Every work of art is an uncommitted crime


-Theodor Adorno-

daDa ποiησΗ dAda λογοtεΧνiα dadA pUnk dADa

Τελάλης:

Κυριακή, Μαΐου 30, 2010

Δεν βρήκαν τρόπο να ικανοποιήσουν τη φιληδονία τους χωρίς να βλάψουν τους άλλους - Σκέψεις πάνω στο κείμενο για τον Kevin Carter



Διάβασα και πάλι το κείμενο που έγραψα την παραμονή των χριστουγέννων για τον kevin carter, ως kevin carter. Βαρύ και ενοχλητικό πράγμα η πραγματικότητα. Την ένιωσα και πάλι ως πόνο. Τις συσπάσεις μου προσπαθώ να προλάβω πληκτρολογώντας λέξεις. Από τη θύμηση στην ιστορικότητα του παρόντος.

Η πραγματικότητα στέκεται σαν άλλος κόσμος πίσω από την πέτσα του νου που γεννά όλους τους άλλους κόσμους. Αν μπορούσε κανείς ν’ ανασηκώσει τούτη την πέτσα και να την κομματιάσει, θ’ αντίκριζε τον θάνατο. Γιατί ο νους δεν γίνεται να παύσει. Όπως δεν γίνεται να βιωθεί η πραγματικότητα. Δεν αντέχεται. Το ψέμα, η ψευδαίσθηση, είναι η ανθρώπινη συνθήκη.

Δεν θυμάμαι -νιώθω. Είναι ένα ζόρικο παρόν. Κάτι που πολύ θέλω να βγω έξω του, να πιαστώ από δυο τρεις εικόνες μας ζωής κατασκευασμένης και να συνεχίσω μουδιασμένος, χαρούμενος, δυστυχισμένος, προσκολλημένος έστω από λίγο πνεύμα, λίγη μεγαλοσύνη, σπουδαιότητα και νόημα. Θα μείνω στο αίσθημα όμως, με δόντια σφιγμένα και σκληρό πρόσωπο, να χτυπηθώ με όλο μου το ψέμα. Είναι έτσι, νιώθω άσχημα, φρικτά θα έλεγα για όλες εκείνες τις στιγμές, για όλη εκείνη τη μεταμόρφωση που με ανοίγει στον κόσμο του πραγματικού. Είναι στιγμές που προσπαθώντας να συλλάβω κάτι, αδειάζω τόσο που είναι σαν θάνατος. Ανυπόφορη ώρα. Καταστρέφω τα χριστούγεννά μου ακόμα κι όταν δεν σημαίνουν τίποτα για μένα, τις νύχτες μου που θέλω να είναι μόνο δικές μου, το συκώτι μου το οποίο δε θέλει να έχει καμία σχέση με όλα αυτά. Η καθημερινή μου ζωή βουλιάζει. Τίποτα άλλο δεν αλλάζει πέρα από τη δική μου διακύμανση. Αυτό είναι κατάρα. Με τρελαίνει. Κι όμως δεν μπορώ ν’ ασχοληθώ με αυτά τα δόντια που μου τρώνε τις σάρκες, δόντια του νου μου που τόλμησα να ξεσκεπάσω. Έτσι όσο και ν’ αντιστέκομαι, όσο και να μου κόβεται η όρεξη, όσο και να συρρικνώνομαι στον πόνο, πολύ εύκολα τα παρατάω για να τσιμπήσω κάτι, να κατασπαράξω κι εγώ λίγη ζωή. Και τι να έκανα; Έχω και στομάχι. Κι ένα σπέσιαλ φιλετάκι μαριναρισμένο στη συντήρηση. Καμιά μπιρίτσα, κανα τσιγαράκι. Νευρώνες, αισθήσεις. Ξέρω. Αυτό που καταλαβαίνω είναι πως θα συνεχίσω να υποφέρω παλεύοντας με τη συνείδηση που σαν πιάνει μια κορυφή ξυπνά το μένος του νου-δία που δε θα σταματήσει να υπερασπίζεται τα σκήπτρα του. Ποτέ. Μόνο αν μπορούσα να καταλάβω πως δίας δεν υπάρχει -αυτός κατασκευάζεται από μόνος του, εκ του μη όντος.



