Every work of art is an uncommitted crime


-Theodor Adorno-

daDa ποiησΗ dAda λογοtεΧνiα dadA pUnk dADa

Τελάλης:

Σάββατο, Νοεμβρίου 28, 2009

Αναδημοσίευση


Πέρασε καιρός από τότε που δημοσιεύτηκε το κείμενο του ψυχιάτρου και ποιητή κ Παστάκα Σωτήρη. Ενδιαφέρον, όπως και η συζήτηση που ακολούθησε. Αναδημοσιεύω το δημοσιευμένο κείμενο και επίσης το σχόλιο που είχα κάνει. Ο κύριος Πατιός σχολίασε με τη σειρά του το δικό μου σχόλιο εδώ, στη δημοσίευση "καθημερινές κινήσεις".

Η αναδημοσίευση γίνεται μιας και βρίσκω την εισήγηση του κ Παστάκα αρκετά ενδιαφέρουσα -χθες μάλιστα είχα μια συζήτηση επί του θέματος με έναν φίλο, και δε θα ήθελα να κλείσει η συζήτηση έτσι, αλλά να πυροδοτήσει σκέψεις, να γεννήσει διάλογο. Εάν...


Σωτήρης Παστάκας, η Φυσική της Ποίησης (εισήγηση στο συνέδρειο της ΕΕΦ)


Η τέχνη και η επιστήμη είναι παράλληλοι κόσμοι. Τα μόρια που υπάρχουν ανάμεσά τους όταν απωθούνται-έλκονται συντελούν στην δημιουργία του σύμπαντος. Πίστευα ακράδαντα πως η αρχή είναι ο λόγος. Ο λόγος δηλαδή είναι η απαρχή του σύμπαντος. Από τον Όμηρο και ακόμα πιο πριν με τον Ησίοδο όλη η ανθρωπότητα πίστευε και ενθουσιαζόταν από τον ποιητικό λόγο. Αυτό συνεχιζόταν μέχρι το 1950 περίπου, ή για να είμαστε πιο ακριβείς μέχρι τις 6 Αυγούστου του 1945: με την έκρηξη της ατομικής βόμβας στη Χιροσίμα, ο κόσμος μαγεύτηκε από κάτι που θα διέβρωνε σιγά-σιγά το ενδιαφέρον του για τις καλές τέχνες.

Οι ραγδαίες εξελίξεις της Φυσικής και της επιστήμης γενικότερα μετατόπισαν σιγά-σιγά το ενδιαφέρον από την τέχνη στα επιτεύγματα της τεχνολογίας.
Τα επιτεύγματα της επιστήμης την τελευταία 50ετία είναι τόσο θεαματικά, χαράζονται τόσο επίμονα στο φαντασιακό ασυνείδητο όλων μας, σε βαθμό που να έχουν αντικαταστήσει την έκπληξη που μέχρι πρότινος την παρείχε μόνο η τέχνη.
Η προσωπική μου άποψη είναι πώς η κρίση που περνάνε όλες οι τέχνες στις μέρες μας δεν οφείλετε σε όλα αυτά τα κοινότυπα που ακούμε κάθε μέρα: την κρίση των δημιουργών, την αδυναμία των έργων, την ελλιπή προβολή από τα ΜΜΕ, τους έφηβους που δεν διαβάζουν κ.τ.λ., κ.τ.λ.

Από χρόνια έχει εδραιωθεί η προσωπική μου πεποίθηση πως οι τέχνες έχουνε πάψει να εκπλήσσουν τον καθημερινό άνθρωπό. Η έκπληξη που του προσφέρουν οι επιστημονικές ανακαλύψεις που μας βομβαρδίζουν όλους μας σε καθημερινή βάση, έχουνε μετατοπίσει το ενδιαφέρον του και τις φαντασιωτικές του ανάγκες στην Φυσική, στην Βιολογία, την Ιατρική και την Πληροφορική.
Ο ποιητής φαίνεται να μην μπορεί να συγκινήσει πλέον: κλεισμένος σε μια καθημερινότητα που πολλές φορές είναι ακόμη πιο μίζερη κι από αυτή των αναγνωστών του αναλώνεται σε τετριμμένες καθημερινές εμπειρίες πουν δεν έχουν το άλλοθι του μοναδικού και του ανεπανάληπτου.
Η ποίηση, όπως και οι άλλες Τέχνες έχει επείγουσα ανάγκη ν’ ανακαλύψει εκ νέου τη φυσική της: εκείνη την προωθητική δύναμη που την ταξίδεψε από τον Όμηρο μέχρι τις μέρες μας για να μας πάει ως το τέλος του κόσμου…Εν αρχή ην ο λόγος, κι ο λόγος πάλι θα γράψει τη λέξη τέλος.
Μια εσχατολογική ποίηση είναι αυτή που θα έχει και πάλι τον πρώτο λόγο στις συγκινήσεις μας…Φτάνει πια να εφησυχάζουμε με τη σκέψη πως σε «αντιποιητικούς» καιρούς, το καθήκον του καλλιτέχνη είναι να κρατάει αναμμένη απλώς, να συντηρεί, τη φλόγα του κεριού του με την ελπίδα πως θα έρθει μια νέα εποχή…
Δεν μπορούμε να περιμένουμε άλλο…Ο Αντρέι Ταρκόφσκυ, ο τελευταίος ποιητής, μας έχει δείξει το δρόμο: ο Ποιητής (με το Π κεφαλαίο, πλέον) είναι ο επίμονος καλλιεργητής του απόλυτου. Για να το κυνηγήσει προϋποθέτει τη Θυσία του εαυτού του.
Μόνο όταν ο Καλλιτέχνης είναι διατεθειμένος να κυνηγήσει το απόλυτο και να θυσιάσει για χάρη του την προσωπική του ύπαρξη, μόνον τότε θα έχουμε πάλι ποιητές. Ως τότε, μέχρι να εμφανιστούν αυτοί οι νέοι καλλιτέχνες (στη μουσική, στον κινηματογράφο, στη ζωγραφική, στην ποίηση) η Τέχνη θα εξακολουθεί να παραμένει ένα προϊόν προς κατανάλωση και τέρψη, και θα συνεχίσει να υπολείπεται σημαντικά από την επιστήμη.


-δημοσιεύτηκε στο Ποιείν στις 8 νοεμβρίου-



Σχόλιο


(Ζητώ προκαταβολικά συγγνώμη από τους συνομιλητές και αναγνώστες για το «σεντόνι» που ακολουθεί -όπως λένε στου Σαραντάκου. Επίσης για το ότι παρακάμπτω την ενδιαφέρουσα συζήτηση για να εκθέσω σκέψεις που γεννήθηκαν με αφορμή το γόνιμο κείμενο του κ. Σωτήρη Παστάκα)

Το δέντρο της γνώσης δεν είναι το δέντρο της ζωής έλεγε ο Νίτσε.

