Every work of art is an uncommitted crime


-Theodor Adorno-

daDa ποiησΗ dAda λογοtεΧνiα dadA pUnk dADa

Τελάλης:

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 24, 2009

Παραμονή χριστουγέννων θυμήθηκα τον Kevin Carter


Kevin Carter (Sudan, 1993)

Δυο κόσμοι που ποτέ δε θα συμφιλιωθούν παρά μόνο στον θάνατο. Είναι ο μόνος τελικά που μας κάνει ίσους, που κάνει μηδέν μαζί με το εγώ και το ίδιο το σώμα. Ο ένας κόσμος είναι αυτος στον οποίο ζούμε ως άρχοντες και σκλάβοι. Ο άλλος είναι εκείνος ο κόσμος που δε θέλουμε ποτέ να μάθουμε, ακόμα κι όταν ρωτάμε -δεν μαθαίνεις κάνοντας ερωτήσεις, δεν ρωτάς επειδή σε ενδιαφέρει, είναι άτιμο παιχνίδι του οποίου οι προθέσεις πάντα ξεγυμνώνονται στο τέλος, σαν οι πράξεις σμικρύνουν στο ελάχιστο την κάθε λέξη, την κάθε ιδέα. Δεν θέλουμε να μάθουμε, γιατί ως άρχοντες το μόνο που συνηθίσαμε να ακούμε είναι οι κολακίες των άλλων, γιατί ως σκλάβοι δε θα γινόταν παρά να αυτοκτονούσαμε.

Ήμουν στην Αφρική φωτογράφος. Στην καρδιά του κόσμου που θέλουμε να αγνοούμε. Απεικόνιζα την κατάντια, το αποτρόπαιο, τη φρίκη. Ο κόσμος των αρχόντων και σκλάβων με αντάμειψε με χρήμα πολύ και δόξα και pulitzer. Ερχόμουν από την κόλαση του Αφρικανικού, σχεδόν άχρονου, εικοσιτετραώρου στους αγχωμένους καναπέδες του πολιτισμού μας, την κόλαση που ο δικός μου κόσμος έφτειαξε, που τόσο θέλησε, και τρώγαμε σε πολυτελή εστιατόρια εκείνες τις κουτσουλιές σαν χαίρεσαι να πληρώνεις αδρά και να λαμβάνεις μια ανόητη αξία ενός ξεχωριστού ηλίθιου, σπουδαίου. Είναι που γίνεσαι κι εσύ ένας μικρός άρχοντας, με τόσους υπηρέτες να σε φροντίζουν και άλλους τόσους κόλακες να σε επευφημούν για κάτι που είναι ανάξιο εντελώς, ωστόσο άψογα κατασκευασμένο. Δεν λέω ότι δεν μου άρεσε. Η λαγνεία της φήμης πρόσταζε τον νου να διαφύγει από την οδύνη των όσων έχω δει, έτσι απλά, με ένα σήκωμα του ποτηριού, με μια πρόποση. Τρώγαμε, και τους έβλεπα, μέσω κουτσομπολιού -εκείνος εκεί είναι ο τάδε ηθοποιός;- και καταστρώσεως σχεδίου τού πως θα εφεύρουμε νόημα και αξία να πουλήσουμε αέρα και να λάβουμε χρήμα, να ρίχνουνε και καμιά ματιά στο παιδί που εκλιπαρεί για μια μπουκιά φαγητό, λίγο νερό, που δεν υπάρχει τίποτα πέρα από την παράταση του τέλους. Ίσως να κοιτούσαν πότε πότε το κοριτσάκι που προσπαθεί να συρθεί ως τη μονάδα τροφοδοσίας και περίθαλψης του ΟΗΕ, που ωστόσο αδυνατεί, δεν έχει καμία δύναμη να αντιταχθεί στον θάνατο που πλησιάζει με σκιές, την ώρα που το όρνεο γνωρίζει πως ήρθε η άτεγκτη ώρα και περιμένει ξεδιάντροπα. Θα τα κονομίσεις χοντρά μεγάλε μ' αυτήν τη φωτογραφία. Εγώ έβγαλα αυτήν τη φωτογραφία. Τώρα βλέπω μέσα από τη φωτογραφία και υποφέρω για την απώλεια μιας πραγματικότητας που όλοι αυτοί, με τις γραβάτες και τις έξυπνες ιδέες, κατατροπώνουν πίσω από τα προβαρισμένα τους χαμόγελα. Κοιτούσαμε τη στιγμή του θανάτου ενός μικρού παιδιού, ενός μικρού κοριτσιού, θα λέγαμε δυο τρεις κουβέντες πόσο άδικο είναι να γεννιέσαι εκεί που ο μόνος στόχος είναι να βγάλεις ακόμα μια νύχτα, θα τσουγκρίζαμε τα ποτήρια μας και θα συζητούσαμε για δουλειές.