Ό,τι όμως αποτελεί κατανόηση εδώ, δεν μπορεί να ανήκει στον νου. Επιβάλλεται μια κατανόηση σωματική. Ένας οργανισμός που αναπνέει με τέτοιον τρόπο ώστε δεν μπορεί να υπάρχει κανένας δίας. Είναι σαν ο νους -ο πρώτος δίας, το πρώτο αφεντικό, ο πρώτος δολοφόνος- να έχει όλους τους τρόπους δικούς του. Ό,τι προσπαθείς, ό,τι κατακτάς, ό,τι ονειρεύεσαι, ό,τι ελπίζεις, ό,τι σου ομορφαίνει την καθημερινή ζωή, είναι δικός του τρόπος, μαζί πάντα με ό,τι σε κάνει να αποτυγχάνεις, ό,τι σε κοροϊδεύει, ό,τι σου πουλάει ψέμα, ό,τι σε νεκρώνει. Ο οργανισμός ο οποίος έχει αποβάλλει αυτή την ανθρωπιά (η μεγαλύτερη εφεύρεση του νου - ο ίδιος τη μεταφράζει πάντα ως την υψηλότερη. Μα φυσικά, κι οι λέξεις δικές του είναι, δική του η ποίηση της ύπαρξης, δική του η ποίηση του κόσμου) είναι γιατί δεν έχει κανέναν τρόπο, καμία αναζήτηση, κανένα όνειρο. Του είναι αρκετή η ζωή. Μα για στάσου ‘δω, δώσε μου τα μάτια σου -βλέπεις; αμέσως ο νους εξεγείρεται, νατος, τον άκουσα αμέσως που μου είπε: “είναι αρκετή η ζωή;”, με αυτόν τον περιφρονητικό του τόνο, σαν να ‘ταν κάτι ανώτερο απ’ αυτήν, σαν να πρέπει να τον πιστέψω. Το μαρτύριό μου: κάθε στιγμή να τον ακούω και κάθε στιγμή έκθετος στη σαγηνευτική του πλάνη, την καταστροφή μου, τη γαμημένη ανθρωπιά μου. Ο οδυσσέας δέθηκε σφιχτά στο κατάρτι και πέρασε, μα κι αυτό είναι εξυπνάδα, πονηριά, λες και υπάρχει ο τρόπος. Μα είναι δικοί του όλοι οι τρόποι, τρόποι του νου, τρόποι αυτού που πρέπει να αποβληθεί γιατί δεν είναι εσύ, είναι η κοινωνία όλη, όλο το αιματοκύλισμα, η παραφροσύνη της δύναμης, η γεννήτρια της απάτης. Ο νους. Δεν υπάρχει πουθενά κατάρτι, αυτά γίνονται μόνο στη ποίηση για να μας ησυχάζει, να μην αγανακτούμε με την πραγματικότητα που ποτέ δε θα δούμε δίχως αλλοίωση, η ποίηση που γίνεται πέρα από ψεύτης ένας σωτήρας, μια ελπίδα και ένα ακόμα κοινωνικό συμβόλαιο. Ούτε κατάρτι υπάρχει, ούτε σειρήνες. Υπαρχει μόνο το μέσα που είναι και έξω… αν θέλω να είμαι πιο ακριβής: είναι ένα με μας, ούτε μέσα ούτε έξω, επιδερμίδα μας, σκάρτο αίμα, ελαττωματικά όργανα, νεκρές αισθήσεις, μουδιασμένες συνάψεις. Απόδειξη ότι ζωή δεν υπάρχει εκεί. Αφύσικοι. Ζωντανοί νεκροί. Ωστόσο μιαν αλήθεια μας τη λέει η μεγάλη ποίηση -κοιτώντας πίσω από το μεγαλείο της: πως οι μνηστήρες δε διαφέρουν από τον οδυσσέα, δε διαφέρουν στο ελάχιστο πριν το ταξίδι της επιστροφής. Δε διαφέρει από κανένα μνηστήρα έξω από την ποίηση. Μόνο αυτή τον κάνει να διαφέρει, του δίνει ένα ταξίδι στο οποίο ωριμάζει, εξελίσσεται, πνευματοποιείται. Πως στην πραγματικότητα όλοι οι μνηστήρες είναι ο ίδιος του ο εαυτός που δε νικιέται με προσευχές, ούτε με αγάπη, ούτε με πίστη, ούτε με ειρήνη. Θα τους σφάξει όλους τους καταπατητές της ιδιοκτησίας του, του εγώ του, έναν έναν, κανείς, τίποτα δε θα μείνει. Μόνο αυτός, που όταν ήταν ν’ απαντήσει γεμάτος τρέλα, εισροή απόκρυμνης ζωής στα σωθικά του, το ποιος είναι, τ’ όνομά του, ούρλιαξε πάνω από τα κύματα “κανένας”. Το ταξίδι που του τό ‘δωσε η ποίηση, το έδωσε ο νους, του δίδαξε όλους τους τρόπους πώς να κάνει την πανουργία δικαιοσύνη και αλήθεια και πνεύμα. Ξέρει πως να σε ξεγελάσει με το εντυπωσιακό “κανένας”. Μην μπερδεύεσαι, αυτός ήταν, ο οδυσσέας. Η ποίηση τού έδωσε μια ολόκληρη ιθάκη για να μας καταστρέφει χιλιάδες χρόνια δείχνοντάς μας τον σκοπό. Εξαιρετική η ποίηση και τι αγαλλίαση η ιθάκη. Ωστόσο, να ακόμα ένα ψέμα (η ποίηση θέτει ως σκοπό μιαν ιθάκη), ούτε ιθάκη υπάρχει. Εσύ είσαι ο οδυσσέας. Ένας σίσυφος που κάθε στιγμή μπορεί να πετάξει βλαστημώντας τον βράχο χάμω και να φύγει. Δεν υπάρχει κατάρτι, ούτε σειρήνες, ούτε ιθάκη, ούτε βράχος, ούτε θεοί. Απόδειξη: ότι τα ‘πε, τα εξύψωσε, τα παγίωσε σε νεκρούς οδοδείκτες η ποίηση. Η ποίηση δεν είναι ζωή. Είναι πονηριά, είναι κατάρτι, σειρήνα και ιθάκη, η ποίηση είναι θεϊκή. Άραγε υπάρχει; Κάτι μου έρχεται, μια σύσπαση, κάτι βγαίνει: αυτοί που απαντούν θετικά είναι εκείνοι που σου πουλούν ποίηση, οι παπάδες της και τα σούπερμάρκετ της. Ούτε ποίηση υπάρχει. Υπάρχει ένας οργανισμός πάντα που προσπαθεί να εκφραστεί, τον ρυθμό του τις ανάσες του, και είτε ψεύδεται είτε λέει αλήθεια για τον εαυτό του, προκαλώντας το ενδιαφέρον ή όχι, την έλξη, την πίστη, τη ροχάλα -τίποτ’ άλλο. Γιατί όταν ψεύδεται μας λέει την αλήθεια του: ποιο είναι το ψέμα του, μας κάνει να δούμε εκεί ακριβώς που πάσχει, σημείο γυμνό για τα μάτια που κοιτούν με τα μάτια -ενδιαφέρον στον βαθμό που πρέπει να γνωρίζεις τους φίλους και τα πρότυπά σου για να τους ξεράσεις από μέσα σου. Ενώ σαν λέει την αλήθεια του δεν αφορά κανένα γιατί πέρα απ' αυτόν τον εαυτό δεν είναι κανενός άλλου αλήθεια, συνεπώς δεν φτειάχνει οπαδούς, δεν ζητάει χειροκρότημα, δεν αποτελεί χέρι βοηθείας.