Η επιστήμη δεν θα μπορέσει ποτέ να νικήσει τον μύθο όσο κι αν το ποθεί. Αυτό ξεκίνησε ως η αναγκαία σύγκρουση με τη φρίκη και ανοησία των εκκλησιών -εναντίον της μυθολογίας του χριστιανισμού που εξουσίαζε με τρόπο αισχρό καταστρέφοντας ό,τι αντετίθετο στα είδωλά της τα οποία φρόντιζε να εκτρέφει με κάθε μέσο ισχυροποιώντας τη βασιλεία μιας «ιερής επιχείρησης». Πλέον τα θρησκευτικά δόγματα έχουν αποδυναμωθεί και φορές απομυθοποιηθεί από τις συνειδήσεις ανθρώπων που αναζητούν ελεύθερα την ελευθερία τους -αν μπορώ να το πω- μια ελευθερία της οποίας τα χαρακτηριστικά είναι μεταβλητά, και η άλλοτε μία και αληθινή οδός έγινε απροσμέτρητοι δρομίσκοι και ατελείωτα μονοπάτια στα δάση της ύπαρξης. Τόσες αλήθειες όσες και οι άνθρωποι. Ο καθείς και τα όπλα του, με τη φωνή του Ελύτη. Η έκφραση της αλήθειας του καθενός αναλόγως με τα μέσα που διαθέτει, την κλίση του, σαν το βάδισμα που σε κάθε άνθρωπο είναι διαφορετικό, συνιστά μια ποικιλία που πάντα είναι προς όφελος της ίδιας της ζωής. Η ζωή δεν έχει ανάγκη από τη δημιουργία ενός προτύπου (είτε είναι κάποιος χριστός είτε κάποιος φιλόσοφος, ποιητής, τραγουδιστής, χορευτής κτλ) το οποίο πρέπει οι άλλοι να ακολουθήσουν. Η ζωή ζητά να εκφραστεί μοναδικά μέσα από την κάθε ύπαρξη, κι αυτή είναι άλλωστε και η ομορφιά της ζωής -η ομορφιά της, γιατί αλήθεια ίσως δεν υπάρχει. Όταν δεν αντέχουμε τη ζωή, όταν δε μας αρκεί, ψάχνουμε το νόημα, την αλήθεια, δηλαδή ψάχνουμε κάτι άλλο από αυτό που ήδη έχουμε και είμαστε, κάτι που είναι έξω από εμάς. Τι είπε ο ένας και ο άλλος είναι προτεραιότητά μας. Την στιγμή που αδυνατούμε να γευτούμε τη ζωή μέσα μας και αυτή να είναι αρκετή. Σαν ένα λουλούδι μοναδικό που μεγαλώνει, ανθίζει και πεθαίνει. Τόσο απλά.

Η επιστήμη είναι εξίσου καλοδεχούμενη όσο και οι τέχνες, όσο και οι μύθοι, όσο και το έγκλημα ή η σιωπή. Όλα είναι κομμάτια, εκφράσεις, αυτού που λέγεται ζωή.

Για την “κρίση” στις τέχνες: δεν νομίζω να υφίσταται κάτι τέτοιο παρά μόνο μέσα από το δικό μας πρίσμα που αδυνατεί να συλλάβει την αδιάκοπη κίνηση που συντελείται σε παγκόσμιο επίπεδο -εικαστικά, ποίηση, συγγραφή, κινηματογράφος κτλ- γιατί πάντα είναι σαν να κοιτάζει φωτογραφίες, στιγμές και εικόνες, και μάλιστα από συγκεκριμένα συνειδησιακά επίπεδα-συρτάρια όπως είναι καταχωρισμένα από το υπερεγώ. Αυτές, οι τέχνες, δεν έχουν να φοβηθούν τίποτα. Όσον αφορά την απουσία έκπληξης στον σημερινο άνθρωπο απέναντι στα έργα τέχνης, αυτό ήταν κάτι που πάντα, θαρρώ, συνέβαινε, και μπορεί κανείς να το δει πχ. (εμφανώς) στους πρώτους μοντέρνους. Ποιος ήξερε τον Ρεμπώ εκτός από τον Βερλαίν, τον Ιζαμπάρ, και λιγοστούς ακόμα ποιητές της εποχής; και απ’ αυτούς ποιος τον καταλάβαινε και ποιος εκτιμούσε την ποίησή του εκτός από δυο-τρεις; Τα άνθη του κακού -ποιος μπορούσε να γευτεί το μεγαλείο τους; ποιος το μεγαλείο του Οδυσσέα του Τζόυς εκτός μερικών κορυφαίων δημιουργών της εποχής και λίγων φίλων; Ποιος τον Βαν Γκογκ, ποιος τον Μοντιλιάνι όσο ήταν εν ζωή; ο Βαν Γκογκ λένε ότι πούλησε μόνο έναν πίνακα όσο ζούσε, και ο Μοντιλιάνι πλήρωνε με τους πίνακές του το κρασί που έπινε. Αμέτρητα τα παραδείγματα. Ακόμα και ο Ηράκλειτος ήταν σκοτεινός για τους αρχαίους. Οι αλχημιστές και οι μυστικοί απατεώνες. Ο Τζορντάνο Μπρούνο πέθανε στην πυρά. Ο Πεσσόα συζητιέται μόλις τα τελευταία περίπου εικοσιπέντε χρόνια. Ο Νίτσε πέθανε ως ένας τρελός ποιητής του οποίου η Σκέψη δεν έλαχε καμίας ιδιαίτερης τύχης μέχρι τις παραδόσεις του Χάιντεγγερ και την ερμηνευτική του πάνω σε κείμενα του πρώτου. Η λίστα μπορεί να γίνει πολύ μεγάλη. Λαμβάνοντας υπόψη ανθρώπους αλλά και κινήματα. Πχ. δεν νομίζω οι καταστασιακοί του Ντεμπόρ να πέτυχαν και πολλά στις συνειδήσεις των γάλλων, ούτε το περί αθλιότητας των φοιτητικών κινημάτων απέτρεψε από την αθλιότητα τα φοιτητικά κινήματα. Μπορεί αξιωματικές φράσεις τους να γίναν συνθήματα του Μάη που κλόνισε τις πολύ συντηρητικές τότε κοινωνίες, όμως μια μέρα μετά όλα είχαν εξαργυρωθεί. Οι καταστασιακοί διαλύθηκαν (με την απόφαση του Ντεμπόρ) η κοινωνία συνέχισε χωρίς να ρωτήσει κανένα. Η κοινωνία πάντα ήταν και πάντα θα είναι αντίθετη στη δημιουργία, στην τέχνη. Άσχετα αν αυτή (κοινωνία) καταφέρνει να την αφομοιώνει μιας και είναι ο τρόπος της να την καθιστά ακίνδυνη. Όπως και ήταν αντίθετη στην επιστήμη προτού αυτή γίνει η νέα εξουσία που αντιμάχεται -όχι πάντα, και απαραίτητα, ευθέως- τον μύθο, την αχαλίνωτη και δημιουργική φαντασία, την ποίηση, ωστόσο δημιουργώντας τη δική της «μεταφυσική» και μυθολογία την οποία μάλιστα κανείς μη ειδικός δεν δύναται να γνωρίζει αλλά και να ελέγξει -τη δεχόμαστε όπως κάποτε ο απλός κόσμος τον χριστιανισμό, πιστεύουμε ή όχι στο big bang, πιστεύουμε ή όχι στο δαρβινισμό, αποδεχόμαστε ή όχι, κι αναμασάμε τόσες θεωρίες μετατρέποντάς τες στο αντίθετο από αυτό που η επιστήμη πρεσβεύει. Μετατρέπουμε το γίγνεσθαι σε είναι, παγιώνουμε τα πάντα σε αλήθειες για τις οποίες δεν γνωρίζουμε και πολλά (πχ η πλειοψηφία δεν γνωρίζει πως λειτουργεί η τηλεόραση, το αυτοκίνητό τους, πόσο μάλλον τι λέει η θεωρία της σχετικότητας ή το θεώρημα της μη πληρότητας του Γκέντελ, και ποια η σημασία τους) -ο αναγεννησιακός τύπος του homo universalis ανήκει στην εποχή του και μόνο. …Το ίδιο και με την ποίηση. Προσπαθούμε να τη βάλουμε σε καλούπια, να βρούμε την αλήθεια της. Δεν είναι αντικείμενο του νου η ποίηση. Είναι ο μοναδικός τρόπος με τον οποίο κάποιος εκφράζει τη ζωή μέσα από το δικό του πρίσμα, το δικό του Σώμα (χωρίς τη διάκριση σε res extensa και res cogitans), αναλόγως με το τι έχει ψηλαφήσει, γευτεί, αγγίξει, δει, μυρίσει, σκεφτεί. Και να προσεγγίσει κανείς τη μοναδικότητα του άλλου, την στιγμή της αλήθειας του, σημαίνει ως ένα βαθμό τη θυσία της δικής του παγιωμένης αλήθειας, τη σιγή του δικού του βουητού. Ακόμα, η Ποίηση δεν είναι κατανοητή ούτε από τον δημιουργό της -ή μάλλον είναι κατανοητή σε κάποιο βαθμό μόνο- γιατί πολύ απλά τον ξεπερνάει, είναι μια στιγμή «αλήθειας», συναισθητότητας που περνά και χάνεται. Οι λέξεις μειώνουν ή και σκοτώνουν αυτή την αλήθεια που δεν είναι πρόταση αλλά σπινθήρας, στερεοποιώντας την μέσα στις λέξεις. Αυτό που κατανοεί είναι ένα ελάχιστο το οποίο προσπαθεί να περισώσει δίνοντάς του μορφή. Θεωρώ πως η ποίηση πάντα θα είναι υψηλότερα της επιστήμης γιατί δεν νοιάζεται για αλήθειες του «πως», μα αγωνιά να εκφράσει το «τι» του κόσμου, του εαυτού της, ακόμα κι αν πρέπει να φτειάξει έναν ολόκληρο κόσμο για να τον καταστρέψει σε μια ανάσα. Ας θυμηθούμε εκείνους που κατασκεύαζαν έναν γιγάντιο βούδα -εξαιρετικής γλυπτικής αξίας- από βούτυρο για να τον τοποθετήσουν στον ήλιο -ο ήλιος αυτός, άτεγκτος σαν φύση θα καταστρέψει τον ανθρώπινο θεό μέσα σε λίγες ώρες, ζωή ενός μεσημεριού μόνο. Αυτό είναι ποίηση και μάλιστα δίχως λέξεις.