Όλοι τους ήξεραν πως θα μπορούσα να βοηθήσω το μικρό ετοιμοθάνατο κορίτσι, πως το κυρτωμένο στον εαυτό του πλάσμα θα μπορούσε να είχε βγάλει εκείνη τη νύχτα, πως θα μπορούσε να πεθάνει την επομένη έστω, αντικρίζοντας λίγη αγάπη. Δεν τη βοήθησα, στάθηκα εκεί και απαθανάτισα τη μάχη με τον θάνατο, εκεί που μέσα στο λιοπύρι το ισχνό πλάσμα πέθανε από εσωτερική παγωνιά, από ολοκληρωτική ερήμωση. Εγώ, ο φωτογράφος, έγινα ακόμα πιο διάσημος, μα τι ωραία φωτογραφία! Το καημένο το κοριτσάκι, έλα γειά μας. Ωστόσο πριν κοιμηθώ η φωτογραφία εκείνη άνοιγε πάνω από το κρεβάτι μου μιαν αλήθεια, άνοιγε έναν αφρικανικό ουρανό, κραυγές δίχως λαρύγγια δίχως χειρονομία, μια τρέλα που με στοίχειωνε. Σαν άλλο όρνεο παρατηρούσα τις τελευταίες στιγμές μιας ύπαρξης να κρατηθεί λίγο ακόμα στη ζωή, στιγμές αντανακλαστικές, που αν είχαν έστω την παραμικρή δύναμη θα την έπαυαν μια στιγμή νωρίτερα. Ναι, όρνεο, βλέποντας τη φρίκη μιας πραγματικότητας μέσα από το φακό της φωτογραφικής μηχανής, του τεχνολογικού φίλτρου που εξαγόρασε την "τέχνη" και έκανε την ευτραφή δύση ένα όμορφο πεπρωμένο, σαν τις οικογενειακές φωτογραφίες που αποκρύπτουν κάθε βιαιότητα, κάθε απανθρωπιά που ξεδιπλώνεται μέσα στη ροή και σκιά της καθημερινότητας. Μου άρεσε η δόξα και το χρήμα -ίδιον του δυτικού πνεύματος και πολιτισμού- όμως άφησα ένα παιδί να πεθάνει, όμως ζω μια ζωή με προοπτική, όμως νιώθω ότι είμαι υπεύθυνος -και ακόμα περισσότερο με τον τρόπο της ζωής μου που ευθύνεται για εκατομμύρια θανάτους. Φορές δικαιολογούμαι με τις αρρώστιες που πιθανόν το μικρό κορίτσι να έφερε, αρρώστιες που δεν κάνει να έρθεις σε επαφή αν είσαι ο αποστειρωμένος χέστης της δύσης που με το πρώτο συνάχι του χειμώνα σπεύδεις στον ειδικό να σε καθησυχάσει με μια λίστα φαρμάκων που αμέσως θα πας να αγοράσεις. Αν και ποτέ δεν υπήρξα χέστης. Αν και, δικαιολογούμαι, ο αδικαιολόγητος. Ναι, υπήρχε εντολή στους δημοσιογράφους να μην εμπλέκονται με τα ζόμπι. Όμως πως να χωνέψω που δεν έκανα τίποτα εκτός του να δώσω μια ευκαιρία στον εαυτό μου να πλουτίσει ή να γίνει σπουδαίος; Κι αν ήταν ένας δικός μου άνθρωπος μήπως δε θα έπεφτα με τα μούτρα να βοηθήσω ακόμα κι αν μας χώριζε ηλεκτροφόρο σύρμα; Ήταν οι αρρώστιες του μικρού κοριτσιού ή το ότι δεν είναι κάτι δικό μου, κάτι που να μου ανήκει με κάποιον τρόπο; Κάτι που να έχω εξουσία, εν τέλει, πάνω του; Αδιέξοδο αυτό που χτίσαμε. Τώρα το ξέρω -τώρα που δεν μπορώ να κοιμηθώ άλλο. Μπορεί να είμαι εγκληματίας μιας και η διαδρομή από τον σκλάβο στον άρχοντα περνάει μέσα από το έγκλημα, μέσα από την ατιμία, τον φόβο, τη δειλία, τα στραβά μάτια που προσπαθούν να βλέπουν όμορφα και ακριβά πράγματα, όμορφους και επιτυχημένους ανθρώπους. Μπορεί να είμαι και διάσημος. Μπορεί να είμαι όλα αυτά, όμως πλέον βλέπω ξεκάθαρα και δεν αντέχω άλλο τόση αλήθεια. Δε θα ρωτήσω για εκείνον τον κόσμο που κοίταξα μέσα από τον φωτογραφικό φακό, δεν έχει νόημα να ρωτήσω τίποτα, πλέον ξέρω και θα ήταν επιθυμητό να μην ξέρω τίποτα, δεν έχει πια σημασία καμιά. Είμαι γυμνός. Οι λέξεις και οι ιδέες δεν μετράνε πια. Να που στέκομαι εδώ, μέσα στο κόκκινο αυτοκίνητό μου, να το αέριο που εισβάλλει μέσα κάνοντάς με να σκεφτώ όλη μου τη ζωή. Βλέπω να 'μαι εκεί, να αφήνω τη φωτογραφική μηχανή στο χώμα και να σπεύδω να αγκαλιάσω το μικρό κορίτσι, σαν να ήταν η κόρη μου -την αγκαλιάζω και κλαίω, την σφίγγω για μια στιγμή, κι έπειτα μουδιάζω, μουδιάζω, μουδιάζω ολοένα... Κλείνω τα μάτια.