Μας αφορά λοιπόν η ποίηση, είναι γεμάτη από ψέματα.



“Δε βρήκαν τρόπο να ικανοποιήσουν τη φιληδονία τους χωρίς να βλάψουν τους άλλους”. Blaise Pascal.

Σ’ εμάς το λέει. Μόνο που αγνόησε πως όταν φιλοσοφεί κανείς κατ’ αυτόν τον τρόπο το πρώτο πρόσωπο είναι πάντα το πλέον έντιμο. Συμφωνώ μαζί του. Δεν βρήκαμε τον τρόπο να ικανοποιήσουμε τη φιληδονία μας χωρίς να βλάψουμε τους άλλους -για μας μιλάω, την ανθρωπότητα. Δεν βρήκα τον τρόπο να ικανοποιήσω τη φιληδονία μου χωρίς να βλάψω τους άλλους -ναι για μένα λέω, θέλοντας και μη, η ανθρωπιά είναι αυτή που με χαρακτηρίζει οντολογικά, την οποία στρεβλώς τη βλέπω/βλέπουμε ποιοτικά ενώ είναι απλώς ζήτημα κατηγοριοποιήσεως καθόλου αξιακής.

Η πραγματικότητα δεν αλλάζει όσο κι αν κλάψουμε, χτυπηθούμε, ουρλιάξουμε, όσο και να εξεγερθούμε. Η μορφή της κοινωνίας ναι, η μορφή της εξουσίας ναι, το σαλόνι μου ναι, ίσως κι ένα καινούργιο αμάξι ναι. Όχι η πραγματικότητα. Αυτό αν το κάνουμε το κάνουμε μόνο όσον αφορά την ιδιωτική μας σφαίρα, την ιδιοκτησία μας, το εγώ μας. Ο κόσμος είναι πολύ μεγάλος για να τον αγκαλιάσει το εγώ μας -μια καρφίτσα στον χάρτη. Και αυτό το τίποτα -μια μηδαμινότητα- ξέρει καλά πώς να νιώθει ολάκερος κόσμος. Έστω ότι γίνεται κόσμος, έστω ότι κλαίει, χτυπιέται, ουρλιάζει, εξεγείρεται, παίρνει λίγο όγκο, φουσκώνει κι εξεγείρεται πλανητικά. Μα τότε θα καταστραφεί σαν εσωτερική βόμβα μεγατόνων. Και πάλι τίποτα. Η ανθρωπιά μας, το είδος της ύπαρξης που μας χαρακτηρίζει, μας προσφέρει τη φαντασιακή δυνατότητα να είμαστε κόσμος, σύμπαν, θεός, εγώ, με αντάλλαγμα έναν ψεύτικο κόσμο, κάλπικο, θεμελιωμένο στη δυστυχία, τη δυστυχία όχι λόγω αξιών, όχι λόγω μιας ηθικής ή μη, αλλά εξαιτίας του φρικτού περιορισμού ενός τέτοιου κατασκευασμένου κόσμου: φαντάσου, ένα δοχείο με μια ποσότητα ύλης. Και φαντάσου πως εκεί βάζει το χέρι του όποιος προλάβει παίρνοντας όσο η χούφτα του μπορεί και προφταίνει. Η ποσότητα του δοχείου είναι συγκεκριμένη. Όποιος προλάβει και μετά τίποτα. Αυτός είναι ο κατασκευασμένος κόσμος μας. Δεν έχει για όλους. Όσο και να φτειάξεις τη ζωή σου, όσο και να την παλέψεις δε θα περιοριστεί η δυστυχία. Για να είσαι ευτυχισμένος πρέπει κάποιοι να υποφέρουν, να εξολοθρευτούν, να εκμηδενιστούν. Δεν έχει για όλους. Πάντα έτσι ήταν. Θα έπρεπε να σπάσει αυτή η κατασκευή, να γίνει κομμάτια, σκόνη. Θα έπρεπε -αυτός είναι ο σωστός χρόνος. Ευχόμαστε για μια στιγμή ευσυγκινησίας και πνεύματος, για να συνεχίσουμε αμέσως τη βλαβερή μας πορεία στον κόσμο που είναι έτσι, είναι αλλιώς, είναι χίλια δυο, και εμείς στην απέξω. Δεν υπάρχει τρόπος. Το να αποβάλλουμε την ανθρωπιά μας, μάλιστα. Πως όμως; Και κυρίως γιατί; Δεν θέλουμε, ούτε θα θέλαμε, ποτέ δε θα αντέχαμε κάτι το οποίο δεν έγινε ποτέ του