Το τι πρεσβεύει η κοινωνία, τι συμβαίνει με τις τέχνες, πού πάει η επιστήμη, δεν ενδιαφέρουν και πολλούς έξω από τους προνομιούχους και από αυτούς που έχουν την Τύχη -κατά τον τρόπο που ο κόσμος μας Τυχαίνει να αναπτύσσει αυτού του είδους τη ζωή, μέσα από συγκεκριμένους, περιοριστικούς, νόμους. Οι περισσότεροι άνθρωποι σκέφτονται πώς θα εξασφαλίσουν μια ζωή έξω από την πείνα και την ένδεια. Και πάλι όταν την εξασφαλίζουν δεν κάνουν τίποτα περισσότερο από το να διαιωνίζουν μια κοινωνία κάτω από συγκεκριμένα πρότυπα του ζην. Το μόνο παρήγορο είναι πως ό,τι και να λέγεται τελικά υπάρχουν Ποιητές, Επιστήμονες, Εικαστικοί, Κινηματογραφιστές, Μουσικοί. Χιλιάδες; εκατοντάδες; δεκάδες; δύο; ένας; -λίαν καλώς. Μια κοινωνία που θα λάτρευε τους ποιητές θα σήμαινε μια κοινωνία δίχως ποιητές ή μια κοινωνία με πυρετό και παραισθήσεις. Η μόνη διαφορά με περασμένα χρόνια κι εποχές είναι πως κάποτε το «μέσα» είχε σημασία για τις κοινωνίες, και λάμβανε την αξία που εκείνες του απέδιδαν, τώρα, όπως λέει ο psycho Κρίστιαν Μπέιλ στο τέλος της ταινίας american psycho: inside doesn’t matter. Και συνεχίζω την αντιγραφή των τελευταίων -φοβερής έντασης- λέξεων του ψυχοπαθή:
…There are no more barriers to cross. All I have in common with the uncontrollable and the insane, the vicious and the evil, all the mayhem I have caused and my utter indifference toward it, I have now surpassed. My pain is constant and sharp, and I do not hope for a better world for anyone. In fact, I want my pain to be inflicted on others. I want no one to escape. But even after admitting this, there is no catharsis. My punishment continues to elude me, and I gain no deeper knowledge of myself. No new knowledge can be extracted from my telling. This confession has meant nothing.

γ. γεωργίου


Αντιγράφω το σχόλιο του κ Πατιού και το σχόλιό μου που ακολούθησε το δικό του


Καλησπέρα,σου γράφω εδώ κάποιες πρόχειρες 'απαντήσεις' στο ΄σεντόνι' σου, γιατί το 'ποιείν' είναι κυρίως για ποίηση, ενώ αυτά που θέλω να γράψω αφορούν καθαρά τη φιλοσοφία.
1)Ο αρχαιότερος τρόπος αναζήτησης 'νοήματος' αφορούν ένα νόημα που προυπάρχει της ύπαρξής μας και πρέπει να ψάξουμε πάρα πολύ για να το βρούμε. Δες όλα τα τελετουργικά των θρησκειών και τις διάφορες μυήσεις που -υποτίθεται- πως εκπαίδευαν τους μυόμενους.
2) Θυμήσου τη φιλοσοφία του Πλάτωνα και τις Ιδέες που πρέπει να αλλάξουμε τρόπο ύπαρξης για να τις θεαθούμε, σου θυμίζω το κλασικό παράδειγμα του σπηλαίου από την Πολιτεία.
3)Ο Νίτσε δεν έγινε γνωστός από τις διαλέξεις του Χάιντεγκερ οι οποίες άλλωστε πέρασαν στο ευρύτερο κοινό πολύ αργότερα από τον β΄παγκ. πόλεμο.
4)Τίποτε δεν εμποδίζει την ύπαρξη ενός και μόνο έγκυρου και καθολικού νοήματος. Ακόμη κι αν δεν υπάρχει, το ταξίδι και η αναζήτηση είναι από μόνο του ένα παγκόσμιο νόημα, θυμήσου τον Οδυσσέα του Καβάφη.
5)Αν περάσουμε στην 'εφεύρεση' του νοήματος από την κάθε μία ανθρώπινη οντότητα, αναζητώντας όχι την οντολογία της πραγματικότητας (μπορεί να μην υπάρχει) αλλά το αυτεξούσιο της εμπειρίας, οδηγούμαστε αναγκαστικά στα λόγια με τα οποία έκλεισες.
6)Η πλάκα είναι πως ο Χομπς στον Λεβάθιαν, ακολουθεί τη συλλογιστική σου, μόνο που αντί να οδηγηθεί στην ελευθερία, οδηγείται στο κυρίαρχο κράτος.
7) Δεν υποστηρίζω πως υπάρχει ένα και μόνο νόημα το οποίο πρέπει ντε και καλά να ψάξουμε. Ο δρόμος που παίρνεις όμως-νομίζω- θα μας οδηγήσει απαραίτητα στην αυθαιρεσία της βίας και όχι στην ελευθερία της δημιουργίας.
8)Ο Νίτσε καταφέρθηκε εναντίον της απόλυτης εγκυρότητας της -κάθε- γνώσης, αλλά τελικά οδηγήθηκε στο να δημιουργήσει έναν 'νομοθέτη' (Ζαρατούστρα).