Ο Kevin Carter αυτοκτόνησε με μονοξείδιο του άνθρακα σε ηλικία 34 ετών προσαρμόζοντας ένα λάστιχο από την εξάτμιση στο εσωτερικό του αυτοκινήτου. Στο σημείωμα που άφησε, μεταξύ άλλων έλεγε: «I'm really, really sorry. The pain of life overrides the joy to the point that joy does not exist».


Kevin Carter -portrait


Η επιλογή του να αυτοκτονήσει, να εγκαταλείψει τούτον τον κόσμο, να αρνηθεί πέρα από το βάρος των πράξεων, των τύψεων, κάθε ίχνος εξουσίας και βολέματος, τον καθιστά τραγική φιγούρα μιας πραγματικότητας που ξεχνάμε εμείς πολύ εύκολα περπατώντας στους δρόμους με τα ατελείωτα σκουπιδοφαγάδικα, ανοίγοντας το ψυγείο μας, κάνοντας ζάπινγκ, πουλώντας μούρη στον σύντροφό μας, διαπαιδαγωγώντας τα παιδιά μας σύμφωνα με την ηλιθιότητά μας, σκοτώνοντας την πλήξη μας με συναντήσεις στα μπαρ της πόλης, με επαναλαμβανόμενους διαλόγους, φανατισμό και ιδεοληψίες, μα πάνω απ' όλα με την αποφυγή -που πλέον συνιστά αυτοσκοπό- από μέρους μας κάθε πράγματος που μπορεί να επιφέρει πόνο. Ο Kevin Carter γίνεται πόσο πιο αληθινός και ειλικρινής από όλους εμάς που συνεχίζουμε να βρίσκουμε δικαιολογίες, που συνεχίζουμε να εφευρίσκουμε ιδέες και λέξεις ώστε να βολέψουμε το τομάρι μας και να διαιωνίσουμε το υπάρχον ως κατ' εικόνα και καθ' ομοίωση του. Ποτέ δε θα καταφύγουμε στις πράξεις που μας κάνουν πιο αληθινούς και πιο ευαίσθητους. Η ευκολία (το δοσμένο, το "έτσι είναι εγώ θα τ' αλλάξω;", η μίμηση και η απομίμηση, η συνήθεια, το βόλεμα, η βαρβαρότητα) σφράγισε την εποχή μας. Ο φωτογράφος μας δεν ανακάλυψε ποτέ τις -και δεν βρήκε διέδοξο ποτέ στις- πράξεις που θα τον έκαναν ανθρωπινότερο, ακολούθησε τον άλλο δρόμο και γεύτηκε το όνειρο των πολλών, το αρχοντιλίκι. Για να ξανακέρδιζε τη χαμένη του ανθρωπιά θα έπρεπε να διαγράψει άλμα, ένα απότομο, ξαφνικό, και βίαιο άλμα. Μια στιγμή ηρωική ακριβώς γιατί εμπεριέχει όλη του την αλήθεια.