όνειρο, δεν έγινε ποτέ ιστορία, θρύλος. Η πραγματικότητα είναι το αδύνατο, το μηδέν. Πως θα βαστούσαμε σε σπλάχνα κάτι το οποίο δεν έγινε ποτέ ποίηση; Αχ η ποίηση… άτιμη καριόλα. Αυτή φταίει για όλα, αλλά κανείς δε θα με πιστέψει, κι ούτε θα έπρεπε, ούτε θα ενδιαφερόταν. Τα άσυλα είναι πάντα με τις αγκάλες ανοιχτές. Να πουλήσουν κι αυτοί λίγη επιστήμη, λίγη ανθρωπιά. Όμως δεν έχει για όλους. Είναι μόνο για εκείνους που πρόλαβαν. Και πρόλαβαν επειδή οι υπόλοιποι δεν πρόλαβαν, δεν ήταν ευλύγιστοι να φτάσουν ως εκεί, δεν είχαν χέρια, ή πέθαναν στην προσπάθεια (δεν τους βοήθησαν, δεν τους άφησαν, τους εξαπάτησαν, τους δολοφόνησαν). Μόνο γι’ αυτό υπάρχουν ευτυχισμένοι ηλίθιοι, μόνο γι’ αυτό υπάρχει πνεύμα, μόνο γι’ αυτό έρωτας, γι’ αυτό και μόνο το τρελό γαμήσι. Αν θέλεις μια καλύτερη ζωή θα πρέπει να την πάρεις από μερικούς άλλους. Κι αν ποθείς να ‘ναι πιο πνευματική κάποιοι πρέπει να καούν στην πυρά, κάποιοι των οποίων το πνεύμα απειλεί το δικό σου με αφανισμό. Ποιητή, κορόιδεψέ μας κι άλλο, συγκλόνισέ μας με το αδηφάγο μεγαλείο σου. Το φαινόμενο της πεταλούδας είναι ανόητο σαν λογαριάζεται για επιστημονική θεωρία, γι’ αυτό και μετράει μόνο στον δικό σου κόσμο, όπως και σ’ εκείνων που τον ποθούν: γράφεις ένα ποίημα στον θρόνο σου κι ένας σεισμός γίνεται στην αϊτή, απαγγέλεις δυο τρεις στίχους και μια βόμβα πέφτει καταλάθος σ’ ένα νοσοκομείο στο ιράκ, γράφεις τη μίζερη και κλισέ σου άποψη κι ένας καινούργιος ιός θερίζει την αφρική. Συνέχισε το έργο σου καλλιτέχνη μου και μην ανησυχείς. Τον κόσμο όλο κι αν καταστρέψεις πάλι το πνεύμα σου θα μείνει. Ή έστω το μεγαλύτερό σου άλλοθι, η ποίηση.


γ. γεωργίου

____________

σημείωση: οι φωτογραφίες ανήκουν στον bohnchang koo
___________


Κυριακή, Μαΐου 09, 2010

Χάρης Κοντοσφύρης -μέσα από τα μάτια μου



Αυτά τα αγάλματα δεν λειώνουν σαν τον βουτυρένιο γιγάντιο θεό που για έναν χρόνο κατασκεύαζαν κάπου, κάποτε, οι βουδιστές με ευλάβεια για να τον αφήσουν έκθετο στον ήλιο -ζωή μιας μέρας. Αυτά τ’ αγάλματα είν’ εκεί, δίνοντας σάρκα στη σκέψη. Σε μία δύση και μια αιώνια νύχτα. Εδώ ο θεατής πάντα κατασπαράσσεται -όχι ο θεός. Ή αλλιώς: ο θεατής-θεός-υποκείμενο όπως στέκεται έκθετος στις δίνες ενός νου που ανακυκλώνει, θυμάται, εγκλωβίζεται. Όχι ο θεός-αντικείμενο. Τα πλάσματα της λογικής, τέρατα με στόματα πεινασμένα, το φάντασμα του γκόγια περνάει και χάνεται. Κάπου βαθιά στο δάσος μια παιδική φιγούρα σε τρομάζει, κι ας είναι ιδιαίτερα όμορφη, πλησιάζει, θέλεις να ουρλιάξεις, κάτι μεγεθύνεται μπροστά από τα ψυχρά σκοτάδια, άφωνος. Θεός δεν υπάρχει. Μόνον ένα ξύλινο μπαούλο που μάζευες τα μυστικά σου, ό,τι δεν καταλάβαινες -το μπαούλο, θυμάσε, όλα τ’ άλλα υδρατμός και δάκρυ, έπειτα πυρετός -άραγε να το ανοίξεις;