Με εκτίμηση, Γ.Πατιός



Γειά σου Γιώργο Πατιέ (ο ενικός δεν είναι έλλειψη σεβασμού, κάθε άλλο). Σε ευχαριστώ για το έναυσμα που μου δίνεις με τις σκέψεις σου. Εκτός ποιείν λοιπόν. Ως επαγγελματίας της φιλοσοφίας είσαι ένας χρήσιμος συνομιλητής και είμαι διατεθειμένος να συζητήσω και να πάρω από σένα. Ίσως είναι καλύτερα που επέλεξες να "απαντήσεις" εδώ -στο ποιείν οι τσακωμοί είναι συχνοί τελευταία. Ωστόσο θα ήθελα και την άποψη του Παστάκα κυρίως από τη σκοπιά τού επαγγελματία ψυχιάτρου -αλλά και του ποιητή.

Για το θέμα του Νίτσε (με τον Χάιντεγκερ) που ανέφερα δεν θα επιμείνω καθώς δεν μπορώ να έχω άποψη προσωπική αλλά είναι κάτι που διάβασα και δε θυμάμαι να σου πω την πηγή -όχι ότι έγινε γνωστός, δεν έγραψα αυτό, αλλά ότι άρχισαν να τον παίρνουν στα σοβαρά σαν φιλόσοφο όταν ο διάσημος, από τα τέλη κιόλας του '20, μαθητης του Χούσερλ και έπειτα φιλόσοφος του «dasein» -διάσημος ως καθηγητής, για τον τρόπο που προσέγγιζε τα φιλοσοφικά κείμενα στις παραδόσεις του- συμπεριέλαβε στους κύκλους μαθημάτων του (τη δεκαετία του '30) κείμενα του Νίτσε με τα οποία και ασχολήθηκε σε βάθος. Τέλος πάντων δεν με απασχολεί αυτό το ζήτημα. Απεναντίας έχουν ενδιαφέρον οι θέσεις σου που βλέπουν την σκέψη που διαπνέει το σχόλιο στο ποιείν να οδηγείται στην αυθαίρετη βία, κτλ. Έχω σκεφτεί πολλά και δεν ξέρω πως να αρχίσω. Ελπίζω να είμαι όσο σαφής γίνεται. Δεν υποστηρίζω ότι δεν υπάρχει αλήθεια ή νόημα. Λέω ότι η ζωή προηγείται, όπως θα έλεγε ένας πολύ καλός μου φίλος. Όταν αναφέρομαι στη ζωή και στην αίσθηση δεν αναφέρομαι στη «ζωούλα μου», στο «γουστάρω, δεν γουστάρω». Μιλάω για την αίσθηση της Ζωής μέσα μας, για το ίδιο το γεγονός της ζωής ως πληρότητας. Λέγοντας πως «αλήθεια ίσως να μην υπάρχει», δεν αναιρώ την ύπαρξη αλήθειας αλλά την απόλυτη εγκυρότητα την μίας αλήθειας όπως οι κοινωνίες με τα ιερατεία τους επιβάλλουν και ο κόσμος δέχεται δουλικά, είτε μιλάμε για επιστημονικές αλήθειες είτε για φιλοσοφικές. Αυτό είναι φασισμός. Όχι η εμπειρία της Ζωής. Αυτή εμπεριέχει και σκέψη και μουσική και χρώμα. Όλο αυτό το παιχνίδισμα δημιουργεί νόημα. Αλλά είναι το δικό μου/σου νόημα το οποίο δεν «νιώθει» καμία ανάγκη απόρριψης του νοήματος του άλλου. Αν δε μου αρέσει, δεν μου πάει, στρίβω. Όταν η ζωή δεν μου αρκεί, γράφω, τότε αναζητώ κάτι έξω από μένα, ένα νόημα να πιαστώ. Θα μπορούσα να είμαι αυτιστικός θα μου πεις, ή ψυχασθενής, αρνούμενος την οντολογία της πραγματικότητας. Βεβαίως. Θα μπορούσα όμως να είμαι και ο Πεσσόα, ο Μπλέηκ, ο Ρεμπώ. Το αυτεξούσιο της εμπειρίας μπορεί να οδηγήσει τόσο στην αυθαίρετη βία όσο και στην ελευθερία και δημιουργία. Όπως και το να ψάχνεις μια αλήθεια έξω από σένα μπορεί να οδηγήσει στην αυθαίρετη βία. Ο καθένας διανύει τον δρόμο του με τα δικά του «όπλα». Το «τόσες αλήθειες όσες και οι άνθρωποι. Ο καθείς και τα όπλα του, με τη φωνή του Ελύτη», που γράφω στο σχόλιο, επιθυμεί μια ελεύθερη κοινωνία που σέβεται την παρουσία του άλλου. Δεν χωρίζει σε εμείς και εσείς, εγώ και οι άλλοι. Εδώ είναι η διαφωνία μου, στο ότι θεωρείς αναπόφευκτη τη βία.