Πέθανε σαν σκλάβος.

Ελεύθερος πια.


γ. γεωργίου (Νύχτα του 2009)


Δευτέρα, Δεκεμβρίου 21, 2009

Μιχάλης Καρπουτσής


Το ποίημα ενός φίλου καθώς προσφέρεται, μια κόλλα χαρτί και τίποτα άλλο, συνομιλία που δημιουργεί ένα κέντρο, γίνεται δώρο πολύτιμο. Συγγραφέας και αναγνώστης (και οι δύο, ως τέτοιοι, κατά σύμπτωση) π' αλλάζουν ρόλους, μεταμορφώνονται από το αίσθημα, μεταμορφώνονται στην ένταση. Εκεί που είναι ίσοι. Το λιγόστεμα της μοναξιάς είναι αυτή η ισότητα, αυτή η συμμετοχή. Χαίρομαι που φιλοξενώ εδώ μια τέτοια στιγμή. Να 'σαι καλά Μιχάλη.

γ. γεωργίου


Harry Callahan - Kansas City 1981


Φτάνει να δεις το φως

κι όλα θα σωριαστούνε χαμηλά.

Φτάνει να δεις τον ήλιο

κι όλα θα γίνουν κίτρινο.

Φτάνει να πεις πως όλα είναι

άνεμος

κι ύστερα φύσα όσο πιο δυνατά μπορείς.


Τίποτε δεν αξίζει πια

στο δρόμο, στο δωμάτιο, στο πάρκο,

τώρα που όλα παραμένουν

ακίνητα

από το χτεσινό ξεφάντωμα μιας τρέλας.


Πήδα στο ύψος του κενού

και πέτα

πάνω απ' τις σκιές

της καθημερινής απελπισίας.


Τα χέρια μας

φτυάρια για τάφους,

τα πόδια μας γελάδες γι' αλέτρια

κι όλο μας το σώμα

εξάρτημα μηχανής

κολλημένο στις ίδιες

ημερομηνίες,

πνιγμένο στην κολυμβήθρα

της προσμονής

ουρλιάζει δίχως νόημα.



Μιχάλης Καρπουτσής - (Καλοκαίρι, 2009)


Σάββατο, Δεκεμβρίου 12, 2009

Φαντάσματα



Στο δωμάτιο κελί με τον σύρτη και το χοντρό λουκέτο, μου είπε πολύ απλά: don't go out with the camera. You're gonna be killed.

Σκέφτομαι πολύ σε αυτήν την εικόνα. Είναι μία από τις πολλές που με έχουν πληγώσει, άλλες φορές με την φυσικότητά τους, άλλες με την ωμότητά τους, άλλες με την πεποίθηση που μου γεννούν ότι έρχονται από το μέλλον. Φορές θαρρώ πως ήταν σαν να 'μουν ο μόνος που τις είδε, παγιδευμένος σε κάποια παρανοϊκή ταινία, σαν να 'χα ξυπνήσει κατσαρίδα ας πούμε και να με ανησυχούσε η αδυναμία μου να πάω στη δουλειά, γι' αυτό και δυσκολεύομαι αφάνταστα να βρω μέσα στη γλώσσα εκείνα τα στοιχεία που θα τις κάνουν πραγματικές, ανθρώπινες ιστορίες -πώς θα μπορούσαν να γίνουν αυτό που είναι; ανθρώπινες, ιστορίες ανθρώπων;