O κόσμος του Κοντοσφύρη, ιδιαίτερος, που αναβλύζει από τα βάθη μιας ύπαρξης περισσότερο δραματικής και λιγότερο μαγικής, η αθωότητα ενός κόσμου που εγκλωβίστηκε στην παιδικότητα και παραμορφώθηκε μέσα στην έλλειψη χρονικότητας, ανακυκλώνοντας εικόνες ζωικές και εικόνες αρχετυπικές, θαρρείς μέσα σ' ένα ξύλινο κουτί που θάψαμε κάποτε μικροί μπας και μεγαλώσουμε, εφιάλτες που θα θέλαμε να αποτινάξουμε στην ανάγκη της ανθρωπιάς (του μέσα) μας για πατροκτονία, μα κάπου πρέπει να κάναμε μια πονηριά και απλώς να ξεγελάσαμε τους γονείς μας. Kανείς δε θα απαλλαγεί από τους εφιάλτες του όπως κανείς δε θα μεγαλώσει πραγματικά. Πάντα θα υπάρχει εκείνη η νοσταλγία της κίνησης προς τα πίσω, της πορείας προς τη μήτρα. Ένα πάγωμα των κυματομορφών της σκέψης, ένα τσιμέντωμα της επιθυμίας, μου θυμίζουν εκείνη την τεταμένη, αρχαία, σιωπή των πέτρινων αγαλμάτων της κίνας, ή των πέτρινων μορφών των ίνκας, που εδώ σαν το τραγούδι των σειρήνων μας ελκύει γλυκά στον χαμό μας, να συρθούμε ανάμεσά τους, να κουλουριαστούμε, σαν παιδιά ευτυχισμένα στα κατουρημένα τους σεντόνια, κάτω από τη γκρι σκιά τους και να σβήσουμε σε μια υπέροχη, νοσταλγική, λήθη. Το τσιμέντο, η κρύα πόλη, η σύγχρονη κατασκευή στην οποία έχουμε προ πολλού ενταφιαστεί, μια ζωή που δεν πάει πουθενά και σαν γυρίσει να κοιτάξει πίσω της γίνεται στήλη άλατος, άγαλμα. Μέχρι να μπει και πάλι στο μπαούλο, ο κόσμος να επιστρέψει στη μηχανοποιημένη ζωή του, και τα τσιμεντένια αγάλματα ακίνητα μες την κασέλα ν’ αναμοχλεύουν πιθανότητες φλόγες. Εσύ μόνος, και πάλι μπροστά στο μπαούλο να προσπαθείς να σκεφτείς την επιθυμία σου. O πατέρας σου είναι νεκρός. Κάπου κει ανάμεσα μια τελευταία του ανάσα ανάβει το φως, ριζικά, και μάταια αντιστέκοντας στην αιώνια νύχτα.


γ. γεωργίου





Σημειώσεις:

1. συνέντευξη του Κοντοσφύρη στην καθημερινή το 2009

2. δελτίο τύπου από την ομαδική έκθεση στην οποία συμμετέχει ο Κοντοσφύρης (μέρος της βλέπει κανείς στις φωτογραφίες -εκτός των δύο τελευταίων)







Τρίτη, Μαΐου 04, 2010

Άντε σπάσε ρε μαλάκα



*Κάποτε, όταν πίστευα σε έναν φουσκωμένο εαυτό, έβρισκα ενδιαφέρουσες τις συζητήσεις με πιστούς όλων των ειδών που αφορούσαν υπαρξιακά, ψυχολογικά και καμιά φορά πολιτικά ζητήματα. Πλέον τις βρίσκω αφόρητα πληκτικές κι ανούσιες και μαζί μ’ αυτές χαίρομαι για έναν εαυτό λιγότερο.

*Οποιαδήποτε πίστη που στρέφεται έξω και πέρα από τον εαυτό έχει κακό χαρακτήρα, και τα αποτελέσματά της είναι αρνητικά ακόμα κι αν οι προθέσεις της είναι καλές. Μιας και πίσω από κάθε ενέργεια υπάρχει μια πίστη, εύκολα κανείς θα μπορούσε να αποδείξει τη σχετικοποίηση του καλού και κατά συνέπεια και του κακού.

*Το ήθος -όπως λέγεται στην αγορά του πνεύματος και της απάτης- δε σημαίνει τίποτα, δεν υπάρχει έξω από τη μιζέρια μας. Είναι μια κατασκευή που χρησιμοποιείται για να εξαπατήσει εκμεταλλευόμενη πάντα τη σχετικοποίηση του καλού και του κακού, να τα σχηματοποιήσει σύμφωνα με το συμφέρον της. Οι τρύπες στο σύνταγμα της αλήθειας είναι πασίγνωστες όχι μόνο στους δικηγόρους της σοφίας αλλά και στον πιο ασήμαντο άνθρωπο. Το ψέμα το ξέρουμε όλοι, αλλά κανείς δε θα σταματήσει το παιχνίδι. Στιγμές νοσταλγίας μιας δήθεν αθωότητας παιδικής, ένα ακόμη σόφισμα.