Όταν λέω: «Σώμα, χωρίς τη διάκριση σε res extensa και res cogitans…», δεν εννοώ ένα ακέφαλο σώμα, αλλά ένα σώμα το οποίο δεν είναι προϊόν διχασμού. Αυτό, το Σώμα, συνδέεται με την ποίηση ως εκείνο που προσεγγίζει και συλλαμβάνει. Αισθάνεται με άλφα κεφαλαίο. Είναι κάτι σαν το intuition αν μπορώ να πω. Η κίνηση που διαγράφεται δεν απορρίπτει το νόημα ή την αλήθεια. Έχει τη δική του αλήθεια η οποία δεν είναι απόλυτη, ούτε όμως αυθαίρετη απαραίτητα. Είναι ωστόσο απαλλαγμένη από την Αλήθεια και το Νόημα που μια κοινωνία προάγει. Αυτή η Αλήθεια και αυτό το Νόημα έχουν οδηγήσει την ανθρωπότητα στη φρίκη και τη βία. Απλώς η κοινωνία τείνει να εκλογικεύει πάντα κάθε της πράξη και να την παρουσιάζει όπως αυτή θέλει προς συμφέρον της. Τοποθετεί τη βία μέσα μας. Το νόημα καταντάει μια κοινωνική κατασκευή ώστε να μπορέσει η ίδια να υπάρξει. Κι ενώ είναι ο καμουφλαρισμένος δολοφόνος, αντιστρέφει τα όσα κάνει σε αλήθεια. Ακούμε κάθε μέρα τις ανοησίες περί πατρίδας και θρησκείας, βιώνουμε το ρατσισμό (έντονα εδώ στη θεσσαλονίκη που ζω αυτή την στιγμή), το απαράδεκτο, το ψέμα, την υποκρισία, την ανοησία, όλη τη βία του κυρίαρχου και εξουσιαστικού λόγου. Από εδώ παράγεται ο ανορθολογισμός. Από δω και η ψύχωση. Μην ξεχνάμε ότι για την ψυχανάλυση είμαστε όλοι νευρωτικοί. Και η νεύρωση συνδέεται με την ίδια την κοινωνία και την πίεση που αυτή ασκεί στα άτομα.

Επειδή το σχόλιο αφορούσε την τέχνη και πιο συγκεκριμένα την ποίηση θα ήθελα εδώ να καταθέσω τον τρόπο με τον οποίο γράφω. Ποτέ μου δεν ξεκινάω από μια αλήθεια ή προσπαθώντας να ντύσω κάποιο νόημα με λέξεις. Ακολουθώ έναν ήχο, ένα χρώμα, έναν ρυθμό. Ακολουθώ μια αίσθηση. Μια αστραπή. Μια διέγερση. Προσπαθώ αυτό που «βλέπω» να το αγγίξω. Αν τα καταφέρω, στο τέλος το ποίημα φέρει νόημα και φέρει και την αλήθεια αυτού που το έγραψε, που δεν είναι ούτε απόλυτη ούτε αυθαίρετη, επαναλαμβάνω, ωστόσο είναι κάτι από το οποίο εγώ μπορώ να μάθω. Είναι σάρκα μου. Μαθαίνω από τα ποιήματά μου, καταλαβαίνω πράγματα που αλλιώς δε θα μπορούσα. Ο ποιητής δεν είναι φιλόσοφος, είναι δημιουργός. Και μαθητής. Η ποίηση τρέφει. Στην έννοια της δημιουργίας πάντα υπάρχει και η έννοια της ζωής. Γι' αυτό μιλάω για ζωή.

Ο ψυχασθενής της ταινίας ομολογεί στον δικηγόρο του πως έσφαξε αρκετούς ανθρώπους (δίνοντας και κάποια στοιχεία ή ονόματα για τους νεκρούς), όμως δεν γίνεται πιστευτός -απεναντίας ο δικηγόρος γελάει και όταν ο psycho επιμένει πως πράγματι έχει σφάξει κι έχει μάλιστα γευτεί και ανθρώπινη σάρκα, αυτός θυμώνει και τον παρακάμπτει λέγοντας «αρκετά, δεν είναι πια αστείο». Δεν γίνεται πιστευτός γιατί τον θεωρούν έναν βαρετό τύπο, έναν φλώρο, και τα όσα λέει φάρσα. Και στην πραγματικότητα κανείς στην ταινία δεν νοιάζεται για τίποτα έξω από την κενότητα της ίδιας του της ζωής. Αυτοί, ωστόσο, οι χαρακτήρες έχουν ένα (κοινό) νόημα το οποίο δεν επιδέχεται καμία άλλη πρόσμειξη, είναι νόημα πετρωμένο, δίχως κόπο, και δίχως σκέψη. Ο ψυχασθενής έχει ομολογήσει αλλά δεν έχει λυτρωθεί, και λέει μέσα του: inside doesn't matter. Αυτό χαρακτηρίζει την εποχή μας, τον σημερινό άνθρωπο. Λέω: inside matters, αλλά το «μέσα» δεν είναι το νόημα και η αλήθεια που κάποιος απλώς έχει λάβει από έξω μόνο και μόνο για να μη νιώθει κενός, να μην υποφέρει, και να κοιμάται τα βράδια ήσυχος. Η αλήθεια όπως προσφέρεται από την κοινωνία δεν είναι παρά πρόζακ και ζάναξ, την καταπίνει κανείς και παει για ύπνο. Καταφέρομαι εναντίον οποιασδήποτε αλήθειας όταν απουσιάζει ο προσωπικός μόχθος και πόνος που υποφέρει κανείς για χάρη της. Κάπου, το τελευταίο αυτό, το λέει ο Βιτγκενστάιν καλύτερα.

Πολύ φιλικά

Υ.Γ. Κι εδώ σεντόνι άπλωσα όπως φαίνεται…

γ. γεωργίου


Σάββατο, Νοεμβρίου 21, 2009

Fernando Pessoa



Επανάσταση; Αλλαγή; Αυτό που επιθυμώ στ' αλήθεια, στο πιο μύχιο βάθος της ψυχής μου, είναι να φύγουν αυτά τα άτονα, μουντά σύννεφα που σαπουνίζουν με στάχτη τον ουρανό -αυτό που μονάχα θέλω είναι να δω το γαλανό να ξεπροβάλλει ανάμεσά τους, αλήθεια φωτεινή και βέβαιη, γιατί είναι τίποτα και δεν θέλει τίποτα.


8 Απριλίου του 1931




Από:

Το Βιβλίο της Ανησυχίας (Εκδόσεις Αλεξάνδρεια. Μετάφραση Άννυ Σπυράκου)


----------

με μια ματιά: Fernando Pessoa και Tobacco kiosk


Τρίτη, Νοεμβρίου 17, 2009

Promised Land


Lalo de Almeida for the new york times


Raimundo Pacco- brazilian indian


Γιορτάζουμε σήμερα. Τι γιορτάζουμε; Νομίζουμε ότι η ελευθερία κερδήθηκε; Γιατί σκεφτόμαστε δίχως γεύση προσωπική θαρρείς και τρώμε μπέργκερς ή εκτελούμε δουλειά δημοσίου υπαλλήλου; Δεκαεφτά Νοέμβρη δεν είναι η γιορτή στα σχολεία, ούτε τα ντοκιμαντέρ και τ' αφιερώματα στις τηλεοράσεις, ούτε τα σημαιάκια στα μπαλκόνια, ούτε η ευσυγκινησία των παλιών αγωνιστών. Είναι ένα επίπεδο συνείδησης, η άρνηση σε κάθε εξουσία που στρέφεται εναντίον του ανθρώπου και της ζωής. Δεκαεφτά Νοέμβρη λοιπόν, από τον αμαζόνιο, τον στρατό της κάθε χώρας, και τις σχέσεις των ανθρώπων, μέχρι μέσα μας. Δεκαεφτά Νοέμβρη και στην επιτυχία της φωνής που ζητάει ελευθερία και μετά εξαγοράζεται ή αισθάνεται για πάντα σπουδαία ζώντας το παρελθόν της. Δεν είναι ζήτημα μνήμης αλλά αναπνοής. Ας τραγουδήσουμε σε άλλους τόπους, ας ταξιδεύσουμε σε ήχους διαφορετικούς.