Το σπιτάκι που μέναμε ήταν απλό με δυο τρία αντικείμενα, βρόμικο χαλί και πλαστικά λουλούδια στο μικρό τραπέζι. Χαμηλοτάβανο, με δύο πόρτες σιδερένιες, κλειδαριά, μεγάλο σιδερένιο σύρτη και χοντρό λουκέτο. Δίχως παράθυρα, ή μάλλον με λιγοστά, που δεν ανοίγαν προς τα έξω ούτε προς τα μέσα. Άνοιγαν συρταρωτά στο πλάι, και πριν δεις τον έξω κόσμο έβλεπες τα σιδερένια κάγκελα που κάποτε εμπόδιζαν ακόμα και ένα χέρι να περάσει μέσα. Εμείς δεν τα ανοίγαμε σχεδόν ποτέ μιας και πέρα από το ότι δεν υπήρχε και τίποτα που άξιζε να δει κανείς, δε θέλαμε να μας δει κανείς, κανείς να μην ξέρει -όσο λιγότεροι τόσο καλύτερα- ότι εκεί μένουμε -μία όμορφη κοπέλα και ένας ξένος, ασπρουλιάρης, και πόσο μάλλον ευρωπαίος άρα και με χρήμα. Δεν θα ρίσκαρα κάτι τέτοιο, ούτε μπορείς να εξηγήσεις σε κάποιον που δεν έχει να φάει ότι παρόλο που ήρθες από μια χώρα ευρωπαϊκή δεν έχεις λεφτά -άσε που ούτε καν ευρωπαϊκή θα την έλεγες τη χώρα εκείνη. Κανείς δεν θα σε πιστέψει -σαν να σε δει η γυναίκα σου να κοιμάσαι στο κρεβάτι με κάποια άλλη -τύχη κακιά- και μόλις διασταυρωθεί το βλέμμα σου μ' εκείνης, πεις, «δεν είναι αυτό που νομίζεις». Τα ίδια πάντα λόγια. Τα ίδια σπίτια ήταν όλα τους εκεί, μικρά το ένα πάνω στο άλλο και κολλημένα μεταξύ τους, με σιδερένιες πόρτες και σύρτες λουκέτα κλειδαριές. Με τα ίδια παράθυρα. Με τους ίδια φοβισμένους ανθρώπους. Γύρω γύρω είχε μικρούς μπαχτσέδες με εξωτικά λουλούδια. Και πιο πέρα ένα γύρο το συρματόπλεγμα, ψηλό σαν φυλακή. Η φυλακή ήταν αρκετά ασφαλής για όσους ζούσαν φυλακισμένοι. Φρουρός πάντα ήλεγχε στην πύλη η οποία δεν άνοιγε δίχως την παρέμβασή του. Οι άλλοι έξω από τη φυλακή ήταν τα ζόμπι. Ανάμεσά τους και δωδεκάχρονα με μωρά στα χέρια ή παραπεταμένα δίπλα και μέσα στις μύξες τους, παιδιά με κοιλιές φουσκωμένες κυοφορώντας δυστυχία, και περίεργοι τύποι με βλέμματα και εκφράσεις που δεν μπορείς να κατανοήσεις, ούτε να ψυλλιαστείς, άγνωστες τελείως από κάθε σου μαμόθρεφτη, «ευρωπαϊκή», εμπειρία. Κι όταν κέρδιζε ή έχανε η ομάδα τους στο ποδόσφαιρο αυτοί ξεχύνονταν αφηνιασμένοι στους δρόμους των παραγκουπόλεων και το πέρασμα της νύχτας άφηνε πίσω του κορμιά βιασμένα, πληγωμένα, κάποιες φορές και ακρωτηριασμένα. Την επομένη ανοίγαν και πάλι τα "ιερά μαγαζιά" (κι ήταν τόσα πολλά σε κείνη τη γειτονιά) πουλώντας μια καλύτερη ζωή μετά θάνατο. Πρωινή προσευχή και πάμε πάλι άλλη μια μέρα με νέες εκπλήξεις.

Οι παραγκουπόλεις μπροστά μας που εκτείνονταν μέχρι τις πλαγιές του βουνού, τα γκέτο της εξαθλίωσης που ποτέ μου δε θα έχω εικόνα εκτός από αυτήν την εξ αποστάσεως, σαν καρτ ποστάλ μα με την ένταση του τοπίου της στο σώμα μου. Όταν ρώτησα τη μάνα της τι παίζει εκεί, μου είπε κάτι στα ισπανικά που η μετάφρασή του έλεγε πως εκεί δεν πηγαίνεις. Ρώτησα γιατί.

«Είναι πάρα πολύ επικίνδυνα»

«Γιατί, εδώ δεν είναι;»

«Είναι, όμως όχι τόσο». Μου έδειξε με το δάχτυλο σχηματίζοντας όρια ενός χάρτη νοερού, νοητού. Ήταν η άλλη πόλη. «Η μισή και παραπάνω πόλη είναι πολύ επικίνδυνη, κανείς δεν πηγαίνει εκεί αν δεν μένει εκεί»

«Η μισή πόλη; και πόσο πληθυσμό έχει η Cali;»

«5-6 εκατομμύρια…»