*Η πίστη που στρέφεται μέσα, που αφορά μόνο τα όρια του εαυτού: ένας έντιμος τρόπος να κινηθείς προς τον θάνατό του, όταν κάποτε καταλάβεις πως και αυτός και η εκάστοτε πίστη του είναι άνεμος. Τίποτα δεν υπάρχει εκεί, κανένα κέντρο, καμία σοφία. Μόνο η ζωή -και ένα σώμα που αρκείται ή όχι με αυτήν. Όλα τ' άλλα είναι κοινωνία.

*Ας σκεπάσουμε τούτη την άθλια πόλη με τις ανάσες μας. Τούτο τον κόσμο.



*Είμαστε στο προνομιούχο στάδιο όπου καμία πίστη, καμία ιδεολογία δεν έχει καμία αξία, όλες ανήμπορες να νικήσουν το ένστικτο της πείνας και της επιβίωσης, με μιας αποκάλυψαν πίσω από τις μάσκες τους ένα αποκρουστικό κάθε φορά πρόσωπο. Το κενό που μόνο το ζώο μπορεί να χειριστεί ακολουθώντας την κίνηση της φύσης. Μόνο ένα σώμα. Το κεφάλι του μπεκετικού κόσμου ανήκει σε έναν κόσμο που έχει χάσει το παιχνίδι του από τότε που ο άνθρωπος αποφάσισε πως η ζωή δεν είναι αρκετή, εκεί που μέσα στον νου και μαζί του γεννιέται ο διαχωρισμός, τότε που το εργαλείο (νους) παύει να είναι εργαλείο και αυτονομείται για να αποκτήσει αξία ξεχωριστή, καταπίνοντας νύχτα τη νύχτα τον κόσμο του ήλιου, των φάσεων της σελήνης, την απλότητα της στοιχειώδους ανάγκης, την έλλειψη των ερωτήσεων.

*Χαριτωμένοι άνθρωποι. Πολύπλοκοι και μπερδεμένοι. Το όνειρό τους θα ήταν να λειτουργουσαν με το πάτημα ενός μόνο κουμπιού. Το όνειρο.

*Ο μεσαίωνας καταδύεται στα κεφάλια μας, εξαπλώνεται στα κύτταρα, καίει το ηλιακό πλέγμα, κάνει τα νύχια να μεγαλώνουν υπερβολικά, δάσος από ξυράφια. Μαύρες πόλεις, γκριμάτσες, οδοφράγματα. Αιώνια επιστροφή του ίδιου. Το αίμα θα ταίσει και πάλι το αχόρταγο πνεύμα. Κι έτσι πάλι θα επιβληθεί στον σκλάβο-σώμα. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος. Το ΔΝΤ είναι η εξουσία της παπικής παραφροσύνης, είναι το καταπιεσμένο σεξουαλικό ένστικτο, οι αλλόφρονες εθνικοί ύμνοι των κρατών, το night life, είναι τα όνειρα του κάθε ανθρώπου, είναι η αδικία να μην είμαι εγώ ο μάγκας αλλά εσύ -δεν είναι η επίθεση του λιονταριού στην αντιλόπη. Το λιοντάρι δεν ξέρει να κοροϊδεύει. Η αθωότητα του γίγνεσθαι είναι η αθωότητα ενός κόσμου που δεν βασιλεύει νους. Μαζικοί τάφοι φωνάζει με χορδές τρεμάμενες ο προφήτης και όσοι τον ακούν τον λένε μαλάκα, αν όχι απατεώνα. Πόσο μαλάκας μπορείς να είσαι; Όλοι το ξέρουν πια πως δεν υπάρχει βέλος του χρόνου, πως παρελθόν και μέλλον είναι το ίδιο -μόνο ο θείος Άλμπερτ λείπει να πανηγυρίσει τις ιδεοληψίες του ως πραγματικότητα και αλήθεια του κόσμου. Ο άχρονος χριστιανικός κόσμος συναντά τον ιστορικό κόσμο που πάντα θα νομοθετεί, θα σφάζει, θα γράφει ποίηση, και θα ξανανομοθετεί, ξανασφάζει, ξαναγράφει ποίηση μέσα σε έναν ατέρμονο κύκλο. Απόδειξη αυτής της συνάντησης η σαθρότητα των ιδεών, όποιες κι αν είναι, ό,τι κι αν λένε. Αποκόπτουν τον οργανισμό από τη ροή της ζωής για κάτι άλλο πάντα, πιο σπουδαίο (δήθεν) από αυτήν. Όσο και να χτυπάς τον κώλο σου κάτω δε θα καταφέρεις ούτε στο ελάχιστο, το αμελητέα διαφοροποιημένο, να βγεις έξω από τη φυλακή σου. Είναι πολύ απλό: ποτέ σου δε θα το ήθελες κι ας πεις το αντίθετο -είσαι ο καλύτερος στα λόγια, ξέρεις όλα τα τεχνάσματα, κανείς δε θα σε τσακώσει, το πρόγραμμα εαυτός είναι απόλυτα ασφαλές. Βάλτο να τρέχει, κάνε restart ή erase data. Format, πέτα τον κι αγόρασε άλλον. Δώσε μια περιουσία. Δεν θα το ήθελες να αποφυλακιστείς, ποτέ σου δεν το θέλεις. Κάνε ό,τι άλλο γουστάρεις. 0 1 0 0 0 1 1 0 0 1 0 0 0 1 0 0, ή ας πούμε: 0 0 0 1 0 1 0 1 0 0 1 0 0 0 0 1, ή ίσως και: 1 1 0 1 0 0 0 0 0 0 1 1 0 0 0 1. Σε κάθε περίπτωση.