γ. γεωργίου




Majek Fashek - promised land

...

We are going to the Promised Land, to the Promised Land

I hope you are ready, I hope you are ready…


Promised Land is not America, is not Aiiisiaa

Promised Land is a state of mind, Promised Land is a state of mind


Promised Land is not Europiaa, is not Afrika

Promised Land is a state of mind, Promised Land is a state of mind

...




Composite satellite photograph of the Amazon estuary (source: Wikipedia)


Δευτέρα, Νοεμβρίου 09, 2009

Καθημερινές Κινήσεις




Σε βαθύ κόκκινο τοπίο πέρα

Εκεί όπου

Το μάτι κόβεται καθώς

Τραχύς ο ουρανός εισέρχεται

Ή τουλάχιστο προσπαθεί

Κλέβοντας κάτι από Μοντριάν

Ο υαλότοιχος στέκει βουβός

Ανακλώντας τις χρυσαφιές πινελιές της δημιουργίας ενώ

Χελώνες τονίζουν τη μη-βιασύνη της φύσης

Συνθέτοντας μια έκπαγλη αρμονία

Μέχρις κι η θάλαττα ανέβηκε ως εκεί να δει να θαυμάσει

Όμως αντ' αυτού κλαίει προφέροντας τα λόγια

Γιατί να μη μπορούμε

Να νικήσουμε τους προφήτες;

Αυτή ξέρει

Η αιώνια πείρα της μπορεί να δει

Την τυφλότητα των πολλών που

Σκυροδετεί περίβολο

Πνίγοντας γι' άλλη μια φορά

Τη μοναδικότητα


(Αύγουστος '98, Σέρρες)