5-6 εκατομμύρια, έτσι μου είπε… ωστόσο η google δίνει ένα νούμερο πάνω από 2 εκατομμύρια, «μόνο». Αναρωτιέμαι, κοιτάζοντας τη μεγάλη αυτήν πόλη την οποία γύρισα σχεδόν από τη μία άκρη ως την άλλη -εκτός της απαγορευμένης ‟πόλης” των εξαθλιωμένων, μέσα στην πόλη- αν τα νούμερα και η αλήθεια τους έχουν σημασία, αν το νούμερο της google μετράει τη μισή πόλη, ή αν απλώς τα 5-6 εκατομμύρια δεν είναι παρά μια κακή εκτίμηση ή λάθος γνώση από πλευράς της μητέρας. Ωστόσο, σημειώνω ότι, διαβάζοντας από περιέργεια στην google για την Cali σχηματίζεται στο νου μου μια γενική εικόνα της πόλης που δεν τέμνεται πουθενά με την γνώση των ματιών που δεν μπορούν παρά τραυματισμένα να συνεχίζουν να βλέπουν θαρρείς σε μαρτύριο. Που είναι τα περιφραγμένα γκέτο; που είναι οι στατιστικές βιασμών και σεξουαλικής κακοποίησης -παιδοφιλίας- μέσα στις οικογένειες, και μάλιστα με την γνώση των περισσοτέρων; τι θα έλεγε μια τέτοια στατιστική και κατά πόσο θα μπορούσε να μιλάει για την πραγματικότητα; Που είναι οι χιλιάδες που πεθαίνουν ανήμποροι στα πεζοδρόμια και στις σκοτεινές γωνιές; και που οι μπάτσοι που τους κλοτσούν να πάνε κάπου αλλού να ψοφήσουν; Που είναι τα μαύρα αστέρια με το κίτρινο περίγραμμα που οι αρχές κολλούν στο τσιμέντο, εκεί που οι άνθρωποι χάνουν τη ζωή τους για πάντα; που περπατώντας προς τα μουσεία ή προς οπουδήποτε μπορείς να μετρήσεις τους νεκρούς, να διαβάσεις την ιστορία του εκάστοτε δρόμου -και να τον αποφύγεις ίσως. Που είναι εκείνο το πρωτοσέλιδο εφημερίδας -ανάμεσα στα τόσα άλλα παραπλήσια- όπου ένστολος περισυλλέγει ένα τυχαίο διαμελισμένο σώμα κρατώντας στη χούφτα του το κεφάλι; σε εφημερίδα, που σημαίνει σε κοινή θέα. Πού όλη εκείνη η ψυχολογική βία που σχεδόν τη συλλαμβάνεις από τα ρουθούνια σαν να 'ταν άνεμος κακών μαντάτων, σκεπάζοντας την ήδη, με βεβαιότητα, υπάρχουσα πραγματικότητα, κάνοντάς την φάντασμα φοβερό που απειλεί την κάθε επόμενη στιγμή με ξέσπασμα φρίκης; Η μόνη αναφορά της google στην πραγματικότητα -ωστόσο, άνευρη σαν κουφάρι, δοσμένη μέσα από τη στατιστική- με τον τίτλο Crime, καταλαμβάνει -«στατιστικά»- μηδαμινή έκταση στο άρθρο. Όποιος και να είναι ο αριθμός των κατοίκων που ολοένα αυξομειώνεται από τις ακατάσχετες γεννήσεις, τις δολοφονίες, τους εκτοπισμένους από τη γη τους ινδιάνους, ένα είναι σίγουρο: δεν πας εκεί, του οποίου μόνο ένα μέρος είχε δείξει το δάχτυλο και έπειτα υπονοήσει πίσω από τα κτήρια.

Όσο δυνατός και να πίστευα ότι είμαι, ο ένας μήνας διαμονής σε κείνη τη γειτονιά με τσάκισε.