*Περιμένοντας την πυρηνική βόμβα ξανά στη Χιροσίμα και ξανά στο κέντρο του Λονδίνου, τη Νέα Υόρκη, στο Στάλινγκραντ και τη Βαγδάτη, την Αθήνα, τη Σελήνη, στην καρδιά της νύχτας, σε όλους τους χάρτες της ψυχής μας, πάνω στα κεφάλια μας ή μπορεί και στις καρδιές μας -ποιος έζησε ποτέ για να γνωρίζει; ποιος μίλησε κι εμείς ακούσαμε για να γνωρίζουμε; Ξανά τα βασανιστήρια εξιλέωσης, το δίκρανο του αιρετικού, η iron maiden, το λίκνο του ιούδα, ξανά στους άτυχους που κοιμήθηκαν στο ίδιο κρεβάτι με τον σατανά, τους απλώς όμορφους και τους τελείως σέξι, τους ηδονιστές, τους τρομοκράτες, τους μάγους, εκείνους που θέλουν να γαμήσουν λίγο παραπάνω από τους άλλους.

*Μην αναπνέεις. Όχι γιατί κοστίζει, όχι γι’ αυτήν την -αν και παράλογη σαν πρόταση- αλήθεια. Χέστηκα για την αλήθεια. Μα επειδή τότε ακολουθούν κι οι άλλοι, θέλοντας και μη, όλοι εκείνοι οι φιλοσοφημένοι εγωιστές, πεθαίνοντας κι αποδεικνύοντας το αντίθετο από την ηλίθια κατασκευή τους: τον άλλο, τη σύνδεσή του με εκείνον που αν και φαινομενικά -ως άλλος- δεν είναι εγώ, είναι παρόλ’ αυτά ο ίδιος, το εγώ και ο άλλος, γεννήματα της ίδιας κλωσσομηχανής. Σταματάω να αναπνέω και φράζω τον άνθρωπο. Ντόμινο θανάτου.



*Απεχθάνομαι τον άνθρωπο και μαζί του κι εμένα ή μάλλον τον εαυτό μου, θαρρείς και δεν τον αναγνωρίζω όποτε τον κοιτάω στον καθρέφτη, ποιος είναι αυτός που υποδύεται εμένα; αυτός εκείνος και ο άλλος, εγώ. Η ανθρωπιά του ανθρώπου. Ψέμα ήταν και απέτυχε. Κάποτε η ζωή θα αποβάλλει τα περιττώματα φυσικά, πολύ φυσικά.

*Καμία ανάλυση δεν έχει κανένα νόημα. Συζητήσεις, μεγάλα κεφάλια και τίτλοι, που ρίχνονται να εξηγήσουν τα γεγονότα, να προτείνουν λύσεις, μια ανάδυση της πνευματικότητας που παίρνει άλλο πρόσωπο, όχι εκείνο με το οποίο πριν σκότωνε. Όχι με την αγάπη πια. Ξεπεράστηκε από την δικαιοσύνη, κι έπειτα από την ασφάλεια. Ο λόγος ως εξουσιαστικός, πάντα θα διαιωνίζει την προβληματική μας πραγματικότητα όπως την κατασκεύασε, και αυτή η διαιώνιση, η διάρκεια, η αναζήτηση περισσότερου χρόνου, θα είναι σάρκα στη σάρκα του προβλήματος. Η πραγματικότητα που έχει υποταχθεί στην ανθρωπιά, στην ανθρώπινη ψυχή που υπερβαίνει, καταστρέφει, μολύνει τον κόσμο, είναι ένα νεκρό παν-περιέχον.