γ. γεωργίου



Δευτέρα, Νοεμβρίου 02, 2009

Πτυχιακή


Η βαλίτσα με τα φάρμακα κι η βαλίτσα με τα όπλα


Απόλυτο σκοτάδι. Βρίσκονται μέσα του. Θα περίμεναν να δουν ζωγραφισμένα τελάρα. Οτιδήποτε άλλο δεν είναι τέχνη, όπως ο Χ επαναλαμβάνει τόσο συχνά με φάτσα σαν να γεύεται σκατό. Είναι διάσημος και μάλιστα διεθνής, σαν τον άλλο τον φίλο του τον νταή καλλιτέχνη που έτσι και του πεις τίποτα θα σου ρίξει στα μούτρα ένα «η τέχνη θέλει μπράτσα», ή αν δεν φοβάται να συντάξει μεγαλύτερη πρόταση θα τολμήσει το «στρατό έχεις πάει; ε πάνε πρώτα να γίνεις άντρας και μετά έλα να μου μιλήσεις». Ο Χ δε, αναμεμιγμένος μπούφος με φασίστα, είναι επίσης διάσημος ως ο καθηγητής που αρνήθηκε να δεχτεί σπουδαστή στο εργαστήριό του μιας και ήταν αλβανός, γιατί απλά «εγώ αλβανούς δεν παίρνω στο εργαστήριό μου» κι έπειτα γλύτωσε την πίσσα και τα πούπουλα καθώς οι επαναστάτες φοιτητές ασχολούνταν τότε με την τέχνη τους -εδώ, είναι αξιοπερίεργο το συλλογικό πνεύμα της σχολής. Χ και νταής είναι ο μεγάλος πειρασμός μου για αυτήν την πτυχιακή. Τους σιχαίνομαι, όπως σιχαίνομαι τη σχολή, όπως σιχαίνομαι την «τέχνη», αυτήν την πολιτισμένη θείτσα. Μετά από τέσσερα χρόνια καθαρού αέρα, εκτός σχολής, να που είμαι και πάλι εδώ, σε αυτό το σκοτεινό δωμάτιο, με τους πέντε καθηγητές. Ο Χ κάθεται έξω αρνούμενος να δει, αλλά θα βαθμολογήσει, αλλά θα πληρωθεί. Ο άλλος δεν ήρθε καν -το συνηθίζει. Ο νταής είναι μέσα, θα μασουλάει το καρότο του πάλι. Αυτοί είναι πανεπιστημιακοί. Έτσι και τους γνωρίσεις λιγάκι παραπάνω θα νομίσεις ότι πέρασες σε κανα ίδρυμα. Χαρακτηριστικό αυτού του τύπου ανθρώπου είναι η λαγνεία για εξουσία μιας και είναι ο μόνος τρόπος να καλυφτούν, και να θαφτούν μέσα του, οι καρπαζιές που εισέπραττε τα χρόνια του σχολείου. Είμαι επιεικής μήπως; Δεν ξέρω, δε μ' ενδιαφέρει. Έμπλεξα μ' αυτούς. Ήμουν μικρός όταν αποφάσισα να χτυπηθώ σε αυτό το γελοίο σύστημα των εισαγωγικών εξετάσεων που αν είχα την ελάχιστη υποψία δεν θα έμπαινα σε κόπο. Ο ρομαντισμός μου εκείνος που μου γέννησε επιθυμίες περί σπουδής της τέχνης αποδείχτηκε ηλιθιότητα, όπως άλλωστε κάθε ρομαντισμός (για) την εποχή αυτή, που αγνοούσα το λάδωμα ως ήθος αυτής της σχολής, ως τρόπο επιτυχίας, που αγνοούσα ακόμα το καθ-ιερωμένο γλείψιμο το οποίο κλείνει το μάτι φιλικά στον υποψήφιο καλλιτέχνη καριερίστα. Μου αρέσει ή όχι, όχι, είμαι εδώ, στην σκοτεινή αίθουσα. Πρέπει να ξεμπλέξω. Για τον δυτικό άνθρωπο η σκέψη θαρρείς περιορίζεται στην όραση, σ' αυτό που βλέπει, έμαθε να βλέπει και βλέπει με συγκεκριμένο τρόπο -κρίνω βάσει αυτού που «βλέπω»- που κι αν τυφλωνόταν πάλι το ίδιο θα έβλεπε. Τα υπόλοιπα είναι ζόρικο άθλημα. Τους έχω στερήσει την όραση. Δεν πρόλαβα να τοποθετήσω ύλες στο δάπεδο, νερό, κόλλα, χώμα, χαλίκι, που θα ενέτεινε τον ερεθισμό των αισθήσεων -πρόφτασα τελευταία στιγμή, όπως πάντα. Δεν βλέπουν και συνεπώς δεν γνωρίζουν ότι πίσω από το σκοτάδι στέκει μια άδεια, λευκή αίθουσα. Δεν υπάρχουν οπτικά αντικείμενα. Παίζει πράξη ηχητική, δύο φωνές μιλούν, διαδέχονται η μία την άλλη, στο βάθος Cave. Αισθήσεις. Αφιερωμένο στον Guy Debord και στο hurlements en faveur de Sade. Διέγερση. Για μια στιγμή αδυνατώ να συλλάβω το πώς τοποθετούμαι στον χώρο. Ο χώρος γίνεται ρευστός. Θα τελειώσει και ο Ηλίας θα ανοίξει το φως. Θα διαπιστώσουν ότι δεν υπάρχει τίποτα. Ό,τι υπήρξε ή μπορεί να υπάρξει είναι δημιούργημα της δικής τους σκέψης που κινητοποιείται από το ενεργό σώμα, από τις ερεθισμένες -πρώην νεκρές ή έστω μουδιασμένες- αισθήσεις, εάν. Γουστάρω. Ο νταής με μία κίνηση του χεριού μού στερεί το βάθος, μου βλάπτει την κυοφορία. Η φοβία του, η αίσθηση ανασφάλειας που αντικαθιστά την απολεσθείσα αίσθηση της όρασης, που δεν υφίσταται χωρίς αυτήν -ξένος αυτός ως προς το σώμα του- κάνει μια χειρονομία ανάλογη εκείνης που ξύνει, μουτζουρώνει, ευτελίζει τον πίνακα του ζωγράφου, ανοίγει το παραβάν και επιτρέπει το φως, («εμείς εγκλωβισμένοι στη γεωμετρία/ η σαφήνεια των αντικειμένων είναι η απόκρυψη του βάθους από το φως/ το φως ως στέρηση», λέει η φωνή με ένταση νύχτας), παρεμποδίζει τη διαδικασία όπου το έργο γίνεται, έτσι επειδή δεν αντέχει, επειδή εν τέλει δεν έχει καμία ευαισθησία. Εξουσία. Και τι έγινε που σε λίγο θα αποδειχτεί ότι δεν έχει ιδέα για το ποιος είναι ο Debord, που δεν έχει ακούσει ποτέ του το όνομα Wittgenstein; -τι έλεγε ο Nietzsche; παλαβός δεν ήταν αυτός; Κάτι πήρε το αφτί μου για τον de Sade. Και λοιπόν; Πράγματι δεν έχει σημασία αν ξέρει ή έχει ακούσει κάτι, αρκεί που έχει κάνει κοπελίτσες να κλάψουν στις πτυχιακές επιβεβαιώνοντας την αρσενική ισχύ του, αρκεί το ότι ζει στο σήμερα που τα αξιώματα σού προσδίδουν την αξία τους σε πνεύμα αντικειμενοποιώντας σε, κατά τον τρόπο που ο μητροπολιτης γίνεται αυτομάτως σεβασμιότατος και παναγιότατος. Όσο για τους επαναστάτες φοιτητές, αυτοί δεν αγωνίζονται, τώρα, για τη μη-αξιολόγηση των νταβατζήδων τους; δεν αγωνίζονται ώστε όλα να παραμείνουν ως έχουν; Τα ξέχασες αυτά; Όταν αποφάσισα να επιστρέψω στη σχολή και να κάνω την πτυχιακή έπεσα στις καταλήψεις. Οι ίδιοι οι καθηγητές -κάποιοι- είχαν ενημερώσει τους λακέδες σπουδαστές τους πως αν τάσσονταν με το μέρος τους, αν έβαζαν λουκέτο στη σχολή χωρίς φυσικά να τους εκθέσουν, θα τους βοηθούσαν στα πτυχία. Μάλιστα. Συστεγαζόμαστε σε προκάτ. Αυτά κάθε χρόνο βουλιάζουν, ομοιάζουν, ολοένα στη λάσπη πιο βαθιά, των κατοίκων τους τις συνήθειες. Είμαι σε ένα προκάτ και δουλεύω, όταν μια φοιτήτρια από εκείνες που δεν παίρνουν για καμιά δεκαπενταριά χρόνια πτυχίο μιας και προέχει η επανάστα στη σχολή, η κατήχηση και ο αγών, μπαίνει μέσα και ξαφνιασμένη που με βλέπει αρχίζει τη μπουρδολογία. «Απαγορεύεται να βρίσκεσαι εδώ» - «τι μου λες»; Δεν πτοείται, είναι εκπαιδευμένη. «Που βρήκες κλειδιά;» ανακριτικά βεβαίως - «δηλαδή πιστεύεις τώρα πως πρέπει να σου απαντήσω;», χωρίς καν βασανιστήρια; Σιγά που θα μασούσε, «έχεις πάρει άδεια από το συντονιστικό της κατάληψης;» - «τι πράγμα;». «Πρέπει να πάρεις άδεια. Οι αποφάσεις του συντονιστικού…» - «να πεις στο συντονιστικό ότι το γράφω στα παπάρια μου, αν ενοχλούνται που δουλεύω ας έρθουν να με βγάλουν». Έφυγε θυμωμένη -έτσι γίνεται όταν θεωρείς, σαν νιώθεις, πως έχεις εξουσία πάνω σε κάτι και αυτό το κάτι ξάφνου δεν σε υπακούει. Μίσος για τον μπάτσο που έχεις μέσα σου, για τον πολιτικό που έχεις μέσα σου, τον δικαστή, τον καθηγητή, τον δημόσιο υπάλληλο, τον καλλιτέχνη. Το μίσος σου απέναντι στον εαυτό σου. Όλα τ' άλλα είναι προβολές, εξωτερικεύσεις -η κοινωνική σου ζωή. Τα παιδιά του συντονιστικού έκαναν πάρτι στο κτήριο του παιδαγωγικού και η ανυπόφορη, σαν τη γλώσσα τους, μουσική έφτανε στα αφτιά μου ως τιμωρία για τη βλασφημία μου. Η ηχητική πράξη σβήνει. Αυτή είναι η σχολή, την τελευταία δεκαετία τουλάχιστον. Αν δε σ' αρέσει κάτσε σπίτι σου. Τα φώτα ανοίγουν. Όλοι μας αποστρέφουμε το κεφάλι από την πηγή του κακού. Ανάβω τσιγάρο. Ο νταή

Τελείωσα, αυτό ήταν. Άντε γεια.

Καλοκαίρι του δύο χιλιάδες έξι -κι όλες οι αισθήσεις μου ήταν πίσω από την εποχή τους, είχαν άνοιξη.

Στην ορκωμοσία ήθελα να γελάσω. Ή να ξεράσω. Έπεφτε ο όρκος σύννεφο κι από τ' αφτιά τού άϋπνου οργανισμού μου το μυρμήγκιασμα λέξεων-σκέψεων διάχυτων στον χώρο ολοένα και δυνάμωνε …να 'μαι καλός χριστιανός, καλός καλλιτέχνης, καλό παιδί, καλός δημόσιος υπάλληλος. Αν είσαι καλός όπως η κοινωνία σε θέλει θα ανταμειφθείς με βόλεμα, αξίωμα και μπόλικο πνεύμα. Ένας παραδείσιος θάνατος. Το κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσιν έχει μπει καλά κάτω από το πετσί μας, στις εκφράσεις μας, στη νοοτροπία μας. Αναρωτιέμαι αν θα έλεγε ή θεωρούσε ποτέ κανείς καλό, σε μια οποιαδήποτε κοινωνία από αυτές που γνωρίζουμε, έναν Rimbaud, Nietzsche, Debord, Duchamp, Εμπειρίκο, Caravaggio. Παραβλέποντας φυσικά πόσο γελοίο ακούγεται αυτό το «καλός» στην περίπτωσή τους -και συνεπώς πόσο γελοία μπορεί να είναι μια κοινωνία, που η αντίληψή της είναι δέσμια αυτής της ηθικότητας. Ωστόσο, την καταλαβαίνω αν πει πως δεν φταίει. Προστατεύει τον εαυτό της από την αλλοίωση, το γίγνεσθαι.