Δεν έβγαινα και πολύ από το σπιτάκι. Και όταν έβγαινα προσπαθούσα να γυρίσω όσο ήταν μέρα, μέχρι τις 6 περίπου το απόγευμα δηλαδή. Το μόνιμο αλάρμ κατά τις εξόδους μου μού έγινε τικ που χρειάστηκε να περάσει καιρός για να αποβάλλω. Και δεν ξέρω κατά πόσο το απέβαλα τελείως. Κάτι πρέπει να υπάρχει μέσα μου που κάνει μετάσταση στα αισθήματά μου, που κάνει αυτήν την καθημερινότητα συμπαγή σαν γροθιά που μου καίει τα σωθικά. Μία αίσθηση του φοβερού, κι έπειτα ναυτία, ότι δεν ήρθα από την Κολομβία, ότι δεν μπορεί να είναι έτσι καμιά χώρα και κανένας λαός, ότι ποτέ δεν υπήρξε, ποτέ δεν έγινε… -δεν μπορεί παρά να ήρθα από το μέλλον. Μια πεποίθηση παράξενη αφού ό,τι τη γέννησε έλαβε χώρα μπροστά στα μάτια μου, βαθιά πίσω από τον αμφιβληστροειδή μου. Ένα μέλλον ζοφερό. Και θα μπορούσα να γράφω μήπως ξορκίσω τούτο από μέσα μου και γίνω και πάλι τυφλός, αφελής και ιδεαλιστής να λέω μεγάλα λόγια, όπως ίσως κάποτε, αγνοώντας αυτό που πλησιάζει, πεισματικά αρνούμενος τα σημάδια, αποστρέφοντας το πρόσωπο, και να εκσπερματώνω πνευματικώς, όπως τόσοι λόγιοι και ποιητές -όλη τούτη η εκλεπτυσμένη γελοιότητα. Μου είναι αδύνατον πλέον. Το δηλητήριο της πραγματικότητας θα το πιω. Γι' αυτό γράφω, μήπως και φύγει από μέσα μου και στοιχειώσει τις λέξεις, δίχως να το αρνηθώ -μήπως τελικά σωθώ από τις λέξεις. Όμως οι άτιμες δε λένε να τελειώσουν, λερναίες ύδρες ή μπαμπούσκες που ξεπηδούν σε κάθε απόπειρα τέλους, τομάρι που κόλλησε πάνω μου με δηλητήριο ποτισμένο του Νέσσου το αίμα. Γι' αυτό και προσαρμόζομαι μέσα τους, τις αφήνω να μιλήσουν, να χορέψουν με μανία, με την ελπίδα φορές να με καταστρέψουν λυτρώνοντάς με από τη μνήμη του μέλλοντος.

Μην πας έξω με την κάμερα.

Μετά από μερικές μέρες δεν ένιωθα και πολλά πράγματα, ωστόσο πάντα έπαιρνα τα μέτρα μου. Ένα κίτρινο σορτσάκι δίχως τσέπη, μια φανέλα λευκή και παντόφλες -η στολή μου έξω. Όχι μόνο δεν είχα τίποτα μαζί μου αλλά και μου φαινόταν. Κάποια μέρα δεν ένιωθα τίποτα, μάλλον, πέρα από μια πλήξη που δεν μπορούσε να καταλάβει τον εαυτό της, ίσως και να μην την ένοιαζε πια. Πήρα τη μικρή πλακέ φωτογραφική μηχανή, την έβαλα μέσα στο σορτσάκι, αφήνοντας τον φακό απ' έξω, περπατούσα, σήκωνα λίγο την φανέλα και τραβούσα φωτογραφίες προσεχτικά -ό,τι έβγαινε. Επανέλαβα με περισσότερο θάρρος.

Πλέον οι φωτογραφίες που έχω από κει (σκέφτομαι να αποτελέσουν ξεχωριστή δημοσίευση) αποδεικνύουν την ύπαρξη εκείνου του τόπου, ωστόσο είναι νεκρές, δεν αισθάνονται και δεν εκπέμπουν τίποτα -τουλάχιστον σε μένα. Είναι σαν τα κέρινα ομοιώματα της Μαρί Τισό. Δεν αφηγούνται ιστορίες, δεν έχουν φόβο, δεν επιδρούν στο πετσί σου. Δεν γλυτώνεις από αυτές για να πας στο μικρό σου κελί να κλειδωθείς κι έτσι να νιώσεις καλύτερα.