*Θέλω σήμερα να πάψω να γράφω, να μιλάω, σήμερα να πεθάνω ως κοινωνία. Την ώρα που δεν έχω άλλον τρόπο να με ελέγχω ώστε να κρατηθώ, να μην αρρωστήσω, να μην ξεχάσω τη ζωή. Να βλέπω τις σάρκες μου και να διαβάζω μέσα τους την ιστορία. Εκεί που πάει ένας εαυτός να ξεπηδήσει για να μου πει πως το μέρος εδώ του ανήκει, πως είναι ο μάγκας της υπόθεσης, πως αυτός δεν φταίει σε τίποτα αφού καθόλη τη διάρκεια της φρίκης καθόταν σπίτι του, εδώ μέσα, αναζητώντας μια πιο ελεύθερη ζωή, πιο αληθινή, πιο. Γελοίε βλάκα! Εσύ που λες εγώ αλλά δεν είσαι. Εσύ, κάλπικε εαυτέ. Αστέ της ύπαρξης που σωρεύεις ιδιοκτησία και διαβάζεις ποίηση πάνω στις πλάτες των σκλάβων. Σε βλέπω. Ξέρω πως είναι αδύνατο ν’ απαλλαγώ από σένα, αδύνατο να σε πετάξω έξω, να σε παύσω, αφού με κάθε προσπάθεια σε γυμνάζω περισσότερο, σε καθιστώ όλο και πιο ικανό. Η απέχθειά μου σε σένα εαυτέ μου με έκανε να σ’ εγκαταλείψω. Κάποτε σε χούφτωνα από τ’ αρχίδια και σε τραβούσα έξω να σε κολλήσω στο χαρτί μα μέναν μόνο λόγια. Μέχρι που δοκίμασα να μπω εγώ στο χαρτί, κουφάρι ανακατωμένο στις δίνες του ενστίκτου, όχι εκείνου που κατασκεύασε ο νους αλλά του άλλου που δε έχει ουδεμία ανάγκη απόσχισης από τον οργανισμό. Κάτσε μόνος σου τώρα κει μέσα και πέθανε από την πλήξη του κενού που γεννάει η άρνησή μου, μια ολοκληρωτική άρνηση για πρόοδο, επανάσταση, πνευματικότητα, γνώθι σαυτόν.

*“Πρέπει να έχουμε αυτογνωσία: ακόμα κι αν αυτό δεν συντελεί στην εύρεση της αλήθειας, χρησιμεύει τουλάχιστον στη ρύθμιση της ζωής, και δεν υπάρχει τίποτα πιο σωστό” (Blaise Pascal). Λέω: ρύθμιση της ζωής; πως ρυθμίζει κανείς τη ζωή; μόνο την καθημερινή ζωή μέσα στην κοινωνία, να κάτι που ρυθμίζεται από την κοινωνία. Εδώ η αυτογνωσία δεν είναι τίποτα άλλο από το να δεις την κοινωνία μέσα σου σαν το μέσα σου να είναι καθρέφτης. Στο σημείο όμως που βλέπεις το έξω σου, το μέσα δεν υπάρχει, και η αυτοπαρατήρηση δεν είναι παρά μέρος της καταστολής. Εξεγερμένος διαπιστώνεις πως εαυτός δεν υπάρχει να παρατηρήσεις, γιατι ό,τι υπάρχει εκεί είναι κάτι που πρέπει να αποβληθεί. Το γνώθι σαυτόν είναι ένα μεγάλο ψέμα. Τα αποτελέσματα χιλιάδων χρόνων είναι εμφανή. Θα έπρεπε κάποιος να πει ότι δεν υπάρχει τίποτα να γνωρίσεις, αλλά να παρατηρήσεις αυτό που δεν είσαι. Και παρατηρώντας θα δεις ότι όλο αυτό που δεν ήσουν αυτό είναι εσύ. Και τότε αηδιασμένος να το ξεράσεις. Τότε και μόνο τότε θα υπάρξεις ως κάτι που δεν υπήρξε και ούτε θα υπάρξει. Κάτι που γεννιέται και πεθαίνει. Κάτι μοναδικό και ασήμαντο. Αντέχεις;

*Ο καθένας είναι διαφορετικός κι έτσι έχει τους λόγους του να αντέχει -μην κάνοντας τίποτα- την εξαθλίωση, όταν δεν μηχανοποιείται απλώς. Πίσω από τον λόγο υπάρχει μια επιφανειακή ματιά που βλέπει την υπάρχουσα κατάσταση και μια βαθιά που αγγίζει τη σάρκα κάτω από το κέλυφος των ιδεών: η απίστευτη ηλιθιότητα των ανθρώπων που νεκροποιεί «αποπνευματοποιώντας» το σώμα, και λίγο πιο μέσα στις συσπάσεις των σπλάχνων τους ο φόβος του θανάτου, η παγωνιά. Όλοι είμαστε ένοχοι, όλοι ξέρουμε ότι δεν κάνουμε τίποτα για να αλλάξουμε τα πράγματα τα οποία μας πραγμοποιούν γιατί τελικά είμαστε τόσο «διαφορετικοί ως προς τους σκοπούς και τις αιτίες». Μόνο που αυτός ο ντετερμινισμός που πλαστώς περιβάλλει κάθε μας δικαιολογία δεν έχει θέση στη χαοτική πραγματικότητα που ζούμε: ο φόβος ως κοινή αφετηρία απομακρύνει εκθετικά τα σώματα στις τροχιές του εξουσιαστικού σύμπαντος. Η μη προβλεψιμότητα συμπίπτει εδώ με τον βαθμό αποξένωσης. Τελικά πέρα από τους κενούς λόγους είμαστε όλοι ίσοι, αδιάφοροι.



*”Σε πολλούς ανθρώπους είναι ήδη αδιαντροπιά, όταν λένε εγώ” (T. Adorno -minima moralia, 1951). Σ' όλους, σ' όλους.


γ. γεωργίου


*αφιερωμένο στο μέσα μου και στο έξω μου:

____________

σημείωση: οι φωτογραφίες (1.brooklyn bridge fog 2.brooklyn window 3.rockefeller center 4.gondolas) ανήκουν στην lynn saville