Η τέχνη εναντίον της κοινωνίας.

ή



κολάΖ


  • Αν κάναμε μία ταινία τέχνης που αφορούσε αυτή τη γενιά, τη γενιά μας, δε θα 'ταν παρά μια ταινία πάνω στην απουσία των έργων της. Το έργο τέχνης είναι ον. Το ον αυτό δεν είναι αντικείμενο, είναι ένας κόσμος. Ο κόσμος του έργου τέχνης δεν είναι εξωτερικό σύστημα αναφοράς στο οποίο παραπέμπει το έργο. Ο κόσμος του έργου τέχνης είναι το ίδιο το έργο. Ο καλλιτέχνης είναι η προέλευση του έργου, το έργο είναι η προέλευση του καλλιτέχνη. Κανένας δεν είναι χωρίς τον άλλον. Μια ορμή για ενότητα, μια επέκταση πέρα από το πρόσωπο, την καθημερινότητα, την κοινωνία, την πραγματικότητα, πάνω από την άβυσσο του παρέρχεσθαι. Ένα παθιασμένο οδυνηρό ξεχείλισμα σε πιο σκοτεινές, πιο πλήρεις, πιο ρευστές καταστάσεις. Μια εκστατική κατάφαση προς το συνολικό χαρακτήρα της ζωής ως αυτό το οποίο παραμένει το ίδιο, εξίσου δυνατό, εξίσου μακάριο παρόλη την αλλαγή. Το μεγάλο πανθεϊστικό μοίρασμα της χαράς και της λύπης που καθαγιάζει και ονομάζει καλές ακόμα και τις πιο φοβερές και αμφίβολες ιδιότητες της ζωής. Η αιώνια θέληση για τεκνοποιία, για γονιμότητα, για επιστροφή. Το συναίσθημα της αναγκαίας ενότητας της δημιουργίας και της καταστροφής. Τα παπούτσια του Van Gogh, γεύμα στη χλόη, το ξυρισμένο κεφάλι του Duchamp σημαία. Το βραδινό αστέρι γκρεμιζόταν κι αυτό, αφήνοντας μια πορώδη καμπύλη. Η νέα ομορφιά θα είναι η δημιουργία καταστάσεων. Μπορείς πάντα να κάνεις ένα έργο όπως τραγουδάς ένα τραγούδι, με έκφραση ή χωρίς έκφραση. Άραγε μπορείς να αφήσεις έξω το έργο και να κρατήσεις την έκφραση; Πάντοτε είμασταν κάθετοι σε τούτο: η ατμόσφαιρα που δεν μπορεί να αποσπαστεί από το πράγμα -μα τότε δεν είναι ατμόσφαιρα. Γνωρίσαμε πολιτείες πολλές, μάθαμε πολλών ανθρώπων τις βουλές, και ζήσαμε καταμεσίς στο πέλαγος πάθη πολλά που μας σημάδεψαν. Έπεφτε η νύχτα μέσα από βράχια που την κλωτσούσαν πέρα δώθε με μανία. Ακούστηκαν και πολλές βλαστήμιες. Ώ αυτή η καταδίκη της αγρύπνιας, η μαρτυρία της βαναυσότητας, το σύριγμα του ανέμου που τρελαίνει, ο ύπνος των θεών. Χτυπούσε στα στήθη μας πόνος. Έξω έβρεχε, κι όπως όλα δείχνανε θα συνεχιζότανε ωσότου ο κόσμος πέθαινε στη γλάστρα του από αμέλια ή φροντίδα περισσή. Έπεφτε η νύχτα και τα βράχια την κλωτσούσαν κερδίζοντας τον χρόνο τους που λιγόστευε, κερδίζοντας από το μηδέν τη γραφική παράσταση μιας άρνησης, σπάζοντας την ελεύθερη πτώση, δημιουργώντας μια αιτία από τον πεισματικό τους λόγο, κλέβοντας μεδούλι απ' αυτό που δεν γνωρίζει έλεος. Η κούραση υποχωρούσε στο αδυσώπητο του νόμου της βαρύτητας. Στεκόμασταν εκεί κι ακούαμε τα συντελεσμένα. Πονούσαμε περισσότερο. Κι όμως παραμέναμε βουβοί. Η νύχτα έπεσε. Τα βράχια κοίταζαν με κομμένη ανάσα τα βάραθρα. Η παραγόμενη ηχώ της κάλυπτε κάθε βλαστήμια πέρα απ' το όριο του χρόνου. Εμείς εγκλωβισμένοι στη γεωμετρία. Η σαφήνεια των αντικειμένων είναι η απόκρυψη του βάθους από το φως. Το φως ως στέρηση. Δε θα θέλαμε να υποτιμήσουμε τις αξιαγάπητες αρετές. Αλλά το μεγαλείο της ψυχής δεν είναι συμβατό μ' αυτές. Ακόμη και στις τέχνες το μεγάλο στιλ αποκλείει το ευχάριστο. Μας δίδασκαν ανοησίες. Τώρα είμαστε ικανοί για κάθε είδους βλαστήμιες. Κοιτάξαμε μέσα μας. Μετά τις πρώτες αγριότητες βαδίσαμε τα δάση μας. Γίναμε και πάλι παιδιά. Γούστο σημαίνει εκλεπτυσμένη αίσθηση. Αλλά η αίσθηση δεν κάνει τίποτε, απλώς δέχεται. Το γούστο ρυθμίζει. Η γέννηση δεν είναι δική του υπόθεση. Το γούστο κάνει τα πράγματα αποδεκτά: σφίγγει ή λασκάρει βίδες -δεν κατασκευάζει ορολογιακούς μηχανισμούς. Ακόμα και το λεπτότερο γούστο δεν έχει καμία σχέση με τη δημιουργία. Ο μεγάλος δημιουργός δεν χρειάζεται να έχει γούστο. Το παιδί έρχεται στον κόσμο τέλεια διαμορφωμένο. Η έννοια δημιουργώ είναι σήμερα εντελώς μη ορίσιμη, μη πραγματοποιήσιμη, απλώς μια λέξη, μία υποτυπώδης επιβίωση από τις εποχές της δυσειδαιμονίας. Δεν μπορεί κανείς να εξηγήσει τίποτε με μία απλή λέξη. Αν κάναμε μία ταινία τέχνης που αφορούσε αυτή τη γενιά, τη γενιά μας, δε θα 'ταν παρά μια ταινία πάνω στην απουσία των έργων της. Τώρα μόνο το Σώμα, το Σώμα ως εννιαίο, υπέροχο, μαγικό. Ο Καρτέσιος αποκεφαλισμένος στο μεγάλο μεσημέρι μας.

  • debordheideggernietzscheγεωργίουwittgensteinόμηροςγεωργίουγεωργίουnietzscheγεωργίουwittgensteinwittgensteinnietzschedebordγεωργίου


γ. γεωργίου