Ένα μεσημέρι πήγαμε σε ένα μαγαζάκι της γειτονιάς που πουλούσε διάφορα τρόφιμα. Σάπιο κρέας εκτεθειμένο στην ατμόσφαιρα, βρομούσε, λίγα σάπια λαχανικά, κάτι αλλόκοτες κονσέρβες, κόλλησα, δεν μπορούσα να σκεφτώ κάτι που θα μπορούσα να φάω δίχως να νιώσω αηδία. Ίσως κανα κατεψυγμένο κοτόπουλο; Κάτι ξεκίνησα να λέω στ' αγγλικά στην όμορφη κολομβιανή, κάτι περί κοτόπουλου, όταν η μάνα και η κόρη, ιδιοκτήτες του μαγαζιού, σάστισαν και την ρώτησαν στα ισπανικά «καλά δεν μιλάει ισπανικά;». Σαν ποτέ τους να μην άκουσαν άλλη γλώσσα. Δεν μπορούσαν να φανταστούν ξένο σε κείνη τη γειτονιά, ίσως ούτε καν εν γένει -όχι ότι είχαν κανένα πρόβλημα με την παρουσία μου, ίσα ίσα έγινα κι αξιοθέατος. Σε κάθε περίπτωση φυσικά δεν με κολάκεψε καθόλου που ήμουν ο πρώτος ξένος, αν ήμουν, που προφανώς ήμουν. Η αλήθεια είναι πως ένιωσα τόσο ανήμπορος να υπάρξω εκεί, κι ας υπήρχα, τόσο μακριά από καθετί που είχα ζήσει. Ξένος. Κι όχι επειδή οι άνθρωποι δεν με δέχονταν -κάθε άλλο- ούτε επειδή ήμουν άλλης εθνικότητας, αλλά επειδή η απόσταση των ματιών από την αίσθηση ήταν ένα χάσμα. Γνώρισα κάποιους ανθρώπους οι οποίοι ήταν πολύ φιλόξενοι και ιδιαίτερα φιλικοί. Δεν πίστευαν πως ήμουν έλληνας, πως ήρθα από τόσο μακριά, που μόνο στις τηλεοράσεις ή στο σχολείο είχαν ακούσει. Και ό,τι γνώριζαν ήταν τόσο ωραιοποιημένο και έξω από την πραγματικότητα (σαν να διαβάζεις στην google για την Cali, ας πούμε) που στις συζητήσεις μας για την ελλάδα και την πραγματικότητά της δεν μπορούσαν παρά να ξαφνιαστούν ή σοκαριστούν με την απομυθοποίηση των όσων είχαν σχηματίσει στο νου τους ελλείψει ενός σώματος που να τους συνδέει με το πραγματικό μέσω του βιώματος. Ο χρόνος γι' αυτούς, υποθέτω, είχε παγώσει κάπου πολύ παλιά στους αρχαίους κόσμους, όπως και σε μας άλλωστε -το μεγάλο μας πρόβλημα που φαντάζεται θολά και πολύ φτωχά τους αρχαίους σαν παππούδες μας ενώ οι πατεράδες μας βαστάνε κάπου στο βυζάντιο, πίσω από τον σταυρό, το ψέμα, και την οκνηρία. Η διαφορά μεταξύ Ελλάδας και Κολομβίας όταν προσπαθείς να μιλήσεις περί αυτών είναι ότι στην περίπτωση της Κολομβίας δυσκολεύεσαι να βρεις λέξεις, να σχηματίσεις προτάσεις, να βρεις έκφραση που να περιγράφει σωστά την πραγματικότητα. Εκεί, η πραγματικότητα έχει ξεπεράσει τη λογοτεχνία.


γ. γεωργίου


Δευτέρα, Δεκεμβρίου 07, 2009

Ένα ποίημα ακόμη




Ένας κόσμος τέναγος

Που αισθάνεται στασιμότητα μπρος στο ύψωμα του χόρτου

Κατήργησε με νόμο το μεγάλωμά του

Τώρα πια τίποτε δε σαλεύει

Μέχρι κ' οι Υάκινθοι σιωπούν ενώ

Ηγέτες με φελπεδένιες φορεσιές καμαρώνουν τη νίκη τους

Την καθολική υποταγή της φύσης στην ακινησία


Μα τι ανόητοι!

Ποιος ροζιασμένος νους θα μπορούσε να κοιτάξει

Κάτω απ' τη γη;

Εκεί όπου

Οι ρίζες εδραιώνουν τη δική τους αλήθεια


(Για έναν δεύτερο Ήλιο, Αύγουστος '98, Σέρρες)


γ. γεωργίου


Πέμπτη, Δεκεμβρίου 03, 2009

Κασσάνδρα



Κασσάνδρα. Η κόρη του Πριάμου, του βασιλιά της Τροίας, που προφήτευσε την καταστροφή της πόλης, όμως, λόγω της κατάρας του Απόλλωνα που δεν του κάθισε, ουδείς την πίστεψε.

Από την Ορέστεια του Ξενάκη -με τον βαρύτονο Σπύρο Σακκά σε μια εκπληκτική ερμηνεία