτοκτονήσει, να εγκαταλείψει τούτον τον κόσμο, να αρνηθεί πέρα από το βάρος των πράξεων, των τύψεων, κάθε ίχνος εξουσίας και βολέματος, τον καθιστά τραγική φιγούρα μιας πραγματικότητας που ξεχνάμε εμείς πολύ εύκολα περπατώντας στους δρόμους με τα ατελείωτα σκουπιδοφαγάδικα, ανοίγοντας το ψυγείο μας, κάνοντας ζάπινγκ, πουλώντας μούρη στον σύντροφό μας, διαπαιδαγωγώντας τα παιδιά μας σύμφωνα με την ηλιθιότητά μας, σκοτώνοντας την πλήξη μας με συναντήσεις στα μπαρ της πόλης, με επαναλαμβανόμενους διαλόγους, φανατισμό και ιδεοληψίες, μα πάνω απ' όλα με την αποφυγή -που πλέον συνιστά αυτοσκοπό- από μέρους μας κάθε πράγματος που μπορεί να επιφέρει πόνο. Ο Kevin Carter γίνεται πόσο πιο αληθινός και ειλικρινής από όλους εμάς που συνεχίζουμε να βρίσκουμε δικαιολογίες, που συνεχίζουμε να εφευρίσκουμε ιδέες και λέξεις ώστε να βολέψουμε το τομάρι μας και να διαιωνίσουμε το υπάρχον ως κατ' εικόνα και καθ' ομοίωση του. Ποτέ δε θα καταφύγουμε στις πράξεις που μας κάνουν πιο αληθινούς και πιο ευαίσθητους. Η ευκολία (το δοσμένο, το "έτσι είναι εγώ θα τ' αλλάξω;", η μίμηση και η απομίμηση, η συνήθεια, το βόλεμα, η βαρβαρότητα) σφράγισε την εποχή μας. Ο φωτογράφος μας δεν ανακάλυψε ποτέ τις -και δεν βρήκε διέδοξο ποτέ στις- πράξεις που θα τον έκαναν ανθρωπινότερο, ακολούθησε τον άλλο δρόμο και γεύτηκε το όνειρο των πολλών, το αρχοντιλίκι. Για να ξανακέρδιζε τη χαμένη του ανθρωπιά θα έπρεπε να διαγράψει άλμα, ένα απότομο, ξαφνικό, και βίαιο άλμα. Μια στιγμή ηρωική ακριβώς γιατί εμπεριέχει όλη του την αλήθεια.
Πέθανε σαν σκλάβος.
Ελεύθερος πια.
γ. γεωργίου (Νύχτα του 2009)